Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή
Αριθμός 1295/2017
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
A2 Πολιτικό Τμήμα
Διαζύγιο. Συμμετοχή στα αποκτήματα.
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ: “Αν ο γάμος λυθεί ή ακυρωθεί και η περιουσία του ενός συζύγου έχει, αφότου τελέσθηκε ο γάμος, αυξηθεί, ο άλλος σύζυγος, εφόσον συνέβαλε με οποιονδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή. Τεκμαίρεται ότι η συμβολή αυτή ανέρχεται στο 1/3 της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη ή καμία συμβολή“.
Από τη διάταξη του άρθρου 1400 ΑΚ, λαμβανόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής από τα αποκτήματα είναι:
1) η λύση ή ακύρωση του γάμου ή, κατ’ ανάλογη εφαρμογή, η συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως των συζύγων,
2) η αύξηση της περιουσίας του ενός των συζύγων κατά τη διάρκεια του γάμου και
3) η συμβολή του άλλου συζύγου στην αύξηση αυτή με οποιονδήποτε τρόπο (ΑΠ 1912/2009).
O χρόνος λύσης ή της ακύρωσης του γάμου ή της συμπλήρωσης τριετίας από τη συζυγική διάσταση είναι κρίσιμος για την εξεύρεση της τελικής περιουσίας υπό την έννοια του καθορισμού των περιουσιακών στοιχείων που την αποτελούν και της αξίας των.
Για την περαιτέρω, όμως, αναγωγή σε χρήμα των περιουσιακών αυτών στοιχείων, για την εξεύρεση δηλαδή της αξίας τους σε χρήμα, κρίσιμος είναι ο χρόνος της παροχής έννομης προστασίας, ήτοι ο χρόνος της ασκήσεως της αγωγής. Ο ενάγων αρκεί να επικαλεσθεί και αποδείξει τα περιουσιακά στοιχεία που απέκτησε ο εναγόμενος κατά τη διάρκεια του γάμου με τη δική του συμβολή, την ύπαρξη αυτών κατά τον ως άνω κρίσιμο χρόνο της λύσεως ή ακυρώσεως ή συμπληρώσεως τριετούς διάστασης, καθώς και την αξία τους κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής.
Η ανυπαρξία αυξήσεως της περιουσίας κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεως αποτελεί λόγο απορρίψεως της αγωγής.
Απαιτείται συνεπώς αύξηση της περιουσίας και συμβολή του δικαιούχου και διατήρηση αυτής κατά τον κρίσιμο χρόνο γενέσεως της αξιώσεως. Συνακόλουθα τούτων δεν περιλαμβάνονται στην τελική περιουσία στοιχεία που αποκτήθηκαν μεν κατά τη διάρκεια του γάμου, αλλά στη συνέχεια εκποιήθηκαν πριν από τη λύση ή την ακύρωσή του ή τη συμπλήρωση τριετούς διαστάσεως, εκτός αν το περιουσιακό αντικείμενο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε και ο άλλος σύζυγος έχει εκποιηθεί και στη θέση του έχει υποκατασταθεί κάποιο άλλο, που σώζεται κατά τη λύση ή ακύρωση του γάμου ή τη συμπλήρωση τριετούς διάστασης, οπότε η σχετική αξίωση του δικαιούχου μετατίθεται σ’ αυτό.
Η εκποίηση αυτή, την οποία μπορεί να αγνοεί ο δικαιούχος σύζυγος, ιδίως στην περίπτωση που αυτή λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη και μέχρι τη συμπλήρωση της τριετούς διάστασης, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο της αγωγής.
Εφόσον με την αγωγή ζητείται η σε χρήμα απόδοση της αύξησης της περιουσίας του υποχρέου στο μέτρο που αυτή επήλθε με τη συμβολή του δικαιούχου και από τις αποδείξεις προκύψει ότι το περιουσιακό στοιχείο στην απόκτηση του οποίου συνέβαλε ο ενάγων έχει εκποιηθεί και το τίμημα που εισπράχθηκε βρισκόταν στην κατοχή του εναγομένου κατά τον κρίσιμο χρόνο υπολογισμού της τελικής περιουσίας, το τίμημα υποκαθίσταται στη θέση του περιουσιακού στοιχείου που εκποιήθηκε και συνυπολογίζεται για την εξεύρεση του χρηματικού ποσού στο οποίο ανέρχεται η συμβολή του δικαιούχου (ΑΠ 1445/2012).
Εξάλλου, η συμβολή του δικαιούχου μπορεί να συνίσταται όχι μόνο στην παροχή κεφαλαίου με οποιαδήποτε μορφή, αλλά και στην παροχή υπηρεσιών, αποτιμωμένων σε χρήμα, ακόμη και υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται στο συζυγικό οίκο για την επιμέλεια και ανατροφή των τέκνων, όταν και κατά το μέτρο που αυτές δεν επιβάλλονται από την, κατά τα άρθρα 1389 και 1390 του ΑΚ, υποχρέωση συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών, κατά το οποίο ο υπόχρεος σύζυγος έμεινε απερίσπαστος από την εκπλήρωση της αντίστοιχης υποχρέωσής του και έτσι εξοικονόμησε δαπάνες και δυνάμεις που συνέβαλαν στην επαύξηση της περιουσίας του.
Τέλος, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, προκειμένου να ληφθούν υπόψη και να υπολογισθούν αυτού του είδους οι υπηρεσίες, ως συμβολή στην επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, απαιτείται να γίνεται η, κατά το μέρος που υπερβαίνει το επιβαλλόμενο από την υποχρέωση της συνεισφοράς στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών μέτρο, χρηματική αποτίμησή τους, ή η αποτίμηση των δυνάμεων που εξοικονόμησε από την παροχή τους ο υπόχρεος σύζυγος, εάν προβάλλεται ότι η εξοικονόμηση αυτή συνέβαλε κατά διαφορετικό από την αποτίμηση των υπηρεσιών ποσό στην αύξηση της περιουσίας του υπόχρεου, που διαφορετικά δεν θα επιτυγχανόταν χωρίς αυτήν.
Τα παραπάνω ισχύουν, όταν η αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα έχει ως βάση την πραγματική συμβολή του δικαιούχου συζύγου στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου. Όταν, όμως, η αξίωση στηρίζεται στην τεκμαρτή συμβολή, τότε μοναδική προϋπόθεση έχει την επαύξηση της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου κατά τη διάρκεια του γάμου, την οποία και μόνο οφείλει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ο δικαιούχος σύζυγος, οπότε η συμβολή του τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο 1/3 της περιουσιακής επαύξησης.
Κατά συνέπεια, εάν ο ενάγων ζητήσει με την αγωγή του μεγαλύτερο του τεκμαιρόμενου ποσοστό και καμιά πραγματική συμβολή του δεν μπόρεσε να αποδείξει με τους τρόπους και κατά την αξία που εκθέτει στην αγωγή, τότε η αγωγή δεν απορρίπτεται εξ ολοκλήρου, αλλά μόνο κατά το πλέον του ενός τρίτου ποσοστό της αύξησης της περιουσίας του εναγομένου, ενώ κατά το αντίστοιχο προς το ένα τρίτο ποσό, που καλύπτεται από το τεκμήριο, γίνεται δεκτή, εφόσον ο εναγόμενος δεν επικαλέσθηκε ή εάν επικαλέσθηκε δεν απέδειξε ότι το ποσοστό συμβολής του ενάγοντος στην αύξηση ήταν μικρότερο ή ότι δεν υπήρξε καμία συμβολή του ενάγοντος στην αύξηση της περιουσίας αυτού (εναγομένου).
Δείτε το πλήρες κείμενο της με αριθμό 1295/2017 απόφασης του Αρείου Πάγου