Μετά την τροποποίηση του άρθρου 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας
Με την υπ’ αριθμ. 212/2017 γνωμοδότησή του το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Γ΄Τμήμα) απάντησε σε ερώτημα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας αναφορικά με τη δέσμευση της Διοίκησης από αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις ποινικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 998/1979 (Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων), μετά την τροποποίηση του άρθρου 5 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., με το άρθρο 17 του ν. 4446/2016.
Μεταξύ άλλων, το ΝΣΚ αναφέρει τα εξής:
Με τις διατάξεις του μέρους Δεύτερο του ν. 4446/2006 με τις οποίες τροποποιούνται διατάξεις του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ως και άλλες συναφείς, λαμβάνονται σειρά μέτρων με σκοπό την επιτάχυνση και το εξορθολογισμό της Διοικητικής Δίκης.
Στο πλαίσιο αυτό με τις διατάξεις του άρθρου 17 αυτού «Σχέση της διοικητικής με τη πολιτική δίκη» αντικαθίσταται η παρ. 2 τον 5 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας κατά το ανωτέρω περιεχόμενο, προκειμένου η δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων από τις αμετάκλητες αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων να επεκταθεί πέραν από τις καταδικαστικές και στις αθωωτικές αποφάσεις, καθώς και στα αποφαινόμενα να μη γίνει η κατηγορία βουλεύματα που έχουν καταστεί αμετάκλητα.(βλ. Αιτιολογική έκθεση άρθρου 17).
Η ανωτέρω δικονομική διάταξη αναφέρεται ρητά σε ρυθμίσεις που δεσμεύουν τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια, προϋποθέτει πλαίσιο μη ενιαίας δικαστικής Προστασίας, εκκρεμή διαδικασία και αμετάκλητη κρίση των πολιτικών ή ποινικών δικαστηρίων κατά το χρόνο που επιλαμβάνεται το διοικητικό δικαστήριο.
Ήτοι αφορά τη σχέση της διοικητικής με τις άλλες δίκες, ορίζουσα τις προϋποθέσεις που δεσμεύουν τα διοικητικά δικαστήρια, στα οποία και μόνου αναφέρεται, από το χρόνο δημοσίευσής της, ήτοι από τις 22.12.2016 .
Με την εν λόγω διάταξη, σύμφωνα με την αιτιολογική αυτής έκθεση, επιχειρείται η εναρμόνιση της παράλληλης πρόβλεψης διοικητικών και ποινικών κυρώσεων για την αυτή πράξη με τη νομολογία του Στρασβούργου αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 4 παρ. 1 του κυρωθέντος με το ν. 1705/1987 (Α89) 7ου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και την ενεργοποίηση της επιβεβαιούμενης στο άρθρο 50 του χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ένωσης απαγόρευσης «ne bis in idem» και επεκτείνεται η δέσμευση των διοικητικών δικαστηρίων και πέραν από τις καταδικαστικές και στις αθωωτικές αποφάσεις καθώς και στα αποφαινόμενα να μη γίνει η κατηγορία βουλεύματα που έχουν καταστεί αμετάκλητα.(βλ. και ΕΔΔΑ της 13.7.2010 Σταυρόπουλος κατά Ελλάδος).
Η άνω διάταξη δεν καταλαμβάνει κατά καμία έννοια την Διοίκηση για την οποία δεν υπάρχει αντίστοιχο νομικό πλαίσιο. Εξάλλου δεν δύναται να εφαρμοστεί αυτή κατ’ αναλογία στη Διοίκηση.
Η αναλογική εφαρμογή διάταξης προϋποθέτει την ύπαρξη ακούσιου κενού νομοθετικής ρύθμισης, ως πρώτη, βασική και απαραίτητη προϋπόθεση. Επί πλέον η πλήρωση του κενού πρέπει να υπαγορεύεται από την αναμφισβήτητη ανάγκη μιας πάγιας και εξ αντικειμένου ρύθμισης.
Εν προκειμένω ο νομοθέτης όρισε ρητώς και προσέβλεψε στα Δικαστήρια, ως μόνα αρμόδια, τη κρίση περί των όρων της συνδρομής της αρχής ne bis in idem σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που πρέπει να εξεταστούν, συνισταμένη σε καθαρά δικαστική. Το δικονομικό περιεχόμενο της εν λόγω ρύθμισης και η ειδική αναφορά του ρυθμιστικού της πεδίου ουδέν νομοθετικό κενό καταλείπουν το οποίο να χρίζει ρύθμισης, προκειμένου να εξεταστεί θέμα ερμηνευτικής κατ’ αναλογία κάλυψης αυτού.
Σύμφωνα λοιπόν με τη γραμματική και τελολογική ερμηνεία της υπό κρίση διάταξης κατά τα ανωτέρω, η οριζόμενη σ’ αυτή δέσμευση αφορά μόνο τα διοικητικά δικαστήρια ως μόνα αρμόδια να εξετάσουν την συνδρομή των προϋποθέσεων εφαρμογής της.
Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, επί των τιθεμένων ερωτημάτων, με βάση και το διδόμενο ιστορικό, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Γ’) γνωμοδοτεί ομοφώνως ως εξής:
Οι αμετάκλητες αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων και τα αμετάκλητα αποφαινόμενα να μη γίνει κατηγορία βουλεύματα δεν δεσμεύουν τη Διοίκηση στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 14 του ν. 998/1979, μετά τη θέση σε ισχύ της διάταξης του άρθρου 17 του ν. 4446/2016 (22.12.2016), με την οποία τροποποιήθηκε το άρθρο 5 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
Δείτε αναλυτικά τη γνωμοδότηση 212/2017 εδώ.