Μονομελές Εφετείο Πατρών 237/2017 (Α’ Δημοσίευση: legalews24.gr): Ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων. Απαίτηση προερχόμενη από δημόσια διοικητική σύμβαση. Ανατροπή πρωτόδικης απόφασης που επικύρωσε τη διαταγή πληρωμής. (δικαστής: Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτης, δικηγόροι: Βασιλική Φλώρου, Μιχαήλ Μοσχονάς)
“Το ανακόπτον και ήδη εκκαλούν νπδδ με την επωνυμία Περιφέρεια Ιονίων Νήσων με την από 21.1.2013 ανακοπή του κατά της με αριθμό 3/2012 διαταγής πληρωμής της Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας ζήτησε την ακύρωση της, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους δηλαδή την έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, καθόσον, όπως εξέθετε, η απαίτηση από την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής προέρχεται από δημόσια διοικητική σύμβαση και δη δημοσίου έργου και ότι επομένως δεν μπορούσε για την αιτία αυτή να εκδοθεί διαταγή πληρωμής την τοκοδοσία και τη δυνατότητα εκτέλεσης σε βάρος της περιφέρειας που συνιστά νπδδ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε όλους τους προαναφερόμενους λόγους και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη το εκκαλούν νπδδ και ζητεί την εξαφάνιση της για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου, προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή του και να εξαφανιστεί η ανακοπτόμενη διαταγή.
Κατά την διάταξη του άρθρου 94 παρ.1 και 3 του Συντάγματος “η εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας ανήκει στα υφιστάμενα διοικητικά δικαστήρια. Από τις διαφορές αυτές όσες δεν έχουν ακόμα υπαχθεί στα δικαστήρια αυτά πρέπει να υπαχθούν υποχρεωτικά στη δικαιοδοσία του μέσα σε πέντε έτη από την ισχύ του Συντάγματος. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί με νόμο. Μέχρι να υπαχθούν στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια και οι υπόλοιπες ουσιαστικές διοικητικές διαφορές, είτε στο σύνολο είτε κατά κατηγορίες, εξακολουθούν να υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια, εκτός από εκείνες για τις οποίες ειδικοί νόμοι συνέστησαν ειδικά διοικητικά δικαστήρια στα οποία τηρούνται οι διατάξεις των παραγράφων 2 έως 4 του άρθρου 93. Στα πολιτικά δικαστήρια, υπάγονται άλες οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας που τους ανατίθεται με νόμο”.
Εξ άλλου κατά την διάταξη του άρθρου 1 παρ.2 εδ.Γ του ν 1406/1983, που άρχισε να ισχύει στις 11 Ιουνίου 1985, στις διοικητικές διαφορές ουσίας περιλαμβάνονται και οι διαφορές που αναφύονται από τις διοικητικές συμβάσεις. Τέλος κατά το άρθρον 9 παρ.1 του ίδιου νόμου η εκδίκαση των διαφορών του άρθρου 1 από τα διοικητικά δικαστήρια αρχίζει : α) δια τις διοικητικές διαφορές των περιπτώσεων α, β και γ της παρ.2 του άρθρου 1 από την έναρξη της ισχύος του νόμου αυτού, β) δια τις διοικητικές διαφορές των περιπτώσεων δ,ε,στ και ζ από 11.6.1984 και δια τις λοιπές διοικητικές διαφορές από 11 Ιουνίου 1985.
Κατά την παρ. 2 δια την εφαρμογή των διατάξεών της προηγουμένης παραγράφου λαμβάνεται υπ’ όψιν ο χρόνος, κατά τον οποίον εξεδόθη η διοικητική πράξη ή συντελέστηκε η παράλειψη ή ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Ειδικά με την διάταξη της παρ.1 του άρθρου 1 του ν. 1406/1983 υπήχθησαν εις δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, προς εκπλήρωση της εκ του άρθρου 94 παρ.1, του ισχύοντος Συντάγματος υποχρεώσεως υπαγωγής των διοικητικών διαφορών ουσίας εις τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, όλες οι διοικητικές διαφορές ουσίας, οι οποίες δεν είχαν μέχρι τότε υπαχθεί σε αυτά, ειδικώς δε οι κατά την παρ.2 του ίδιου άρθρου 1 διαφορές, εις τις οποίες περιλαμβάνονται και εκείνες που αναφύονται από διοικητικές συμβάσεις (εδαφ.Γ), δηλαδή από διμερείς πράξεις., στις οποίες το δημόσιον ή άλλο ΝΠΔΔ συμβάλλεται ως φορέας δημόσιας εξουσίας. Η ρύθμιση των συμβάσεων αυτών προσδιορίζεται εντόνως από τον δημόσιον χαρακτήρα του επιδιωκόμενου σκοπού, χάριν του οποίου παρέχεται εις το κράτος ή το ΝΠΔΔ δυνατότης μονομερούς επεμβάσεως εις τον συμβατικό δεσμό και εξασφαλίζεται υπέρ αυτού θέση υπερέχουσα έναντι του αντισυμβαλλομένου ιδιώτη. Τέτοιες διμερείς πράξεις από τις οποίες δημιουργούνται διοικητικές και όχι ιδιωτικές διαφορές, αποτελούν και οι συμβάσεις μετά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, όταν εις αυτές ενσωματώνονται όροι κατά παρέκκλιση του κοινού αστικού δικαίου, ως λ.χ. εκείνες οι οποίες θεσμοθετούν δικαίωμα του Δημοσίου ή του ΝΠΔΔ να προβαίνει με μονομερείς ενέργειες και άνευ της παρεμβάσεως του Δικαστηρίου, την επιβολή κυρώσεων κατά του αντισυμβληθέντος, όπως να κηρύξει εκπτώτου από τη σύμβαση τον αντισυμβαλλόμενο, ή κατάπτωση της κατατεθείσης εγγυήσεως ή καταψήφιση ποινικής ρήτρας εις βάρος του, αποκλεισμός προμηθευτού κλπ. (ΑΠ 911/1999 ΕΕΝ 2000,740, ΕΑ 494/1999 Δνη 41,156, ΕΑ 2257/1994 Δνη 36,666).
Από τις άνω διατάξεις συνάγεται επί πλέον και ότι από πλευράς διαχρονικού δικαίου κρίσιμος δια τον καθορισμό της δικαιοδοσίας των πολιτικών ή διοικητικών δικαστηρίων είναι για τις διαφορές που γεννώνται από διοικητική σύμβαση ο χρόνος στον οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Ειδικότερα οι αξιώσεις και γενικώς οι διαφορές, οι οποίες γεννήθηκαν από τις ανωτέρω συμβάσεις υπάγονται εις την δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων εφ’ όσον εις την συγκεκριμένη περίπτωσιν η αξίωση γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη μετά την 11 Ιουνίου 1985, άλλως υπάγονται εις την δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 1038/1996, δημ. νόμος).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως το εκκαλούν νπδδ εκθέτει ότι βάσει εγγράφων εκδόθηκε σε βάρος του από τη Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Κεφαλληνίας η ανακοπτόμενη με αριθμό 3/2012 διαταγή πληρωμής ποσού 77.219,99 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων που αφορά αμοιβή της καθ ής η ανακοπή ήδη εφεσίβλητης από τη σύμβαση παροχής εξειδικευμένων επιστημονικών υπηρεσιών …., δηλαδή αμοιβή από δημόσιο έργο σε εκτέλεση γνήσιας διοικητικής συμβάσεως και ότι με τον πρώτο λόγο της εμπρόθεσμης από 17/21.1.2013 ανακοπής του ζήτησε την ακύρωση της διαταγής πληρωμής λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων για επίλυση της ενδίκου διαφοράς και συνακόλουθα για το λόγο αυτό για εσφαλμένη έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής υπέρ απαιτήσεως που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σφάλλοντας το λόγο αυτό κρίνοντας ότι διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί από πολιτικό δικαστή ακόμη και επί απαιτήσεως προερχόμενης από διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, χωρίς να παραβιάζεται η συνταγματικά προβλεπόμενη διάκριση των δικαιοδοσιών αφού η διαταγή πληρωμής συνιστά εκτελεστό τίτλο για την έκδοση του οποίου ισχύουν συγκεκριμένοι όροι διαφορετικοί από τους αντίστοιχους για την έκδοση δικαστικής απόφασης μετά την ουσιαστική διάγνωση τη διαφοράς σύμφωνα με τους κατάλληλους κανόνες δικαιοδοσίας και ουσιαστικού δικαίου και επικύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Ακολούθως το εκκαλούν ανακόπτον παραπονείται δια της υπό κρίσιν εφέσεως δι’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της ανακοπής.
Πράγματι υφίσταται διχογνωμία στη νομολογία για το αν η έλλειψη δικαιοδοσίας δικαιολογεί την ακύρωση της διαταγής πληρωμής ακριβώς λόγω ελλείψεως δικαιοδοσίας του οργάνου της πολιτικής δικαιοσύνης (ήτοι του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου) να εκδώσει διαταγή πληρωμής υπέρ απαιτήσεως, την οποίαν ο νόμος δεν υπάγει εις τα προβλεπόμενα υπό του ΚΠολΔ Δικαστήρια, με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορούν αυτά να ελέγξουν την νομιμότητα της ενεργείας του, κατά τις διατάξεις του ΚΠολΔ (βάσει του οποίου άλλωστε λειτουργεί ο άνω δικαστής) ή εάν η τοιαύτη έλλειψη δικαιοδοσίας απλώς επάγεται απόρριψη της ανακοπής και, με συνέπεια το απρόσβλητο της διαταγής πληρωμής.
Υποστηρίχθηκε ότι είναι δυνατή η έκδοση διαταγής πληρωμής και για απαίτηση που πηγάζει από γνήσια διοικητική σύμβαση εκ της οποίας προέρχεται διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη εις την δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, με το επιχείρημα, ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής δεν υπάγεται εις την “δικαιοδοσία” ουδενός δικαστηρίου, άρα ούτε εις την δικαιοδοσία των πολιτικών ή των διοικητικών δικαστηρίων) διότι η διαταγή πληρωμής εκδίδεται όχι από το δικαστήριο, αλλά τον δικαστή αυτού (αρθρ.625,627- 630,904 παρ.2 εδ.ε’ ΚΠολΔ), ως δικαστικό λειτουργό ατομικώς και όχι υπό την ιδιότητα της συγκροτήσεως δικαστηρίου.
Η άποψη αυτή, παρά την έλλειψη νομοθετικής πρόβλεψης, κατέληξε στο ότι η ανακοπή κατά τοιαύτης διαταγής πληρωμής θα εκδικασθεί από τα αρμόδια τακτικά διοικητικά δικαστήρια, διότι “η ανακοπή δημιουργεί εκκρεμοδικία… και αυτή” (μη υφισταμένη) “θα πρέπει να καθιδρυθεί ενώπιον των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, στη δικαιοδοσία των οποίων υπάγεται η δεσμευτική διάγνωση της χρηματικής αξίωσης για χάρη της οποίας έχει εκδοθεί η ήδη ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής”. Η άποψη αυτή, υποστηρίχθηκε από τον Κ.Μπέη Δ 28,506 επ., “Διαταγή Πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις εναντίον του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου” σε μια προσπάθεια να καλυφθεί νομολογιακά το κενόν κτήσεως τοιούτου εκτελεστού τίτλου κατά του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.
Πέραν όμως της ελλείψεως σχετικής διατάξεως ο ΚΠολΔ δια του άρθρου 633 παρ.1 επιτάσσει, όταν απορρίπτεται η ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής να προβαίνει το Δικαστήριο σε επικύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Μια τέτοια όμως επικύρωση σημαίνει ότι το πολιτικό Δικαστήριο επιβεβαιώνει την ισχύ της διαταγής πληρωμής πράγμα αδιανόητο επί της ελλείψεως δικαιοδοσίας η οποία κατ’άρθρ. 1 ΚΠολΔ απαγορεύει εις τα Πολιτικά Δικαστήρια να επιληφθούν της διαφοράς.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 630 περ. στ Κ.Πολ.Δ. επιβάλλεται να αναγράφεται στη διαταγή πληρωμής η υπόμνηση, ότι αύτη υπόκειται εις την εντός της δεκαπενθημέρου προθεσμίας του άρθρου 632 ΚΠολΔ ανακοπή. Επομένως απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδοθεί η διαταγή πληρωμής για χρηματική απαίτηση είναι η δυνατότητα του οφειλέτη να ασκήσει ανακοπή και με την έκδοση επομένως διαταγής πληρωμή για χρηματική απαίτηση από γνήσια διοικητική σύμβαση και χωρίς να έχει προηγηθεί διαδικασία ενώπιον των αρμόδιων διοικητικών δικαστηρίων και την κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης δημιουργεί ένα ανεξέλεγκτο μόρφωμα αφού τα μεν πολιτικά Δικαστήρια θα αρνούνται να την ακυρώσουν δι’έλλειψη δικαιοδοσίας, τα δε διοικητικά θα αρνούνται να την ακυρώσουν διότι, διαταγή πληρωμής αυτή, κείται εκτός των πλαισίων του νομικού συστήματος, εντός του οποίου λειτουργούν δεν δύνανται να επιληφθούν της κατ’ αυτής ανακοπής ελλείψει νομοθετικής προβλέψεως.
Σε κάθε δε περίπτωση όταν το πολιτικό Δικαστήριο απορρίψει την ανακοπή και επικυρώσει τη διαταγή πληρωμής, το δεδικασμένο που αυτή θα αποκτήσει με την τελεσιδικία ταυτίζεται προς την έννοια και λειτουργία του δεδικασμένου δικαστικής αποφάσεως των πολιτικών Δικαστηρίων (Δ. Κονδύλης το Δεδικασμένον σελ.66 επ.) και επομένως από πράξη δικαστού της πολιτικής Δικαιοσύνης γεννάται δεδικασμένον για έννομη σχέση που υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων.
Άρα ο νομοθέτης του ΚΠολΔ που παρείχε στο δικαστή της πολιτικής Δικαιοσύνης την εξουσία να εκδίδει διαταγή πληρωμής δια χρηματικές απαιτήσεις και δη κατ’ αποκλεισμόν της προηγουμένης ακροάσεως του καθ’ου εκδίδεται αύτη, παρείχε την εξουσία του αυτήν μόνον δι’ εκείνες τις απαιτήσεις δια τις οποίες το αρμόδιο πολιτικό Δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία μετ’ανακοπή, εις την οποίαν ο καθ’ ου εκδίδεται αύτη θα ακουσθεί και θα προβάλει πλήρη υπεράσπιση, να εξετάσει και την ουσία της διαφοράς ήτοι δια τις χρηματικές απαιτήσεις του κύκλου δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων (ΑΠ 218/2016 δημ. Νόμος), ή με βάση δημόσιο έγγραφο τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης διοικητικού δικαστηρίου (ΕφΑΘ 461/2016 δημ νόμος), όταν δηλαδή έχει προηγηθεί η τελεσίδικη κρίση των αρμόδιων δικαστηρίων για την ουσία της διαφοράς.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση όπως προκύπτει και από τις προτάσεις της καθής η ανακοπή ήδη εφεσίβλητης εταιρίας αποδεικνύεται ότι η χρηματική απαίτηση με βάση την οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη πηγάζει από γνήσια διοικητική σύμβαση εκ της οποίας προέρχεται διοικητική διαφορά ουσίας υπαγομένη εις την δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων προκύπτει δε ότι για την ουσία της υπόθεσης έχει ασκηθεί ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου – Ιωαννίνων η με αριθμό κατάθεσης 71 από 22.10.2013 αγωγή.
Επομένως αφού η επίδικη διαφορά δεν υπάγεται εις την δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, αλλά των διοικητικών τοιούτων και δεν υφίσταται ακόμη τελεσίδικη κρίση αυτών ως προς την ουσία της υπόθεσης εσφαλμένα εξεδόθη η ανακοπτομένη διαταγή πληρωμής υπέρ απαιτήσεως επί αντικειμένου μη υπαγομένου εις την δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων. Επομένως η εκκαλουμένη, που δέχθηκε ότι η διαταγή πληρωμής μπορεί να εκδοθεί από πολιτικό δικαστή ακόμη και επί απαιτήσεως προερχόμενης από διαφορά υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, χωρίς να παραβιάζεται η συνταγματικά προβλεπόμενη διάκριση των δικαιοδοσιών αφού η διαταγή πληρωμής συνιστά εκτελεστό τίτλο για την έκδοση του οποίου ισχύουν συγκεκριμένοι όροι διαφορετικοί από τους αντίστοιχους για την έκδοση δικαστικής απόφασης μετά την ουσιαστική διάγνωση τη διαφοράς και ουσιαστικά εδέχθη μεν έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών Δικαστηρίων, και αντί να αποφανθεί ότι η άνω Δικαστής εσφαλμένα εξέδωσε την διαταγή πληρωμής επί αντικειμένου μη υπαγομένου εις την δικαιοδοσία των πολιτικών Δικαστηρίων, ήτοι επί διαφοράς εκ γνήσιας διοικητικής συμβάσεως, απορρίπτοντας το σχετικό λόγο ανακοπής και επικυρώνοντας την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, αντί να την ακυρώσει κατά παραδοχή του σχετικού λόγου ανακοπής έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων που προαναφέρθηκαν. Επομένως κατά παραδοχή του πρώτου λόγου εφέσεως πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση και κατά παραδοχή του πρώτου λόγου ανακοπής να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής.
Η δικαστική δαπάνη εξ αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας θα συμψηφισθεί στο σύνολό της μεταξύ των διαδίκων, λόγω ευλόγου αμφιβολίας περί την έκβαση της δίκης λόγω της διχογνωμίας που υφίσταται στη νομολογία ως προς το συγκεκριμένο θέμα (άρθρ. 179, 183 ΚΠολΔ)”.