(Οικειοθελείς παροχές εργοδότη. Διάκριση όταν η παροχή χορηγείται με την «επιφύλαξη ελευθεριότητας» και με «ρήτρας ανακλήσεως». Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη («επιφύλαξη ελευθεριότητας») δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη («ρήτρα ανακλήσεως») γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως)
ΑΠ 1174 / 2017
(ΣΤ, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ)
Περίληψη
Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού, όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, απλά και μόνο επειδή ο ίδιος το θέλει (= εκουσίως, από ελευθεριότητα). Οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως “οικειοθελείς”. Ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγησή τους κατά πάντα χρόνο και, για το λόγο αυτό, ο εργαζόμενος δεν αποκτά αξίωση για την καταβολή τους.
Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως “οικειοθελής”, να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε “επιχειρησιακή συνήθεια” και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ’ ενός του εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφ’ ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ’ αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της.
Η ως άνω (αρ.2) εξέλιξη, όμως, αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την “επιφύλαξη ελευθεριότητας”. Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Οπότε, η χορήγησή της, ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο να παύσει την καταβολή της παροχής.
Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την “επιφύλαξη ελευθεριότητας” έχει η διατύπωση της “ρήτρας ανακλήσεως” κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ’ επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης, όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωσή του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη (“επιφύλαξη ελευθεριότητας”) δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη (“ρήτρα ανακλήσεως”) γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως.
Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ.1 του Συντάγματος και 288 ΑΚ, απορρέει η αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζόμενων που απασχολούνται στον ίδιο εργοδότη. Σύμφωνα με αυτήν, ο εργοδότης, όταν προβαίνει σε οικειοθελή παροχή προς κάποιον εργαζόμενο, οφείλει να μην αποκλείει από αυτήν άλλους εργαζόμενους, οι οποίοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Κατ’ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, λοιπόν, στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος δεν έχει αξίωση για να λάβει την οικειοθελή παροχή, διότι από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες χορηγείται, ούτε επιχειρηματική συνήθεια ούτε σιωπηρή συμφωνία είναι δυνατόν να συναχθεί, διατηρεί τη δυνατότητα να τη διεκδικήσει με την επίκληση ότι αυτή καταβάλλεται σε άλλους εργαζόμενους της ίδιας επιχείρησης, που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες με αυτόν συνθήκες.
Αριθμός 1174/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Β1 Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους δικαστές Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Χριστόφορο Κοσμίδη, Χαράλαμπο Μαχαίρα, Σοφία Καρυστηναίου και Μαρία Νικολακέα, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο κατάστημά του, την 7η Μαρτίου 2017, με την παρουσία και της γραμματέως Ελένης Τσιουρή, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ναυτιλιακής εταιρείας του α.ν. 89/ 1967 με την επωνυμία “… LTD”, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, που εδρεύει στη …, διατηρεί εγκατάσταση στο … και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου ……………, ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσίβλητου: Σ. Γ. του Α., κατοίκου …, που παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου ………………., η οποία κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 17-4-2013 αγωγή του ήδη αναιρεσίβλητου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς. Εκδόθηκαν η 2681/2014 οριστική απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και η 6/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Την αναίρεση της τελευταίας ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 27-6-2016 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
Εισηγητής ορίσθηκε ο Αρεοπαγίτης Χριστόφορος Κοσμίδης.
Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αίτησης, η πληρεξούσια του αναιρεσίβλητου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
1. Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως “περί προστασίας του ημερομισθίου” που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι στη σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση ο εργοδότης είναι υποχρεωμένος να καταβάλλει στον εργαζόμενο, ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας. Πέραν του μισθού, όμως, ενδέχεται κατά τη διάρκεια της συμβάσεως ο εργοδότης να προβαίνει σε διάφορες, πρόσθετες παροχές προς τον εργαζόμενο, σε χρήμα ή σε είδος, τις οποίες δεν χορηγεί από νομική υποχρέωση, αλλά για ποικίλους λόγους ευαρέσκειας ή σκοπιμότητας, απλά και μόνο επειδή ο ίδιος το θέλει (= εκουσίως, από ελευθεριότητα). Οι παροχές αυτές, που δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, αποκαλούνται συνήθως “οικειοθελείς”. Ο εργοδότης μπορεί να διακόψει τη χορήγησή τους κατά πάντα χρόνο και, για το λόγο αυτό, ο εργαζόμενος δεν αποκτά αξίωση για την καταβολή τους.
2. Περαιτέρω, είναι ενδεχόμενο μία παροχή, η χορήγηση της οποίας άρχισε ως “οικειοθελής”, να εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της συμβάσεως εργασίας σε “επιχειρησιακή συνήθεια” και να καταστεί υποχρεωτική. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν η χορήγηση της παροχής επαναλαμβάνεται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα, με τρόπο που από τις δημιουργούμενες συνθήκες να συνάγεται σιωπηρώς η βούληση αφ’ ενός του εργοδότη να τη διατηρήσει στο διηνεκές και αφ’ ετέρου του εργαζόμενου να την αποδέχεται, προσβλέποντας σ’ αυτήν σαν σε μισθολογική παροχή. Οπότε, παράγεται σιωπηρή συμφωνία, από την οποία η μεν παροχή αποκτά μισθολογικό χαρακτήρα, ο δε εργοδότης δεν μπορεί να αποστεί μονομερώς από τη χορήγησή της.
3. Η ως άνω (αρ.2) εξέλιξη, όμως, αποκλείεται να επέλθει, όταν εξ αρχής ο εργοδότης κατέστησε γνωστό στον εργαζόμενο ότι η παροχή χορηγείται με την “επιφύλαξη ελευθεριότητας”. Η επιφύλαξη έχει την έννοια ότι ο εργοδότης χορηγεί μεν την παροχή με τη θέλησή του, αλλά επιφυλάσσει στον εαυτό του το δικαίωμα να τη διακόψει, οποτεδήποτε, μονομερώς και αναιτιολόγητα, όταν και πάλι ο ίδιος το θελήσει. Στην περίπτωση αυτή, ο εργαζόμενος δεν δικαιολογείται να προσβλέπει στη διηνεκή διατήρηση της παροχής. Οπότε, η χορήγησή της, ανεξάρτητα προς το αν παρατείνεται για μακρό χρονικό διάστημα, ούτε επιχειρησιακή συνήθεια ούτε σιωπηρή συμβατική δέσμευση του εργοδότη και αντίστοιχη αξίωση του εργαζόμενου δημιουργεί. Ο εργοδότης, χωρίς να είναι υποχρεωμένος να προβεί σε κάποια πανηγυρική, διαπλαστική δήλωση, μπορεί κατά πάντα χρόνο να παύσει την καταβολή της παροχής.
4. Διαφορετική έννοια και λειτουργία ως προς την “επιφύλαξη ελευθεριότητας” έχει η διατύπωση της “ρήτρας ανακλήσεως” κατά την έναρξη χορήγησης της οικειοθελούς παροχής (ΑΚ 185, 186). Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα ανάκλησης δεν εμποδίζει τη δημιουργία επιχειρησιακής συνήθειας και, κατ’ επέκταση, σιωπηρής συμβατικής δέσμευσης του εργοδότη και αντίστοιχης αξίωσης του εργαζόμενου για την καταβολή της παροχής, όταν αυτή χορηγείται σταθερά και ομοιόμορφα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο εργοδότης, όμως, έχει την ευχέρεια να ανατρέψει την κατάσταση αυτή, ασκώντας με μονομερή, απευθυντέα δήλωσή του το δικαίωμα ανακλήσεως. Η διαφορά μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο ότι στην πρώτη (“επιφύλαξη ελευθεριότητας”) δεν γεννιέται αξίωση του εργαζόμενου για να λάβει την παροχή, ενώ στη δεύτερη (“ρήτρα ανακλήσεως”) γεννιέται τέτοια αξίωση, η οποία απόλλυται για το μέλλον, μετά την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως.
5. Εξ άλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 22 παρ.1 του Συντάγματος και 288 ΑΚ, απορρέει η αρχή της ίσης μεταχείρισης των εργαζόμενων που απασχολούνται στον ίδιο εργοδότη. Σύμφωνα με αυτήν, ο εργοδότης, όταν προβαίνει σε οικειοθελή παροχή προς κάποιον εργαζόμενο, οφείλει να μην αποκλείει από αυτήν άλλους εργαζόμενους, οι οποίοι ανήκουν στην ίδια κατηγορία και παρέχουν εργασία κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Κατ’ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, λοιπόν, στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος δεν έχει αξίωση για να λάβει την οικειοθελή παροχή, διότι από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες χορηγείται, ούτε επιχειρηματική συνήθεια ούτε σιωπηρή συμφωνία είναι δυνατόν να συναχθεί, διατηρεί τη δυνατότητα να τη διεκδικήσει με την επίκληση ότι αυτή καταβάλλεται σε άλλους εργαζόμενους της ίδιας επιχείρησης, που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες με αυτόν συνθήκες.
6. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς δέχθηκε τα εξής ουσιώδη: Ότι, την 1-6-1990, ο ενάγων, εκεί εφεσίβλητος και ήδη αναιρεσίβλητος, προσλήφθηκε από την εναγομένη ναυτιλιακή εταιρία, εκεί εκκαλούσα και ήδη αναιρεσείουσα, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να απασχοληθεί στην υπηρεσία της ως αναλυτής προγραμματιστής. Ότι η σύμβαση εργασίας λύθηκε την 22-11-2012, με καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης. Ότι πριν από την πρόσληψη του ενάγοντος, περί τα τέλη του έτους 1987, η εναγομένη είχε εξαγγείλει προς τους υπαλλήλους της ότι πρόκειται να δημιουργήσει υπέρ αυτών αποθεματικό κεφάλαιο, από το οποίο θα χορηγεί εφ’ άπαξ παροχή στον καθένα από αυτούς, κατά τη λύση της συμβάσεως εργασίας. Ότι, λίγο αργότερα, με το από 20-1-1988 έγγραφό της, η εναγομένη διευκρίνισε “προς πάντα ενδιαφερόμενο” εκ του προσωπικού της ότι α) την παροχή θα δικαιούνται όσοι εργαζόμενοι έχουν καθαρές μηνιαίες αποδοχές ίσες ή μεγαλύτερες από 75.000 δραχμές, β) η δημιουργία του αποθεματικού θα αρχίσει από την 1-2-1988 και θα βαρύνει αποκλειστικά την ίδια, ως εργοδότη, με την έννοια ότι μόνο αυτή θα εισφέρει στο κεφάλαιο, κάθε μήνα και για κάθε εργαζόμενο, ποσό ίσο προς το 10% των καθαρών μηνιαίων αποδοχών αυτού, γ) για το προσωπικό που θα προσληφθεί στο μέλλον, οι εισφορές της θα αρχίζουν την 1η μέρα του αμέσως επόμενου μήνα από την πρόσληψη, δ) η παροχή θα υπολογίζεται σε δωδεκάμηνη βάση (ήτοι, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψη τα επιδόματα εορτών και αδείας) και θα καταβάλλεται στον κάθε δικαιούχο όταν συνταξιοδοτηθεί ή παραιτηθεί ή απολυθεί, με την προϋπόθεση ότι θα έχει παρέλθει πενταετία από την πρόσληψή του και ε) μοναδικός λόγος δημιουργίας του αποθεματικού κεφαλαίου είναι η εκ μέρους της εναγομένης αναγνώριση των υπηρεσιών του προσωπικού της στην επιτυχή εξέλιξη των επιχειρηματικών της συμφερόντων. Ότι με το ίδιο έγγράφο διευκρινίστηκε, ακόμη, ότι “η παροχή δεν αποτελεί μισθό, αλλά δίδεται από ελευθεριότητα και η χορήγησή της μπορεί να διακοπεί από την εναγομένη προσωρινά ή μόνιμα”. Ότι όλα τα παραπάνω είχαν γνωστοποιηθεί στον ενάγοντα κατά την πρόσληψή του και αυτός τα αποδέχθηκε. Ότι με την αποδοχή αυτή, η ως άνω εξαγγελία της εναγομένης, αν και είχε αρχικά το χαρακτήρα της υπόσχεσης οικειοθελούς παροχής, αποτέλεσε στη συνέχεια περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης του ενάγοντος, διότι η υπόσχεση της εναγομένης όχι μόνο δεν ανακλήθηκε από την ίδια, αλλά εκπληρώθηκε διαχρονικά σε πολλές περιπτώσεις υπαλλήλων, που αποχώρησαν εκ της υπηρεσίας της (αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση οι σχετικές παραδοχές, αλλά δεν ενδιαφέρουν εδώ). Ότι ο ενάγων, κατά το χρόνο καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, είχε συμπληρώσει υπηρεσία 22 ετών και πληρούσε τις προϋποθέσεις για να λάβει την παροχή, οπότε κατά την άσκηση της ένδικης αγωγής είχε ληξιπρόθεσμη αξίωση για την καταψήφιση της εναγομένης. Με βάση τις ως άνω ουσιαστικές παραδοχές, το μονομελές εφετείο απέρριψε ως αβάσιμο το συναφή λόγω έφεσης της εναγομένης και ήδη αναιρεσείουσας και με τον τρόπο αυτό επικύρωσε την 2681/2014 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που είχε κρίνει ομοίως και είχε κάνει δεκτή την από 16-4-2013 αγωγή στο σύνολό της, ως προς την κυρία βάση αυτής εκ της σιωπηρής δημιουργίας συμβατικής δεσμεύσεως της εναγομένης προς διαρκή καταβολή της αρχικώς οικειοθελούς εφ’ άπαξ παροχής προς τους εργαζόμενους της επιχείρησής της, επιδικάζοντας στον ενάγοντα το ποσό των 91.728,15 ευρώ.
7. Με την κρίση αυτή, το Μονομελές Εφετείο Πειραιώς παραβίασε τις ουσιαστικές διατάξεις που κατά περιεχόμενο αναλύονται στις προηγηθείσες σκέψεις, με εσφαλμένη υπαγωγή σ’ αυτές των πραγματικών περιστατικών, τα οποία δέχθηκε ως αποδειχθέντα. Ειδικότερα, αν και δέχθηκε ότι η εναγομένη, κατά την εξαγγελία της δημιουργίας του αποθεματικού κεφαλαίου, είχε διευκρινίσει προς πάντα ενδιαφερόμενο ότι η εκ του κεφαλαίου αυτού εφ’ άπαξ παροχή “δεν έχει μισθολογικό χαρακτήρα, αλλά χορηγείται από ελευθεριότητα και μπορεί να διακοπεί από την εναγομένη προσωρινά ή μόνιμα”, ήτοι μονομερώς και κατά πάντα χρόνο, υπήγαγε τη δήλωση αυτή στην έννοια της “ρήτρας ανακλήσεως” (παραπάνω, αρ.4), ενώ ήταν σαφές ότι επρόκειτο για “επιφύλαξη ελευθεριότητας” (παραπάνω, αρ.3). Γι’ αυτό και στη συνέχεια συνήγαγε σιωπηρή συμβατική δέσμευση της εναγομένης ως προς τη χορήγηση της παροχής, η οποία μόνο με την άσκηση του δικαιώματος ανακλήσεως θα μπορούσε να αρθεί, ενώ στην πραγματικότητα έπρεπε να κρίνει ότι η γενομένη επιφύλαξη ελευθεριότητας απέκλειε τη σιωπηρή κατάρτιση οποιασδήποτε συμφωνίας και την εξ αυτής δημιουργία αξιώσεως υπέρ του ενάγοντος. Επομένως, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως, με τον οποίο επισημαίνεται η ως άνω παραβίαση και προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η αναιρετική πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος.
8. Σύμφωνα με τις σκέψεις αυτές, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Μετά την αναίρεση αναβιώνει η εκκρεμοδικία επί της εφέσεως. Στο εφετείο, κατόπιν εφέσεως της εναγομένης, εκεί εκκαλούσας και ήδη αναιρεσείουσας ναυτιλιακής εταιρίας, είχε μεταβιβασθεί η υπόθεση στο σύνολό της, διότι η αγωγή είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως προς την κυρία βάση αυτής και η εκκαλούσα επιδίωκε την απόρριψή της. Από τις αιτιολογίες, που αναφέρθηκαν κατά την έρευνα του λόγου αναιρέσεως, που ευδοκίμησε, προκύπτει ότι ως προς την κυρία βάση αυτής η αγωγή είναι μη νόμιμη. Επομένως, δεν απαιτείται περαιτέρω έρευνα και, μετά την αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από τον Άρειο Πάγο, να γίνει δεκτή η έφεση κατά παραδοχή του λόγου που αναφέρεται στη νομική βασιμότητα της κυρίας βάσεως της αγωγής, να εξαφανισθεί η απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και να απορριφθεί η αγωγή ως προς τη βάση αυτή. Περαιτέρω, στην αγωγή υπάρχει και επικουρική βάση (σελ.4 και 5), σύμφωνα με την οποία ο ενάγων ζητεί την καταβολή της ίδιας εφ’ άπαξ παροχής κατ’ εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων, υπό τα εκεί εκτιθέμενα, πρόσθετα, πραγματικά περιστατικά. Την εν λόγω επικουρική βάση δεν ερεύνησαν τα δικαστήρια της ουσίας, διότι η αγωγή είχε ευδοκιμήσει κατά παραδοχή της κυρίας βάσεως αυτής. Επομένως, πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του μονομελούς εφετείου, συγκροτούμενου από άλλο δικαστή, προκειμένου να ερευνηθεί από νομική και ουσιαστική άποψη η μη εξετασθείσα βάση (ΚΠολΔ 580 παρ.3). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου των διατάξεων που εφαρμόσθηκαν και δη ως προς τη διάκριση μεταξύ επιφύλαξης ελευθεριότητας και ρήτρας ανακλήσεως (ΚΠολΔ 176, 183 και 191 παρ.2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την 6/2016 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς.
Δικάζοντας εκ νέου επί της εφέσεως και Δεχόμενο αυτήν.
Εξαφανίζει την 2681/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Απορρίπτει την ένδικη, από 16-4-2013 αγωγή ως προς την κυρία βάση αυτής.
Παραπέμπει την υπόθεση ως προς την έρευνα της επικουρικής βάσεως της αγωγής στο ίδιο δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή. -Και
Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τα έξοδα της αναιρετικής δίκης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 30η Μαΐου 2017. -Και
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 29η Ιουνίου 2017.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ