Εφικτή κρίνει τη συμμετοχή εταιρειών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης στο market test για την πώληση του 40% του λιγνιτικού δυναμικού της ΔΕΗ, ο αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αρμόδιος για την Ενεργειακή Ένωση, κ. Μάρος Σέφκοβιτς.
Στο περιθώριο του συνεδρίου που διοργανώνει το Πανεπιστήμιο Πειραιά και το Greek Energy Forum, υπό την αιγίδα της Κομισιόν, απαντώντας σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων, είπε χαρακτηριστικά: «Νομίζω ότι είναι δυνατό».
Η απάντησή του καταδεικνύει ότι η Κομισιόν πιθανώς δεν θα εγείρει ενστάσεις στη συμμετοχή αμερικανικών ή κινεζικών εταιρειών (που σύμφωνα με πληροφορίες έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον), γεγονός που επιβεβαιώνει και ανώτατο στέλεχος του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Σχολιάζοντας τη δήλωση του ευρωπαίου αξιωματούχου τόνισε ότι εταιρείες από την Κίνα ή τις ΗΠΑ μπορούν να συμμετέχουν στη διαδικασία αρκεί να μην διαπιστωθεί ότι υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων από τη Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp).
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, παρά τα όσα κατά καιρούς ακούγονται, το market test, το οποίο θα αναδείξει και το επενδυτικό ενδιαφέρον για το πακέτο του λιγνιτικού δυναμικού της ΔΕΗ, αναμένεται ότι θα έχει μεγάλη επιτυχία.
Ωστόσο, όπως επεσήμανε, η έναρξη του market test αναμένεται να καθυστερήσει. Αν όπως όλα δείχνουν, η διαπραγμάτευση με την Κομισιόν, για το τελικό «καλάθι» με τις λιγνιτικές μονάδες που θα πουληθούν, κλείσει σε μία εβδομάδα, τότε το market test δεν αναμένεται πριν τον Δεκέμβριο.
Οι προτεραιότητες για την ενεργειακή ασφάλεια
Από την πλευρά του, ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας κ. Γιώργος Σταθάκης, ανοίγοντας την Παρασκευή τις εργασίες του συνεδρίου με τίτλο «Energy Union Future Leaders», αναφέρθηκε στη επιτακτική ανάγκη συνεργασίας για την ενεργειακή ασφάλεια, δεδομένου ότι η κύρια λύση και η λέξη-κλειδί είναι η συνδεσιμότητα.
Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με τον υπουργό, η Ελλάδα εφαρμόζει με επιτυχία, για πρώτη φορά, μια ολοκληρωμένη και μακροπρόθεσμη ενεργειακή στρατηγική, η οποία ενσωματώνει τις κατευθύνσεις που έχουν τεθεί από το Χειμερινό Πακέτο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για τη μετάβαση σε ένα μέλλον καθαρής ενέργειας και την επίτευξη φιλόδοξων στόχων για το 2030. Οι κύριοι τομείς προτεραιότητας, όπως είπε ο κ. Σταθάκης, είναι:
- Η περαιτέρω ενίσχυση του μεριδίου των ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) στο εθνικό ενεργειακό μίγμα. Το 2018 προβλέπεται να γίνουν διαγωνισμοί εγκατάστασης ΑΠΕ, με βάση το νέο θεσμικό πλαίσιο, ισχύος 1 GW που θα φέρουν επενδύσεις περίπου 1,2 δισ. ευρώ σε αιολικά πάρκα.
- Τον επόμενο μήνα θα ξεκινήσει η υλοποίηση προγράμματος για την ενεργειακή απόδοση σε δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, τα οποία ευθύνονται για το 40% της ενεργειακής κατανάλωσης.
- Στο πλαίσιο της κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής, προωθούνται μια σειρά αγωγών και υποδομών, για την ενεργειακή ασφάλεια και τη διαφοροποίηση των οδεύσεων (TAP, IGB, Κάθετος Διάδρομος, EastMed, αναβάθμιση Ρεβυθούσας, πλωτό τέρμιναλ LNG στην Αλεξανδρούπολη).
Άλλωστε, το ζήτημα της ασφάλειας εφοδιασμού βρίσκεται ψηλά στην ενεργειακή ατζέντα της ΕΕ, ιδιαίτερα μετά τις ενεργειακές κρίσεις που έζησε η Ευρώπη το 2006 – 2009, όπως ανέφερε στην ομιλία του ο κ. Σέφκοβιτς.
Σε ανταγωνιστική αγορά το φυσικό αέριο
Τα τελευταία χρόνια, οι Ηνωμένες Πολιτείες, όπως τόνισε ο αμερικανός πρέσβης κ. Τζέφρι Πάιατ, έχουν ως προτεραιότητα τη συνεργασία με τους Ευρωπαίους και ειδικότερα με την Ελλάδα για την ανάπτυξη ασφαλών προμηθειών ενέργειας στην περιοχή μέσω της διαφοροποίησης των πηγών ενέργειας.
Αναφερόμενος στην άφιξη των πρώτων εξαγωγών αμερικανικού LNG στη Λιθουανία και την Πολωνία, επεσήμανε ότι «σηματοδοτεί μια τεκτονική μετατόπιση που συμβαίνει στην αγορά φυσικού αερίου καθώς το LNG των ΗΠΑ αρχίζει να έρχεται στην Ευρώπη».
Σε κάθε περίπτωση ο κ. Πάιατ ανέφερε ότι ο πραγματικός νικητής από τα έργα μεταφοράς αμερικανικού LNG θα είναι ο καταναλωτής, καθώς «η ευρωπαϊκή αγορά αερίου αρχίζει να απολαμβάνει τα οφέλη από τον πραγματικό ανταγωνισμό».
Μάλιστα, όπως είπε χαρακτηριστικά «φυσικά, δεν υπάρχει προσδοκία ότι το LNG των ΗΠΑ ή άλλες πηγές φυσικού αερίου θα υποκαταστήσουν εξ ολοκλήρου τις ρωσικές προμήθειες. Είναι σαφές ότι το ρωσικό αέριο θα συνεχίσει να εξυπηρετεί ένα σημαντικό ποσοστό της ευρωπαϊκής ζήτησης φυσικού αερίου. Ωστόσο, η Ρωσία πρέπει να το πράξει σε μια ανταγωνιστική αγορά».