Υπό νέα εξέταση περνά ο νόμος Κατσέλη, στο πλαίσιο της τρίτης αξιολόγησης που διεξάγουν οι θεσμοί. Ζητούμενο είναι να ενεργοποιηθεί ένας νέος, πιο γρήγορος ρυθμός για τον χειρισμό των «κόκκινων» μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Επί τάπητος έχει τεθεί από τις τράπεζες μια σειρά προτάσεων που θα κληθούν να υποβάλουν στο τέλος Οκτωβρίου. Οι εισηγήσεις αυτές θα αφορούν σε βελτιώσεις έτσι ώστε οι στρατηγικοί κακοπληρωτές να μην «κρύβονται» πλέον πίσω από τον επίμαχο νόμο.
Στον νόμο Κατσέλη έχει ενταχθεί περί το 1/5 του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Πρόκειται για την πλειονότητά τους σε στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια και αντιστοιχούν σε 20 δις ευρώ.
Εξ αυτών, σύμφωνα με εκτιμήσεις τα 5 δις τα χρωστούν οφειλέτες που έχουν τη δυνατότητα να τα αποπληρώσουν, ωστόσο δεν το πράττουν όπως οφείλουν.
Η Ττε στην τελευταία έκθεση είχε αναφέρει πως το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) που τελεί σε καθεστώς αίτησης για υπαγωγή σε νομική προστασία είναι αξιοσημείωτο και ανέρχεται στο 15% του συνόλου των χαρτοφυλακίων.
Όσον αφορά στην προστασία α’ κατοικίας που λήγει στο τέλος του 2018, δεν είναι σίγουρο εάν θα λάβει παράταση και οι σχετικές διαπραγματεύσεις θα γίνουν κοντά στη λήξη της προθεσμίας.
Δυσλειτουργία στον νόμο έχει παρατηρηθεί στον χειρισμό περιπτώσεων όπου υπάρχουν εγγυητές και συνοφειλέτες. Σε αυτές τις περιπτώσεις διαπιστώθηκαν προβλήματα στην ομαλή εξυπηρέτηση του δανείου μετά τη λήξη της ρύθμισης, όπως και στην ερμηνεία της έννοιας του «δόλου του δανειολήπτη» από τους δικαστές αλλά και στις καθυστερήσεις στην εκδίκαση υποθέσεων.
Δεν είναι λίγες οι φορές που η εκδίκαση τέτοιου είδους υποθέσεων μπορεί να ξεπερνά και τα δύο ή τρία χρόνια.
Στόχος των τραπεζών είναι να μικρύνουν τη λίστα των εν λόγω υποθέσεων προκειμένου μέχρι το τέλος του 2019 ο αριθμός τους να έχει μειωθεί από 150.000 σήμερα, σε λιγότερες από 30.000.