Στην αντεπίθεση κατά της Κίνας και του αθέμιτου ανταγωνισμού των επιθετικά φθηνών προϊόντων της περνάει πλέον η Ε.Ε. Σκέπτεται να επιβάλει δασμούς στις κινεζικές εξαγωγές, για να προστατεύσει τις βιομηχανίες της. Εργαλείο της θα είναι νόμος που ψήφισε χθες το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και της δίνει τη δυνατότητα να λαμβάνει μέτρα αντιντάμπινγκ, όπως αποκαλούνται τα μέτρα κατά των επιθετικά φθηνών ξένων προϊόντων, με πολύ ευρύτερα κριτήρια. Να επιβάλλει, δηλαδή, δασμούς στα φθηνά προϊόντα της Κίνας ή άλλων τρίτων χωρών όταν διαπιστώνει «σημαντικές στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό», όπως είναι ο εκτεταμένος κρατικός παρεμβατισμός.
Η συγκεκριμένη πρόβλεψη είναι αυτή που σίγουρα θα αφορά πολλές κινεζικές εξαγωγικές επιχειρήσεις, καθώς το Πεκίνο επιδοτεί αφειδώς τις κινεζικές βιομηχανίες του μεταποιητικού κλάδου, διασφαλίζοντας ανταγωνιστικά χαμηλές τιμές για τις εξαγωγές τους. Ο εν λόγω νόμος ψηφίστηκε με 554 ψήφους υπέρ και 48 κατά, και πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή πριν από τα τέλη του 2017. Θα δώσει έτσι σύντομα στις ευρωπαϊκές αρχές τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους κριτήρια που σχετίζονται με την προστασία του περιβάλλοντος και τις προδιαγραφές στους χώρους εργασίας όταν αποφασίζουν εάν θα επιβάλουν δασμούς στις εισαγωγές από τρίτες χώρες. Σχολιάζοντας τη νέα νομοθεσία, η οποία, σημειωτέον, είναι καρπός προετοιμασίας πολλών ετών, η επίτροπος Εμπορίου Σεσίλια Μάλμστρομ τόνισε ότι «θα διασφαλίσει ότι η ευρωπαϊκή βιομηχανία θα έχει τη δυνατότητα να αντιμετωπίσει τον αθέμιτο ανταγωνισμό». Μολονότι είναι σαφές ότι η κίνηση αποτελεί κυρίως μέσο αυτοάμυνας από τον επιθετικό ανταγωνισμό της Κίνας, καλύπτει γενικότερα τις φθηνές εισαγωγές από τρίτες χώρες.
Εχει αποφασισθεί σε επίπεδο Ε.Ε. να επιβληθούν δασμοί στις φθηνές εισαγωγές χάλυβα από τη Βραζιλία, το Ιράν, τη Ρωσία και την Ουκρανία, έπειτα από επίμονες διαμαρτυρίες ευρωπαϊκών βιομηχανιών για τις υπερβολικά χαμηλές τιμές στις οποίες πωλούνταν το εμπόρευμα που είναι απαραίτητο στον κατασκευαστικό κλάδο και στις βιομηχανίες μηχανολογικού εξοπλισμού. Παράλληλα, όμως, ο νόμος που ψήφισε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποτελεί προληπτικό μέτρο που θα οχυρώσει την Ε.Ε. από όσα συνεπάγεται το ενδεχόμενο να αναγνωρισθεί η Κίνα ως οικονομία της ελεύθερης αγοράς, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ). Στην περίπτωση αυτή θα είναι πολύ πιο δύσκολο να αποδειχθεί ότι το Πεκίνο υιοθετεί αθέμιτες μεθόδους στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές τους.
Το θέμα είναι τόσο ευαίσθητο, ώστε η Κίνα αιφνιδίασε την Ε.Ε. σε διμερή σύνοδο κορυφής τον Ιούνιο, όταν αρνήθηκε να προσυπογράψει κοινό ανακοινωθέν για την κλιματική αλλαγή, εκφράζοντας τη δυσφορία της για τη στάση της Ε.Ε. Γνωρίζοντας, άλλωστε, ότι αναμενόταν η σχετική ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Πεκίνο έσπευσε να τονίσει ότι τυχόν δασμοί που θα επιβάλουν οι Βρυξέλλες εναντίον της θα παραβιάζουν τους κανόνες του ΠΟΕ.
Κι αυτό γιατί όταν η Κίνα προσχώρησε στον ΠΟΕ το 2001, στους όρους προσχώρησής της προβλεπόταν πως θα μπορούσε να αντιμετωπίζεται από τις υπόλοιπες χώρες-μέλη ως εξαιρετική περίπτωση, δηλαδή ως χώρα που δεν είναι οικονομία της ελεύθερης αγοράς, αλλά μόνο για τα επόμενα 15 χρόνια. Το καθεστώς αυτό έδινε στην Ε.Ε. και στις άλλες χώρες-μέλη του ΠΟΕ τα περιθώρια να επιβάλουν άμεσα και σκληρά μέτρα αντιντάμπινγκ κατά της Κίνας, χωρίς αυτή η κίνησή τους να θεωρείται παραβίαση των κανόνων του ΠΟΕ. Η περίοδος των 15 ετών έληξε πέρυσι και η Κίνα ζήτησε να μην αντιμετωπίζεται πλέον ως ειδική περίπτωση, αλλά να αναγνωρισθεί ως οικονομία της ελεύθερης αγοράς. Οπως όμως έσπευσε να διασαφηνίσει η επίτροπος Εμπορίου, «το θέμα δεν είναι κατά πόσον θα αναγνωρισθεί στην Κίνα το καθεστώς της οικονομίας της αγοράς, διότι η Κίνα δεν είναι οικονομία της αγοράς, αν ήταν κάτι τέτοιο, το πράγμα θα ήταν πιο εύκολο».