Βαθιά το χέρι στην τσέπη βάζουν οι φαρμακευτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, προκειμένου να καλύψουν τις ανάγκες του πληθυσμού σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά και το μεγάλο “κενό” που προκύπτει ανάμεσα στο κλειστό κονδύλι του ΕΟΠΥΥ και των νοσοκομείων για φάρμακα και στις πραγματικές δαπάνες που καταγράφονται. Η διαφορά σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης είναι χαοτική.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε ο πρόεδρος του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος Πασχάλης Αποστολίδης κατά τη διάρκεια του συνεδρίου Healthworld 2017, οι εταιρείες του κλάδου στην Ελλάδα συνεισφέρουν σε ποσοστό 27,3% στη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, ποσοστό που αναλογεί σε 946 εκατ. ευρώ συνολικά για claw back και rebate (αναγκαστικές επιστροφές για να καλυφθεί η υπέρβαση της φαρμακευτικής δαπάνης και αναγκαστικές εκπτώσεις προς ΕΟΠΥΥ και νοσοκομεία), όταν το ύψος του κλειστού προϋπολογισμού του ΕΟΠΥΥ φτάνει τα 1,94 δισ. ευρώ ετησίως (συμπεριλαμβανομένου του κόστους των εμβολίων και της κάλυψης των ανασφάλιστων πολιτών) και του ΕΣΥ τα 550 εκατ. ευρώ.
Την ίδια ώρα, με βάση τα στοιχεία που συγκέντρωσε ο ΣΦΕΕ από δέκα Συνδέσμους Φαρμακευτικών Εταιριών Ευρωπαϊκών χωρών, στη Γερμανία- με οκταπλάσιο σχεδόν πληθυσμό σε σχέση με την Ελλάδα – η συνεισφορά των φαρμακευτικών φτάνει μόλις το 13,3% (5,56 δισ. ευρώ) και ακολουθούν η Γαλλία με ποσοστό 6% και η Ιταλία με 7,4% επί του συνόλου της δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης. Η φαρμακευτικές στην Ισπανία καταβάλλουν το 3,1%, στην Πορτογαλία 6,6%, στη Ρουμανία 7,8%, στη Ιρλανδία 2,9%, ενώ το μικρότερο ποσοστό καταγράφεται στη Σουηδία (0,8%).
Ο μέσος όρος συνεισφοράς των επιχειρήσεων στην Ευρώπη είναι 8,6%, με τη χώρα μας να καταγράφει τριπλάσια συμμετοχή.
Χώρα | Σύνολο Rebate &CB | Συνεισφορά φαρμακοβιομηχανίας σε % της συνολικής δημόσιας φαρμακευτικής δαπάνης |
Γερμανία | 5.559 | 13,3% |
Γαλλία* | 1.637 | 6,0% |
Ιταλία | 1.401 | 7,4% |
Μέσος Όρος | 1.168 | 8,6% |
Ελλάδα | 946 | 27,3% |
Ισπανία | 500 | 3,1% |
Ρουμανία | 243 | 7,8% |
Πορτογαλία | 161 | 6,6% |
Ιρλανδία | 51 | 2,9% |
Σουηδία | 16 | 0,8% |
Ολλανδία | – | 0,0% |
Στη χώρα μας εντούτοις, με δεδομένο πως ο ετήσιος προϋπολογισμός για τα φάρμακα βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων ετών (και θα διατηρηθεί αμετάβλητος και το 2018) και λόγω των συνεχών μέτρων που επιβάλλει το υπουργείο Υγείας με στόχο τη συγκράτηση της δαπάνης, φορείς της φαρμακευτικής αγοράς σημειώνουν πως σχεδόν το 1/3 της δημόσιας περίθαλψης καλύπτεται ουσιαστικά από τις φαρμακευτικές.
Όλα αυτά δημιουργούν ένα κλίμα αποεπένδυσης στην εγχώρια αγορά φαρμάκου, που αναμένεται να πλήξει καταρχήν τους ασθενείς και τη δημόσια περίθαλψη και ακολούθως θέτουν σε σοβαρό κίνδυνο τη διατήρηση των θέσεων εργασίας στον κλάδο.
Ο κ. Αποστολίδης παρουσίασε και στοιχεία από πρόσφατη μελέτη καθηγητών οικονομικών της υγείας που καταδεικνύουν ότι η φαρμακευτική δαπάνη εξαρτάται από μια σειρά από εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες, οι οποίοι δεν λήφθηκαν υπόψη στον καθορισμό της δαπάνης για την Ελλάδα. Η μελέτη καταλήγει ότι ο τρέχων φαρμακευτικός προϋπολογισμός στην Ελλάδα είναι χαμηλότερος από ότι υποδεικνύεται με βάση τα δημογραφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά της αγοράς μας και αφενός απαιτούνται πολιτικές ρύθμισης και εξορθολογισμού των ποσοτήτων και του μείγματος των φαρμάκων, αφετέρου χρειάζεται αύξηση της δαπάνης.
Λόγω των υποχρεωτικών εκπτώσεων και των επιστροφών προς τον ΕΟΠΥΥ με τις οποίες θα επιβαρυνθούν και αυτή τη χρονιά, οι φαρμακευτικές υπολογίζουν πως η επιβάρυνση για claw back και rebate θα ξεπεράσει το 1 δισ. ευρώ. Σε ένα τόσο βεβαρημένο περιβάλλον, και με μια ανεπαρκή φαρμακευτική δαπάνη, που δεν μπορεί να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες των Ελλήνων ασθενών (καθώς έχει περιοριστεί κατά 62% στα χρόνια της κρίσης και βρίσκεται μόλις στο 50% του μέσου ευρωπαϊκού όρου), οι εταιρείες τονίζουν πως προωθούνται από την ηγεσία του υπουργείου Υγείας και άλλα οριζόντια μέτρα που απειλούν τη βιωσιμότητα των εταιρειών και το κυριότερο πλήττουν την πρόσβαση των ασθενών στα απαραίτητα για τη ζωή τους φάρμακα.