Αποκαλυπτική είναι η έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου της ΕΕ σε σχέση με τα Μνημόνια στην Ελλάδα και ειδικά στις συνταξιοδοτικές μεταρρυθμίσεις που έχουν έως τώρα εφαρμοστεί.
Συγκεκριμένα, στην έκθεση αυτή αναφέρεται πως, “ένα από τα κύρια εμπόδια στη σταθεροποίηση της δημοσιονομικής κατάστασης στην Ελλάδα παραμένει το αυξημένο κόστος του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Οι αλλεπάλληλες περικοπές των συντάξεων μείωσαν το ονομαστικό κόστος των συντάξεων κατά 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ την περίοδο 2009-2015. Ωστόσο, λόγω της πτώσης του ΑΕΠ, το κόστος των συντάξεων ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε συστηματικά την περίοδο 2010-2015, γεγονός που καταδεικνύει την περιορισμένη αποτελεσματικότητα των μεταρρυθμίσεων που αποσκοπούν στη βιώσιμη δημοσιονομική προσαρμογή.
Το 2016 η δημόσια δαπάνη για τις συντάξεις ήταν η υψηλότερη στη ζώνη του ευρώ (άνω του 16 % του ΑΕΠ της Ελλάδας), ενώ η ετήσια κρατική χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του συνταξιοδοτικού συστήματος υπερέβαινε το 9 % του ΑΕΠ (ο μέσος όρος στη ζώνη του ευρώ ήταν 2,5 %).
Βάσει των προβλέψεων που περιλαμβάνονταν στις εκθέσεις για τη δημογραφική γήρανση του 2012 και του 2015, οι μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος που προβλέπονταν στα δύο πρώτα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής αναμένεται να έχουν κάποια θετικά αποτελέσματα όσον αφορά τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Σύμφωνα με τους όρους των προγραμμάτων, η Ελλάδα οφείλει να τιθασεύσει την αύξηση των δαπανών του δημόσιου τομέα την περίοδο 2010-2060, κατά τρόπον ώστε αυτή να μην υπερβαίνει τις 2,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.
Λαμβανομένης υπόψη της έκθεσης για τη δημογραφική γήρανση του 2015, οι
μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος αναμένεται να οδηγήσουν σε συνολική μείωση της συνταξιοδοτικής δημόσιας δαπάνης κατά 1,9 ποσοστιαίες μονάδες. Οι επιδόσεις αυτές είναι καλύτερες από τις τιμές-στόχο των προγραμμάτων. Ωστόσο, προβλέπεται ότι το 2060 η δαπάνη αυτή θα εξακολουθήσει να είναι εξαιρετικά υψηλή, ανερχόμενη στο 14,3 % του ΑΕΠ”.