Κατά 74% έχουν περικοπεί οι αποδοχές – Από 1.450 ευρώ έως 1.675 καθαρά στους προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων
Νέος δικαστικός μαραθώνιος κύκλος προσφυγών και δικών αρχίζει την Τρίτη στο Μισθοδικείο και όχι μόνο για τις νέες περικοπές στις συντάξεις άνω των 2.000 ευρώ των δικαστών, εισαγγελέων και μελών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Η συνολική περικοπή στις εν λόγω συντάξεις, με βάση την εφαρμογή των μνημονίων αλλά και του άρθρου 13 του νόμου 4387/2016, έγινε περίπου σε ποσοστό 74%. Μόνο οι νέες περικοπές των συντάξεων κατ’ επιταγή του νέου ασφαλιστικού νόμου 4387/2016 ανέρχονται σε ποσοστό 40%.
Με τα νέα δεδομένα η μηνιαία σύνταξη των προέδρων των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας μειώθηκε. Σήμερα το καθαρό ποσό των συντάξεων των προέδρων κυμαίνεται (ανάλογα με τα χρόνια προϋπηρεσίας) από 1.450 έως 1.675 ευρώ. Κατά συνέπεια, ανάλογα μεγάλες είναι και οι μειώσεις στις συντάξεις των δικαστών στους κατώτερους βαθμών, καθώς τηρείται η πυραμιδική ιεραρχία στις αποδοχές των δικαστών.
Την Τρίτη, λοιπόν, αναμένεται να συζητηθεί η αίτηση του πρώην αντιπροέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου Αγγελου Νταή, η οποία κατατέθηκε στο Μισθοδικείο την 1η Οκτωβρίου.
Παράλληλα την Παρασκευή, ο πρώην πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου Νικόλαος Αγγελάρας κατέθεσε ανάλογη αγωγή στο Μισθοδικείο.
Μέσα στις επόμενες ημέρες ο πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Γεώργιος Παναγιωτόπουλος θα καταθέσει ανάλογη αγωγή στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Επίσης, αγωγές στο Μισθοδικείο θα καταθέσουν μέσα στην εβδομάδα ο πρόεδρος και η γενική γραμματέας της Ενωσης Συνταξιούχων Δικαστικών Λειτουργών και Λειτουργών του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Σταμάτιος Γιακουμέλος και Αγγελική Σμυρνιού. Οι νέες αγωγές που θα κατατεθούν, σύμφωνα με πληροφορίες, θα εκδικαστούν στο Μισθοδικείο μέσα στον Δεκέμβριο.
Τόσο ο κ. Παναγιωτόπουλος όσο και ο κ. Αγγελάρας εκπροσωπήθηκαν και στα δύο εν λόγω δικαστήρια από τον καθηγητή της Νομικής Σχολής Αθηνών, δικηγόρο Χαράλαμπο Χρυσανθάκη.
Οι δικαστικοί λειτουργοί στις αγωγές τους επικαλούνται σωρεία νομικών επιχειρημάτων κατά των μειώσεων στις συντάξεις τους.
Ζητούν να ακυρωθεί ο νόμος 4387/2016 ως αντίθετος σε πολλές διατάξεις του Συντάγματος καθώς και στις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές: 1) της ισότητας ενώπιον του νόμου και της ισότητας στα δημόσια βάρη, 2) της αναλογικότητας, 3) της ανταποδοτικότητας, 4) της ασφάλειας δικαίου και 5) της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του κράτους προς τους πολίτες.
Παράλληλα, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι μειώσεις στις συντάξεις των δικαστών παραβιάζουν το πρώτο πρόσθετο πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που προστατεύει την περιουσία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνονται τόσο ο μισθός όσο και η σύνταξη.
Οι νέες περικοπές των συντάξεων δεν είναι μόνο αντίθετες στις συνταγματικές επιταγές, αλλά και στη νομολογία των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας, που προβλέπουν ότι οι συντάξεις πρέπει να είναι στο ύψος του 80% των αποδοχών των εν ενεργεία συναδέλφων τους, ανάλογα με τον βαθμό που κατείχαν κατά την ημέρα αποχώρησής τους από το δικαστικό σώμα.
Σε άλλο σημείο των αγωγών τους υπογραμμίζεται ότι οι συνταγματικές επιταγές των άρθρων 2, 17, 25, 28, 87 και 88 παραβιάστηκαν κατάφωρα κατά τη θέσπιση των διατάξεων του νόμου 4387/2016 με τη νέα μείωση στις συντάξεις τους, η οποία καθιστά και δυσανάλογη τη συμμετοχή τους στα δημόσια βάρη, από την άποψη της ισοτιμίας των πολιτών.
Εξάλλου, προσθέτουν, το άρθρο 26 του Συντάγματος καθιστά τη δικαστική εξουσία ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο εξουσίες.
Οι περικοπές των συντάξεων, υπογραμμίζουν οι πρώην δικαστικοί λειτουργοί, υπερβαίνουν τα όρια που θέτουν οι συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη και οι συντάξεις δεν μπορεί να είναι κατώτερες του 80% των αποδοχών των εν ενεργεία δικαστικών λειτουργών.
Τέλος, επικαλούνται τη νομολογία της Ολομέλειας του ΣτΕ και υπογραμμίζουν ότι η περικοπή δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί τον συνταγματικό πυρήνα «του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, δηλαδή τη χορήγηση στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζονται παράλληλα τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού βίου».