Δυσοίωνες είναι οι προβλέψεις για τη δημογραφική εξέλιξη του ελληνικού πληθυσμού σύμφωνα με μελέτη του καθηγητή Δημογραφίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Βύρωνα Κοτζαμάνη, ο οποίος μίλησε στο Αθηναϊκό και Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Ο κ. Κοτζαμάνης, θεωρεί δεδομένη τη μείωση του πληθυσμού στις επόμενες δεκαετίες και προβλέπει ότι στην Ελλάδα μετά από 35 έτη θα κατοικούν από 10,4 εκατομμύρια έως 9,5 εκατομμύρια άνθρωποι, ενώ η δημογραφική γήρανση θα είναι διαρκώς αυξανόμενη, καθώς το φαινόμενο όχι μόνο δε ανακόπτεται αλλά θα βαίνει αυξανόμενο με την πάροδο των ετών.
«Η μείωση του συνολικού μόνιμου πληθυσμού της Ελλάδας την επόμενη τριακονταπενταετία αναμένεται να είναι – ανεξαρτήτως σεναρίων- συνεχής, αν και με διαφοροποιημένους, ανά σενάριο και περίοδο, ρυθμούς. Ειδικότερα, στο τέλος της επόμενης εικοσαετίας (2035) ο πληθυσμός μας θα κυμανθεί, αναλόγως των υιοθετούμενων σεναρίων από 10,4 (μέγιστο, το ευνοϊκότατο σενάριο) έως 9,5 εκατ. (ελάχιστο) έναντι 10,9 εκατ. το 2015, ήτοι μείωση από 0,45 έως και 1,4 εκατ. σε απόλυτες τιμές (και σε ποσοστά κατά 4,1 -12,4% σε σχέση με το 2015). Το 2050 ο πληθυσμός μας θα κυμανθεί, αναλόγως πάντοτε των σεναρίων από 10,0 (μέγιστο) έως 8,3 εκατ. (ελάχιστο) έναντι 10,9 εκατομ. το 2015, ήτοι μείωση σε απόλυτες τιμές από 0,9 έως και 2,4 εκατ. (7,5 έως 23,5 % σε σχέση με το 2015). Τα φυσικά ισοζύγια (γεννήσεις – θάνατοι) ανεξαρτήτως σεναρίων αναμένεται να είναι – αν και με διακυμάνσεις – αρνητικά την επόμενη τριακονταπενταετία, καθώς οι θάνατοι θα είναι σταθερά περισσότεροι από τις γεννήσεις, τα δε μεταναστευτικά ισοζύγια (είσοδοι-έξοδοι) από αρνητικά θα μετατραπούν πιθανότατα σε ελαφρώς θετικά μετά το 2025. Παρόλη όμως αυτή την αλλαγή του προσήμου τους στα τέλη της επόμενης δεκαετίας, το τελικό αποτέλεσμα της ζυγαριάς θα είναι αρνητικό, με αποτέλεσμα την μείωση του πληθυσμού μας» τονίζει ο κ. Κοτζαμάνης.
Όπως τονίζει, εκτός από την μείωση του συνολικού πληθυσμού, σημαντικές αλλαγές αναμένονται και στην κατανομή του ανά ηλικία.
«Ειδικότερα, η μέση ηλικία από 43,45 έτη το 2015 αναμένεται να αυξηθεί το 2035 κατά 3,6 έως 4,5 έτη, και το 2050 από 3,7 έως 5,5 έτη. Μεγαλύτερη παράλληλα αύξηση θα έχει η διάμεσος ηλικία (η ηλικία δηλ. που χωρίζει τον πληθυσμό μας σε δυο ισοπληθή τμήματα) καθώς από 44 σχεδόν έτη το 2015 θα αυξηθεί κατά 5,5 έως 7,1 έτη το 2050. Έτσι, το 2035 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πληθυσμό (21% και 2,8% το 2015) αναμένεται να κυμανθεί από 27,9% -27,2% για τους πρώτους και από 4,1%- 4,5% για τους δεύτερους, ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών και 0-18 ετών) από 11,0% έως 12,4% για τους πρώτους και 15,8% – 14,2% για τους δεύτερους αντίστοιχα. Το δε 2050 το ποσοστό των > 65 ετών και των >85 ετών στον συνολικό πάντοτε πληθυσμό (21,0 και 2,8% το 2015) αναμένεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο (33,1% -30,3% για τους πρώτους και 6,5%-4,9% για τους δεύτερους), ενώ τα ποσοστά των νέων (0-14 ετών ή ακόμη των 0-18 ετών), πάντα αναλόγως των σεναρίων θα κυμανθούν από 14,8% έως 12,0% για τους πρώτους και 19% – 15,4% για τους δεύτερους αντίστοιχα».
«Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί στο πλαίσιο αυτό και η ταχύτερη αύξηση των ατόμων ηλικίας 85+ (των «υπερηλίκων») σε σχέση με αυτήν των 65 ετών και άνω Το πλήθος των 85+ που δεκαπλασιάσθηκε σχεδόν ανάμεσα στο 1951 και το 2015, αναμένεται εκ νέου να παρουσιάσει μια σημαντική αύξηση την επόμενη τριακονταπενταετία (κατά +106 έως +45,6% αναλόγως των σεναρίων). Θα υπάρξει επομένως μια σημαντική γήρανση όχι μόνον του συνολικού πληθυσμού, αλλά και των 65+ ετών (δηλαδή “μια γήρανση μέσα στην γήρανση”)» προσθέτει ο καθηγητής Δημογραφίας.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η δημογραφική γήρανση όχι μόνον δεν ανακόπτεται, αλλά οι ρυθμοί της αναμένεται να επιταχυνθούν την επόμενη τριακονταπενταετία. Έτσι, επισημαίνει, «ενώ το ποσοστό των 65+ ετών αυξήθηκε από 13% το 1980 στο 21% το 2015 (+8% σε μια τριακονταπενατετία), αναμένεται να αυξηθεί εκ νέου, ανάλογα με τα σενάρια κατά 6,5 – 7,0% ανάμεσα στο 2015 και το 2035 και κατά 9,5- 12,5% ανάμεσα στο 2015 και το 2050. Η αύξηση αυτή οφείλεται, κυρίως, σε όλα τα σενάρια, στην προοδευτική είσοδο τα επόμενα 35 έτη στην ηλικιακή ομάδα των 65 ετών και άνω, αφενός μεν των Ελλήνων που ανήκουν στις πολυπληθείς σχετικά γενεές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου (1950-1980, 150 χιλ. γεννήσεις ετησίως κατά μέσο όρο), αφετέρου δε των αλλοδαπών εκείνων που εγκαταστάθηκαν στην χώρα μας μετά το 1990 και θα παραμείνουν σε αυτήν, καθώς και αυτοί, στην μεγάλη τους πλειοψηφία, έχουν γεννηθεί, την περίοδο 1965-1985».
«Οφείλουμε τέλος να επισημάνουμε ότι οι αναμενόμενες μεταβολές των πληθυσμιακών δομών (ιδιαίτερα δε μέχρι το 2035) καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από το μέγεθος και την δομή του πληθυσμού μας σήμερα (2015). Οι γυναίκες π.χ. που θα διανύσουν τις επόμενες δύο δεκαετίες ευρισκόμενες στις πλέον αναπαραγωγικές τους ηλικίες (25-40 ετών) έχουν ήδη γεννηθεί, γνωρίζουμε με ακρίβεια το πλήθος τους και κατ’ επέκταση μπορούμε να εκτιμήσουμε -κάνοντας κάποιες υποθέσεις για την γονιμότητά τους – τις γεννήσεις τους. Γνωρίζουμε επίσης με σχετική ακρίβεια και το πλήθος των ατόμων τα οποία την περίοδο 2016-2035 θα βρεθούν σε ηλικίες υψηλής θνησιμότητας (το πλήθος δηλαδή των ατόμων που θα είναι άνω των 50 ετών) και επομένως δυνάμεθα να εκτιμήσουμε και τον αναμενόμενο συνολικό αριθμό θανάτων καθώς πάνω από το 90% των θανάτων ετησίως οφείλονται στα άτομα των ηλικιών αυτών. Η συρρίκνωση του συνολικού πληθυσμού που καταγράφεται σε όλα τα σενάρια και η συνεχιζόμενη γήρανσή του προφανώς αναμένεται να έχουν άμεση επίπτωση και στον πληθυσμό εργάσιμης ηλικίας ο οποίος φθίνει συνεχώς» αναφέρει ο κ. Κοτζαμάνης και εξηγεί:.
«Ειδικότερα, από 7,0 εκατ. το 2015, οι 15-64 ετών αναμένεται το 2035 να κυμανθούν από 5,8 έως 6,3 εκατ., οι δε 20-69 ετών (7,1 εκατ. το 2015) στα αντίστοιχα σενάρια από 6,6 έως 6,1 εκατ. Στο τέλος δε της περιόδου των προβολών μας (2050) οι μεν 15-64 ετών θα κυμανθούν από 4,6 έως 5,5 εκατ., οι δε 20-69 ετών από 4,8 έως 5,7 εκατ. Κατ’ επέκταση, ανεξαρτήτως σεναρίων, το πλήθος των ατόμων αυτών θα μειωθεί ενώ το ειδικό τους βάρος θα συρρικνωθεί. Ειδικότερα, το 2035 το ποσοστό των 15-64 στο συνολικό πληθυσμό (65% το 2015), θα κυμανθεί από 60,2 έως 61,4% και 15 χρόνια μετά (το 2050) από 54 έως 56,5%). Ταυτόχρονα, οφείλουμε να τονίσουμε ότι η μείωση του πλήθους των ατόμων εργάσιμης ηλικίας στη διάρκεια της επόμενης τριακονταπενταετίας επιταχύνεται σε όλα τα σενάρια μετά το 2030».
Ερωτηθείς για τους λόγους στους οποίους οφείλεται αυτή η επιτάχυνση, λέει:
«Η επιτάχυνση αυτή οφείλεται κυρίως σε δυο λόγους: στην προοδευτική είσοδο στην ομάδα του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας (του πληθυσμού δηλαδή 15-64 ετών ή ακόμη των 20-69 ετών) των ολιγοπληθών γενεών >2010 (των ατόμων δηλαδή που γεννήθηκαν και θα γεννηθούν μετά το 2010) και στην προοδευτική έξοδο από την ίδια μεγάλη ηλικιακή ομάδα των πολυπληθέστερων γενεών της περιόδου 1960-1975. Η απρόσκοπτη αυτή μείωση θα επηρεάσει προφανώς και τον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (4,7 εκατ. το 2015), ο οποίος πιθανότατα το 2035 θα υπολείπεται αυτού του 2015, αναλόγως των σεναρίων, κατά 0,5-1 εκατ., το δε 2050 κατά 1,1-1,7 εκατ. Οι προαναφερθείσες εξελίξεις είναι δυνατόν μερικώς και μόνον να αμβλυνθούν στην περίπτωση που τα ανά ηλικία ποσοστά συμμετοχής του πληθυσμού παραγωγικής – εργάσιμης ηλικίας στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό αυξηθούν. Οι αναμενόμενες μεταβολές τόσο του μεγέθους όσο και της κατανομής του συνολικού πληθυσμού μας ανά ηλικία και, προφανώς, η αναμενόμενη μείωση και του πληθυσμού εργάσιμης ηλικίας ενδιαφέρουν όλους μας ιδιαίτερα όμως όσους έχουν την ευθύνη διαμόρφωσης πολιτικών σε ευρύ φάσμα πεδίων, καθώς η μεταβλητή «πληθυσμός» δεν είναι πλέον δυνατόν να μην λαμβάνεται υπόψη στην χάραξη των πολιτικών αυτών».