Το σύστημα της οικοιοθελούς παράδοσης ενυπόθηκου ακινήτου, που είχε εφαρμοστεί κατά κόρον στην Ισπανία και την Ιρλανδία και είναι γνωστό στη διεθνή πρακτική ως «Deed in Lieu», επιχειρείται να εφαρμοστεί πιλοτικά και από τις ελληνικές τράπεζες ως ένα μέτρο οριστικής διευθέτησης των «κόκκινων» δανείων και ανάκτησης μέρους των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω της πώλησης στη συνέχεια των ενυπόθηκων ακινήτων σε ενδιαφερόμενους τρίτους.
Το μέτρο αυτό φαίνεται πως βρίσκει ανταπόκριση και από δανειολήπτες που συναινούν στην εθελοντική πσαράδοση του ενυπόθηκου ακινήτου τους (κατά κανόνα όχι πρώτη κατοικία) προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα που μπορεί να έλθουν μέσω των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, όπου το ακίνητό τους μπορεί να βγει κυριολεκτικά στο σφυρί σε πολύ χαμηλή τιμή σε σχέση με τη σημερινή του εμπορική αξία
Η διαφορά του πλειστηριασμού με τη συγκεκριμμένη τραπεζική πρακτική είναι ότι η αγορά του ενυπόθηκου ακινήτου θα γίνει από την τράπεζα στη σημερινή του εμπορική αξία και το υπόλοιπο της οφειλής μπορεί ο δανειολήπτης να το εξοφλήσει με ευνοϊκή ρύθμιση ή ακόμη και αυτό να διαγραφεί.
Στην Ισπανία οι Τράπεζες εφάρμοσαν στη συνέχεια και δύο ακόμη παραλλαγές. Πρόσφεραν το ίδιο ακίνητο στον πρώην ιδιοκτήτη του με χαμηλό μηνιαίο μίσθωμα ή του ζητούσαν αντί του ενυπόθηκου ακινήτου που μπορεί να ήταν και η πρώτη του κατοικία να τους παραδώσει ένα άλλο ακίνητο ισόποσης αξίας.
Η παραπάνω πρακτική μπορεί να βρει εφαρμογή, σύμφωνα με παράγοντες των Τραπεζών, για καταγγελμένες απαιτήσεις δανείων αξίας 50 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν στο 45% των τραπεζικών ανοιγμάτων.
Μέσω αυτού του μέτρου οι Τράπεζες προσδοκούν να εισπράξουν τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ έως τα τέλη του 2019 από τις ρευστοποιήσεις των ενυπόθηκων ακινήτων που θα περάσουν στην κυριότητά τους.