Ευάλωτες σε μια αιφνίδια αύξηση των επιτοκίων του ευρώ είναι 51 συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης, εξαιτίας της μεγάλης έκθεσής τους σε παράγωγα και των μοντέλων που χρησιμοποιούν για τον υπολογισμό του κινδύνου. Δεδομένου ότι μια αύξηση του κόστους δανεισμού συνεπάγεται αύξηση όχι μόνον των εσόδων των τραπεζών αλλά και των υποχρεώσεών τους, οι τράπεζες θα χρειαστεί να θωρακιστούν αυξάνοντας τα κεφάλαιά τους. Στη διαπίστωση αυτή κατέληξε η ΕΚΤ μετά τον τελευταίο γύρο στρες τεστ που άρχισε τον Φεβρουάριο και μέσω του οποίου εξέτασε τις αντοχές των ευρωπαϊκών τραπεζών στην επιβολή συσταλτικής νομισματικής πολιτικής.
Καθώς μελετά τις κινήσεις της προτού προχωρήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού, η τράπεζα εξέτασε 111 τράπεζες της Ευρωζώνης βάσει υποθετικών σεναρίων, που καλύπτουν από μια αιφνίδια επιβολή περιοριστικής πολιτικής έως το είδος της πιστωτικής ασφυξίας που ακολούθησε την κατάρρευση της Lehman Brothers. Διαπίστωσε ότι στην περίπτωση αύξησης των επιτοκίων κατά 200 μονάδες βάσης, τα έσοδα των τραπεζών από τους τόκους θα αυξηθούν κατά 4,1% φέτος και κατά 10,5% έως το 2019. Αν, αντιθέτως, τα επιτόκια παραμείνουν στα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν στα τέλη του περασμένου έτους και χωρίς να μεσολαβήσει πιστωτική επέκταση, τα έσοδα των τραπεζών από τόκους θα μειωθούν κατά 7,5%. Αυτή η τελευταία διαπίστωση απηχεί τις διαμαρτυρίες ευρωπαϊκών τραπεζών, με προεξάρχουσες τις γερμανικές, ότι τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια της Ευρωζώνης έχουν συμπιέσει τα περιθώρια κέρδους τους.
Το πρόβλημα, όμως, στο οποίο «στέκεται» η ΕΚΤ είναι πως όταν μεταβάλλεται το κόστος του δανεισμού, μεταβάλλεται και η αξία του ενεργητικού και το ύψος των υποχρεώσεων των τραπεζών. Αυτό σημαίνει ότι με την ίδια αύξηση των επιτοκίων κατά 200 μ.β. η αξία του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών θα μειωθεί 2,7% κατά μέσον όρο. Σε ό,τι αφορά τις 51 μεγάλες τράπεζες που αποδεικνύονται ευάλωτες μετά τα τεστ κοπώσεως, η ΕΚΤ υπολογίζει πως μετά την αύξηση των επιτοκίων ενδέχεται να αυξηθούν οι κεφαλαιακές τους ανάγκες κατά 25 μονάδες βάσης.
Κάτι ανάλογο υπολογίζει ότι θα ισχύσει, άλλωστε, και για τις υπόλοιπες 60 από τις 111 τράπεζες που εξέτασε, μολονότι αυτές αποδείχθηκαν επαρκώς θωρακισμένες έναντι μιας αιφνίδιας επιβολής περιοριστικής πολιτικής. Παράλληλα, η ΕΚΤ προειδοποιεί τις ευρωπαϊκές τράπεζες ότι συχνά θεωρούν δεδομένες τις καταθέσεις των πελατών τους, χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους τυχόν μεταβολές που μπορεί να επιφέρουν οι αυξήσεις των επιτοκίων ή η λειτουργία των διαδικτυακών τραπεζών. Εν τω μεταξύ, η ΕΚΤ οδεύει προς μετωπική σύγκρουση με την Ιταλία, καθώς φαίνεται ότι ετοιμάζεται να επεκτείνει και στο 1 τρισ. των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων τούς αυστηρούς κανόνες που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα και αφορούν την κάλυψη των τραπεζών έναντι μη αποπληρωμής αυτών των δανείων. Σύμφωνα με πηγές της ΕΚΤ, που μίλησαν στους Financial Times, «η πλειονότητα των ρυθμιστικών αρχών της Ευρωζώνης εκτιμά ότι πρέπει τα υφιστάμενα κόκκινα δάνεια να αντιμετωπισθούν με τον ίδιο τρόπο όπως και τα μελλοντικά».
Οι επίμαχοι κανόνες έχουν προκαλέσει εντονότατες αντιδράσεις στην Ιταλία, όπου το πρόβλημα των κόκκινων δανείων είναι ιδιαίτερα οξύ. Αν, όμως, επεκταθεί, τελικά, η εφαρμογή τους και στα παλαιά δάνεια, θα ενταθεί η πίεση και στις ελληνικές τράπεζες, που θα πρέπει να αντλήσουν νέα κεφάλαια λόγω του μεγάλου όγκου των κόκκινων δανείων. Οι νέοι κανόνες υπαγορεύουν ένα ενδεχομένως απαγορευτικό ύψος προβλέψεων. Από 1ης Ιανουαρίου πρέπει να φτάνουν στο 100% της αξίας του δανείου, σε αντίθεση με τα παλαιά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, για τα οποία οι προβλέψεις ανέρχονται έως τώρα στο 45% της αξίας τους. Για τα ενυπόθηκα δάνεια, όπως είναι τα στεγαστικά, η ΕΚΤ δίνει στις ευρωπαϊκές τράπεζες τη δυνατότητα να συγκεντρώσουν τα απαιτούμενα κεφάλαια σε διάστημα επτά ετών, για τα δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, το 100% του δανείου πρέπει να συγκεντρωθεί σε διάστημα μόλις δύο ετών.