Ο Αντρέας Ρέντερ, καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Johannes Gutenberg του Μάιντς, βρέθηκε στην Αθήνα προ ημερών στο πλαίσιο της έρευνάς του για το νέο του βιβλίο, με τίτλο «Ποιος φοβάται τη Γερμανία;». Πρόκειται για μια ιστορική αναδρομή στο πώς βλέπουν οι Ευρωπαίοι γείτονες και ανταγωνιστές της Γερμανίας τις κινήσεις της στη διεθνή σκηνή, από το 1870 ώς σήμερα. Η «Κ» συνομίλησε μαζί του για την ευρωκρίση, τα παλαιά στερεότυπα για τη Γερμανία και το πώς βλέπουν οι ίδιοι οι Γερμανοί τον ρόλο τους στην Ενωμένη Ευρώπη.
– Ποιο είναι το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς βλέπει η γερμανική κοινή γνώμη την ευρωκρίση και τον ρόλο της Γερμανίας;
– Σύμφωνα με τη γερμανική οπτική, η νομισματική ένωση βασίζεται σε τρεις πυλώνες, που ορίζονται ευθέως στη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Ο πρώτος είναι η αρχή της ατομικής ευθύνης, που σημαίνει «όχι» στην ένωση μεταβιβάσεων. Ο Χέλμουτ Κολ και οι Χριστιανοδημοκράτες το 1998 ένιωσαν υποχρεωμένοι να υποσχεθούν στη γερμανική κοινή γνώμη ότι η Γερμανία δεν θα χρειαζόταν να πληρώσει για τα χρέη άλλων χωρών. Δεύτερον, δεδομένου ότι δεν υπήρχε πολιτική ένωση, η ΟΝΕ βασίζεται σε ένα σύστημα κανόνων. Αυτό που είναι ευρέως αντιληπτό ως «γερμανικός νομικισμός» πηγάζει από την εμπειρία του ναζισμού και εστιάζει στο ότι οι κανόνες πρέπει να τηρούνται – ειδικά σε περιόδους κρίσης. Η τρίτη αρχή είναι η ανταγωνιστικότητα: αν μία χώρα βρεθεί σε κρίση ή έχει μειωθεί η ανταγωνιστικότητά της, πρέπει να κάνει μεταρρυθμίσεις – όπως έκανε η κυβέρνηση Σρέντερ το 2003. Ετσι, σύμφωνα με το γερμανικό αφήγημα για την ευρωκρίση, το κάθε κράτος-μέλος έχει ευθύνη για τον εαυτό του και το Μάαστριχτ απαγορεύει τη διάσωση κρατών· η Ελλάδα βυθίστηκε στην κρίση λόγω της υπερχρέωσής της, την οποία η ίδια προκάλεσε· και εμείς, παρότι δεν είχαμε την υποχρέωση (μάλιστα μας απαγορευόταν), βοηθήσαμε την Ελλάδα.
– Εχει συζητηθεί επαρκώς στη Γερμανία το πόσο ωφελείται η γερμανική οικονομία από τη συμμετοχή της στο ευρώ και το αν η ενίσχυση της Ευρωζώνης, με στοιχεία ένωσης μεταβιβάσεων, θα συνέφερε μακροπρόθεσμα τη χώρα;
– Υπάρχει πολλή συζήτηση για τις εγγυήσεις στα δάνεια προς τις χώρες του Νότου και για τους κινδύνους της ποσοτικής χαλάρωσης και των χαμηλών επιτοκίων, που πλήττουν την περιουσία των Γερμανών αποταμιευτών. Δεν υπάρχει κατανόηση των ωφελειών των πολιτικών αυτών για τους δανειολήπτες και για τον κρατικό προϋπολογισμό, ούτε της συνδρομής της ΟΝΕ στις γερμανικές εξαγωγές και στις θέσεις εργασίας (το μάρκο στις συνθήκες που επικρατούν θα είχε ανατιμηθεί πολύ σημαντικά). Ωστόσο, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν μια βαθύτερη ένωση των μελών της Ευρωζώνης θα συνέφερε τη Γερμανία. Πολλοί Γερμανοί, και ειδικά οι ειδικοί σε θέματα οικονομίας, αμφιβάλλουν γι’ αυτό.
– Ποιο μέρος της πρόσφατης γερμανικής ιστορίας θεωρείτε ότι παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της στάσης της κοινής γνώμης στην ευρωκρίση;
– Στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα οι Γερμανοί βίωσαν δύο επεισόδια υπερπληθωρισμού μετά τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και μία καταστροφική οικονομική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του ’30 που οδήγησε στη ναζιστική δικτατορία. Μετά το 1945, η Γερμανία βίωσε το «οικονομικό θαύμα» – σημαντική οικονομική και κοινωνική ευημερία πολυετούς διάρκειας. Αυτό που μετέτρεψε τη χώρα σε πρότυπο, στα μάτια των Γερμανών, ήταν η σταθερότητα (αυτό που άλλοι αποκαλούν «λιτότητα»): σταθερότητα του νομίσματος, των κοινωνικών σχέσεων και των πολιτικών θεσμών. Η γερμανική εμπειρία είναι ότι η σταθερότητα είναι το μυστικό της επιτυχίας.
– Επιδιώκει η Γερμανία να γίνει ο ηγεμόνας της Ευρώπης; Σας εξέπληξε η ευκολία με την οποία βγήκαν ξανά στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της πρόσφατης κρίσης τα παλαιά στερεότυπα περί γερμανικής επιθετικότητας;
– Bλέπουμε μια χτυπητή διαφορά στις αντιλήψεις στην Ευρώπη: όλοι οι εταίροι της Γερμανίας μοιάζουν να τη θεωρούν ως την ισχυρότερη δύναμη στην Ευρώπη, η οποία πρέπει συνεπώς να ηγηθεί. Οι Γερμανοί, ωστόσο, διστάζουν πολύ. Η εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους έχει διαμορφωθεί από το ναζιστικό παρελθόν και την ιστορική ενοχή γι’ αυτό. Είναι καχύποπτοι απέναντι στο έθνος-κράτος και βλέπουν τη χώρα τους ως παράγοντα ειρήνης και ήπιας ισχύος. Αυτή η διαφορά αντίληψης είναι ο λόγος που τα παλιά στερεότυπα ξαναβγήκαν σε τόσο μεγάλη έκταση στην επιφάνεια. Πρόκειται για μια απόκλιση με μεγάλο ιστορικό βάθος: αυτά που οι Γερμανοί θεωρούν αναπαλλοτρίωτα δικαιώματά τους –ή ηθικό τους καθήκον– οι άλλοι τα θεωρούν ως γερμανική φιλοδοξία για ηγεμονία. Είναι κάτι το οποίο η Γερμανία και η Ευρώπη εξακολουθούν να πρέπει να διαχειριστούν. Και το πρώτο βήμα προς τη θεραπεία είναι η αμοιβαία κατανόηση αυτών των αποκλίσεων.