Σταθερή και διαρκή βελτίωση παρουσιάζει η κατάσταση της υγείας του ελληνικού πληθυσμού κατά τις τελευταίες δεκαετίες, σύμφωνα με νέα έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, ότι μετά την παρέλευση ορισμένων ετών θα γίνουν ορατές οι πλήρεις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης.
Ειδικότερα, η Κομισιόν σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τις Πολιτικές και τα Συστήματα Υγείας εξέτασαν το προφίλ των 28 κρατών μελών και πραγματοποίησαν εις βάθος ανάλυση στην αποτελεσματικότητα, την προσβασιμότητα και την ανθεκτικότητα των συστημάτων υγείας.
«Ενώ δαπανούμε το 80 % των προϋπολογισμών υγείας για τη θεραπεία των ασθενειών, αφιερώνουμε μόνο το 3% για την πρόληψη. Είναι προφανές ότι αυτό δεν αρκεί» δήλωσε ο Επίτροπος αρμόδιος για την υγεία και την ασφάλεια των τροφίμων, Vytenis Andriukaitis, προσθέτοντας ότι καθίσταται αναγκαία η «μεγαλύτερη πρόσβαση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, ώστε οι μονάδες επειγόντων περιστατικών να μην αποτελούν την πρώτη επιλογή των πολιτών».
Αναφορικά με την Ελλάδα, εντείνονται οι ανησυχίες για την επάρκεια χρηματοδότησης του συστήματος υγείας, λόγω πίεσης στις δημόσιες δαπάνες, τη μειούμενης βάσης εσόδων του συστήματος ασφάλισης και του υψηλού ποσοστού ιδιωτικών δαπανών.
Όπως υπογραμμίζει η έκθεση, η χώρα αντιμετωπίζει ιδιαίτερες δυσκολίες στο σχεδιασμό και την ορθολογική κατανομή των πόρων υγειονομικής περίθαλψης, γεγονός που ενέχει σημαντικές επιπτώσεις στην αποδοτικότητα και την πρόσβαση.
Από την άλλη πλευρά, παρά τη δυσχερή οικονομική συγκυρία, παρατηρήθηκαν αρκετές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επικεντρώθηκαν στις δομές, το κόστος και την αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας, με στόχο να αντιμετωπιστούν αδυναμίες και ελλείψεις σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Αναλυτικά, στις επιτυχίες περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η τυποποίηση της δέσμης των παροχών που αποζημιώνονται από την κοινωνική ασφάλιση και οι μειώσεις στις φαρμακευτικές δαπάνες. Ταυτόχρονα, σε εξέλιξη βρίσκονται προσπάθειες με ιδιαίτερο αντικείμενο την αύξηση της χρήσης γενόσημων φαρμάκων, τη βελτίωση της διοίκησης των νοσοκομείων και την ευρύτερη εφαρμογή των κλινικών κατευθυντήριων γραμμών.
Τέλος, ζωτικής σημασίας επίτευγμα υπήρξε η επίλυση του προβλήματος όσον αφορά την ασφαλιστική κάλυψη υγείας, που επηρέασε περίπου 2,5 εκατ. πολίτες, λόγω της έλλειψης καθολικής κάλυψης.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Κύπρος, καθώς η νομοθεσία που εγκρίθηκε τον Ιούνιο προλειαίνει το έδαφος για την δημιουργία εθνικού συστήματος υγείας με καθολική κάλυψη έως το 2020, γεγονός που θα έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στον τρόπο χρηματοδότησης και οργάνωσης της φροντίδας υγείας.
«Με την παροχή ολοκληρωμένων στοιχείων και πληροφοριών, επιδιώκουμε να στηρίξουμε τις εθνικές υγειονομικές αρχές στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και να προβούν στις κατάλληλες πολιτικές και επενδυτικές επιλογές. Ευελπιστώ ότι θα αξιοποιήσουν αυτές τις εκθέσεις», κατέληξε ο κ. Andriukaitis.