του Βαγγέλη Π. Μιχελινάκη*
«Από τα καλά κερδεμένα παίρνει ο διάολος τα μισά – από τα κακά κερδεμένα, παίρνει και το νοικοκύρη».
Νίκος Καζαντζάκης
Σε προηγούμενο σημείωμα είχαμε αναφερθεί στο φορολογικό έλεγχο των φυσικών προσώπων με τις νέες έμμεσες τεχνικές ελέγχου.
Στα νομικά πρόσωπα και γενικότερα στις εταιρείες κάθε μορφής δεν έχουμε την εφαρμογή έμμεσων τεχνικών ακόμα. Έτσι η προσέγγιση είναι κάπως πιο παραδοσιακή. Ωστόσο και σε αυτή την περίπτωση έχουμε μία μετατόπιση του ενδιαφέροντος του φορολογικού ελέγχου σε ζητήματα ουσίας και όχι μόνο σε τυπικές παραβάσεις, ενώ ταυτόχρονα όλο και περισσότερο αξιοποιούνται οι διάφορες μορφές ανταλλαγής πληροφοριών με αλλοδαπές φορολογικές αρχές από τις οποίες αντλούνται χρήσιμες πληροφορίες για Ελληνικές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται εκτός των συνόρων.
Ποια είναι τα σημαντικότερα ζητήματα λοιπόν που πρέπει να έχει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της μία επιχείρηση στο βαθμό που θέλει να αποφύγει την εμπλοκή της σε «περιπέτειες» με τις φορολογικές αρχές.
1. Κατά πρώτο λόγο, μετά την κατάργηση της υποχρεωτικότητας του φορολογικού ελέγχου, αυτό που πρέπει να μας ενδιαφέρει είναι ασφαλώς η αποφυγή του. Η επιλογή των επιχειρήσεων που θα ελεγχθούν βασίζεται κατά κανόνα στην επεξεργασία στοιχείων που συλλέγονται από τις ίδιες τις δηλώσεις των επιχειρήσεων, αλλά και από εξωτερικές πηγές (καταγγελίες, τραπεζικοί λογαριασμοί, προσωρινοί έλεγχοι από Σ.Δ.Ο.Ε. και πορίσματα κ.ο.κ.). Η αξιολόγηση των στοιχείων που υπάρχουν οδηγούν στο χαρακτηρισμό της επιχείρησης ως υψηλού κινδύνου ή όχι, για διάπραξη φοροδιαφυγής.
Σύμφωνα με τον κώδικα φορολογικής διαδικασίας «οι υποθέσεις που ελέγχονται κατά προτεραιότητα, επιλέγονται με απόφαση του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων με βάση κριτήρια ανάλυσης κινδύνου, στοιχεία από εσωτερικές και εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ή, εξαιρετικά, με βάση άλλα κριτήρια, τα οποία καθορίζονται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων και δεν δημοσιοποιούνται».
Έτσι διαφόρων ειδών «ανωμαλίες» όπως ενδεικτικά:
-Μη απόδοση κατά τρόπο συστηματικό ή κυρίως η μη υποβολή δηλώσεων παρακρατούμενων κυρίως φόρων.
– Η ύπαρξη καταγγελιών για μη έκδοση αποδείξεων ή άλλων φορολογικών παραβάσεων.
– Ο εντοπισμός διαφορών στους ανακεφαλαιωτικούς πίνακες ενδοκοινοτικών συναλλαγών (VIES) ή σημαντικών διαφορών στις καταστάσεις φορολογικών στοιχείων πελατών και προμηθευτών (ΜΥΦ).
– Η καταγραφή παραβάσεων από το ΣΔΟΕ ή άλλες αρχές.
– Η ύπαρξη δυσανάλογων μεγεθών στις οικονομικές καταστάσεις. Για παράδειγμα η ύπαρξη υψηλού ταμείου σε σχέση με τον ετήσιο τζίρο ή η ύπαρξη υψηλών αποθεμάτων σε σχέση με τις αγορές και τις πωλήσεις και γενικότερα η ύπαρξη μίας εικόνας των οικονομικών καταστάσεων και των αριθμοδεικτών τέτοια, που δε συμβαδίζει με τον μέσο όρο ομοειδών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο.
– Το φορολογικό πιστοποιητικό του ελεγκτή της επιχείρησης, εφόσον υπάρχει.
Τα παραπάνω αλλά και άλλα μικρότερης ίσως σημασίας κριτήρια, είναι προφανές παρά το γεγονός ότι δεν δημοσιοποιούνται, ότι αποτελούν στοιχεία που «μοριοδοτούν» την επιχείρηση και αυξάνουν την πιθανότητα να δεχθεί φορολογικό έλεγχο. Ωστόσο και οι επιχειρήσεις που δεν έχουν τέτοιου είδους προβλήματα, δεν είναι σε καμία περίπτωση δεδομένο ότι θα αποφύγουν τον έλεγχο, αφού μπορεί να επιλεγούν ως τυχαίο δείγμα.
2. Στην περίπτωση που μία επιχείρηση ελεγχθεί θα πρέπει εκτός των παραπάνω και εκτός των κλασικών επαληθεύσεων (ταμείου, αποθεμάτων, απόδοσης φόρων, δικαιώματος έκπτωσης επιχειρηματικών δαπανών κ.λπ.) να είναι σε θέση να ανταποκριθεί και σε πιο σύνθετους ελέγχους που αφορούν κατά κανόνα μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις. Ενδεικτικά πάλι, μπορούμε να αναφέρουμε:
– Την τεκμηρίωση των τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών. Πέρα της υποχρέωσης κατάρτισης επαρκούς φακέλου τεκμηρίωσης όταν οι συναλλαγές υπερβαίνουν το όριο που θέτει ο νόμος, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση σε ενδοομιλικές συναλλαγές να τηρείται η αρχή των ίσων αποστάσεων
– Σε περιπτώσεις σύνθετων εταιρικών σχημάτων θα πρέπει η επιχείρηση να είναι σε θέση να αποδείξει ότι η εταιρική δομή που έχει υιοθετηθεί εξυπηρετεί εμπορικούς ή άλλους σκοπούς και δεν αποτελεί τεχνητή διευθέτηση που αποσκοπεί στην απόκτηση φορολογικού πλεονεκτήματος. Σε μία τέτοια περίπτωση μπορεί η επιχείρηση να θεωρηθεί υπεύθυνη διάπραξης φοροαποφυγής και να επωμιστεί υψηλές φορολογικές επιβαρύνσεις.
– Τέλος ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην περίπτωση που υπάρχουν αγορές αγαθών ή υπηρεσιών από χώρες μη συνεργάσιμες ή με προνομιακό φορολογικό καθεστώς καθώς κατ’ αρχήν τέτοιου είδους δαπάνες είναι φορολογικά μη εκπιπτόμενες και θα πρέπει η επιχείρηση να είναι σε θέση να αποδείξει την πραγματοποίηση της συναλλαγής και το εύλογο του τιμήματος.
3. Ιδιαίτερα σημαντική τέλος είναι και η πολιτική που θα ακολουθήσει μία επιχείρηση μετά τον έλεγχο. Η δυνατότητα που έχει είναι κατ’ αρχήν η ενδικοφανής προσφυγή, η οποία μπορεί να ασκηθεί εντός διαστήματος 30 ημερών από την κοινοποίηση των πράξεων διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου.
Θα πρέπει εντός αυτού του διαστήματος να συγκεντρωθούν όλα εκείνα τα στοιχεία που θα στηρίξουν μία τέτοια προσφυγή και να μελετηθεί και στη συνέχεια ελεγχθεί προσεκτικά η έκθεση ελέγχου. Εκεί θα πρέπει να εξεταστούν εκτός από τα ουσιαστικά στοιχεία και διαδικαστικά ζητήματα, όπως π.χ. πιθανότητα παραγραφής, τυπικές ελλείψεις στην έκθεση ελέγχου ή της πράξη προσδιορισμού του φόρου κ.λπ.
Αυτό που καθίσταται προφανές από τα παραπάνω είναι ότι το βασικότερο στοιχείο για την προστασία της επιχείρησης είναι η σωστή προετοιμασία. Πολλές φορές κάποια σημεία ή διαδικασίες ή πολιτικές της επιχείρησης εγκυμονούν κινδύνους, οι οποίοι μπορεί να μην είναι καν αντιληπτοί. Για αυτό το λόγο καλό θα είναι περιοδικά οι επιχειρήσεις να εξετάζουν π.χ. μέσω προσομοιώσεων φορολογικών ελέγχων ή άλλων διαδικασιών, τους πιθανούς κινδύνους και να λαμβάνουν εγκαίρως μέτρα προστασίας τους.
* Ο Βαγγέλης Π. Μιχελινάκης είναι οικονομολόγος – φοροτεχνικός, σύμβουλος επιχειρήσεων και επιστημονικός συνεργάτης του Λογιστικού Συλλόγου Αθηνών.