Μη αποδεκτή έκρινε το ΕΔΑΔ προσφυγή του Παύλου Λοΐζου για αποζημίωση περιουσίας στην Κερύνεια
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) δεν έκανε αποδεκτή την προσφυγή Ελληνοκύπριου αιτητή σχετικά με υπόθεση αποζημίωσης για ακίνητη περιουσία στην κατεχόμενη Κερύνεια.
Σύμφωνα με την απόφαση του ΕΔΑΔ που εκδόθηκε στις 3 Οκτωβρίου 2017 και κοινοποιήθηκε γραπτώς σήμερα, ο 56χρονος Παύλος Λοΐζου είχε προσφύγει τον Οκτώβριο του 2015 στο ΕΔΑΔ, παραπονούμενος για τη μεγάλη χρονική διάρκεια των διαδικασιών της Επιτροπής Ακίνητης Περιουσίας, στα κατεχόμενα, ενώπιον της οποίας προσέφυγε ήδη από το 2003, επιδιώκοντας αποζημίωση για ακίνητη περιουσία στην Κερύνεια.
Επιπρόσθετα, ο κ. Λοΐζου έκανε λόγο για «ελλείψεις και αναποτελεσματικότητα» της Επιτροπής αναφορικά με το αίτημά του να λάβει αποζημίωση για εμπορικά ακίνητα, τα οποία είχαν μεταβιβαστεί στο όνομά του από εταιρεία με μοναδικούς μετόχους τους γονείς του.
Ο αιτητής προσέφυγε ακόμη στο Δικαστήριο στο Στρασβούργο λόγω της καθυστέρησης στην καταβολή της αποζημίωσης που αποφάσισε η Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας για την οικογενειακή κατοικία στην Κερύνεια, ύψους 190 χιλ. λιρών Αγγλίας.
Η αποζημίωση καταβλήθηκε τελικά στις 24 Μαρτίου 2016, πέντε μήνες μετά την προσφυγή στο ΕΔΑΔ και σχεδόν ένα χρόνο μετά τη συμφωνία του κ. Λοΐζου με την Επιτροπή.
Υπενθυμίζεται ότι στις 5 Ιουλίου 2016 η κυπριακή Κυβέρνηση είχε ενημερώσει με επιστολή της το Δικαστήριο για την απόφασή της να μην υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις αναφορικά με την υπόθεση. Η τουρκική Κυβέρνηση εκπροσωπήθηκε κανονικά.
Το ιστορικό της υπόθεσης
—————————–
Η οικογένεια του αιτητή διέμενε στην Κερύνεια και είχε στην πόλη ακίνητη περιουσία πριν από την τουρκική εισβολή του 1974. Στα περιουσιακά στοιχεία περιλαμβάνονται η οικογενειακή κατοικία που ήταν εγγεγραμμένη στο όνομα της μητέρας και δύο εμπορικά ακίνητα, που ήταν εγγεγραμμένα σε μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “NLS”. Οι γονείς του αιτητή ήταν οι μόνοι μέτοχοι της NLS.
Όταν απεβίωσε η μητέρα το 1990, ο πατέρας του αιτητή αποφάσισε να μεταβιβάσει και τα τρία ακίνητα στον Παύλο Λοΐζου και στα άλλα δύο αδέρφια του.
Στις 28 Ιανουαρίου 2003 ο αιτητής, ο πατέρας και τα δύο του αδέρφια προσέφυγαν στο ΕΔΑΔ λόγω της αδυναμίας πρόσβασης στην περιουσία τους, την οποία όμως το Δικαστήριο έκρινε μη αποδεκτή, καθώς δεν είχαν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα και συγκεκριμένα η προσφυγή στην Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας.
Στις 3 Δεκεμβρίου 2010 τα αδέρφια του αιτητή μετέφεραν τις μετοχές τους στον Παύλο Λοΐζου, καθιστώντας τον τον μοναδικό ιδιοκτήτη.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 2011 ο αιτητής αποτάθηκε στην Επιτροπή Ακίνητης Περιουσίας για τα τρία ακίνητα.
Κατά τη διάρκεια ακρόασης ενώπιον την Επιτροπής, στις 20 Νοεμβρίου 2014, εκπρόσωπος του ψευδοκράτους ενημέρωσε τον αιτητή και την Επιτροπή ότι δεν θα γινόταν καμία προσφορά για την οικογενειακή κατοικία, αν δεν αποσύρονταν οι απαιτήσεις για τα δύο εμπορικά ακίνητα.
Ο κ. Λοΐζου απέσυρε ακολούθως τις απαιτήσεις για τα εμπορικά ακίνητα, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του. Όπως δήλωσε, αντιλαμβάνονταν ότι ο σχετικό «νόμος», όπως ερμηνευόταν από το «ανώτατο διοικητικό δικαστήριο» του ψευδοκράτους, δεν επέτρεπε στην Επιτροπή να προσφέρει αποζημίωση σε φυσικό πρόσωπο, εκτός αν το φυσικό πρόσωπο μπορούσε να αποδείξει ότι ήταν ο νόμιμος κληρονόμος του ατόμου στο οποίο είχε εγγραφεί αρχικώς η ακίνητη περιουσία.
Μετά από συμφωνία που επετεύχθη μεταξύ των δύο πλευρών, στις 17 Απριλίου 2015, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το ύψος της αποζημίωσης για την οικογενειακή κατοικία θα ανέρχονταν σε 190 χιλ. λίρες Αγγλίας ή περίπου €270 χιλ.
Τι αποφάσισε το ΕΔΑΔ
————————-
Αναφορικά με το παράπονο του αιτητή για τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, το Δικαστήριο αποφάνθηκε πως τα τρία χρόνια και οι επτά μήνες που διήρκεσε συνολικά η διαδικασία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράλογο διάστημα, δεδομένων των συνθηκών και της πολυπλοκότητας της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, το ΕΔΑΔ απέρριψε το παράπονο του αιτητή ότι οι διαδικασίες ήταν μακροχρόνιες.
Σε ό,τι αφορά την αναποτελεσματικότητα της Επιτροπής σε σχέση με το αίτημα για αποζημίωση των εμπορικών ακινήτων, το Δικαστήριο ανέφερε ότι δια της απόσυρσης των απαιτήσεών του για τις συγκεκριμένες περιουσίες, ο αιτητής δεν εξάντλησε δεόντως τα κατάλληλα εσωτερικά ένδικα μέσα. Για τον λόγο αυτό, το ΕΔΑΔ κατέληξε στο ότι πρέπει να απορριφθεί αυτό το μέρος της αίτησης.
Σε ό,τι αφορά, τέλος, την καθυστέρηση στην καταβολή της αποζημίωσης, το Δικαστήριο στο Στρασβούργο την απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη.