Η διάταξη του άρθρου 929 εδάφ. α’ ΑΚ ορίζει ότι, σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της υγείας προσώπου, η αποζημίωση περιλαμβάνει, εκτός από τα νοσήλια και τη ζημία που έχει ήδη επέλθει, οτιδήποτε ο παθών θα στερείται στο μέλλον ή θα ξοδεύει επιπλέον εξαιτίας της αύξησης των δαπανών του.
Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό και με το άρθρο 298 ΑΚ, προκύπτει ότι αυτός που υπέστη βλάβη στο σώμα του ή την υγεία του και, εξαιτίας τούτου, κατέστη ανίκανος για εργασία, έχει το δικαίωμα να ζητήσει από τον κατά νόμο υπόχρεο, ως αποζημίωση, και καθετί που στο μέλλον με πιθανότητα σύμφωνα με τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων θα κέρδιζε, αν δεν γινόταν, εξαιτίας της βλάβης του σώματος ή της υγείας του, ανίκανος για εργασία (ΑΠ 938/2010, ΑΠ 426/2000).
Επίσης, από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι το δεδικασμένο, το οποίο προκύπτει από τελεσίδικη δικαστική απόφαση που επιδικάζει στον παθόντα αποζημίωση, δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη, με νέα αγωγή, μεταξύ των ίδιων προσώπων, επιδίωξη αποζημίωσης για διαφυγόντα από την ανικανότητα για εργασία κέρδη και για μεταγενέστερο χρόνο, σε σχέση με εκείνον της προηγούμενης αγωγής. Τούτο, όμως, προϋποθέτει δυσμενή εξέλιξη της υγείας του, που αποτελεί οποιαδήποτε χειροτέρευση και γενικά δυσμενής εξέλιξη αυτής (ήτοι μεταγενέστερες δυσμενείς συνέπειες και επιπλοκές), η οποία, πάντως, πρέπει να είναι απρόβλεπτη, δηλαδή να στηρίζεται σε περιστατικά μιας ζημιογόνου αιτίας που έχει ήδη επέλθει στο παρελθόν, τα οποία δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη στην προηγούμενη δίκη, γιατί δεν ήταν αντικειμενικώς διαγνωστά και η επέλευσή τους δεν ήταν προβλεπτή από την αρχή, κατά τα διδάγματα της ιατρικής επιστήμης. Το γεγονός αυτό της επιδείνωσης της υγείας του θα πρέπει ο παθών να επικαλεστεί με την αγωγή του για το ορισμένο της, εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την επιδείνωση, κατά τα άρθρα 111, 118 αριθμ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 2038/2006). Δεν δικαιολογεί τις περαιτέρω αξιώσεις κάθε απόκλιση από την άμεσα αναμενόμενη εξέλιξη των συνεπειών της αδικοπραξίας αλλά σημασία έχουν μόνο οι μεταγενέστερες συνέπειες και επιπλοκές, τις οποίες το δικαστήριο, κατά το χρόνο έκδοσης της προηγούμενης απόφασής του, δεν έλαβε υπόψη του, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, δεν έπρεπε σοβαρά να αναμένονται. Κατά πόσο το δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη μελλοντική δυσμενή εξέλιξη αποτελεί ζήτημα που διαπιστώνεται με την ερμηνεία της προηγούμενης απόφασής του.
Επομένως, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν, δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο της τελεσίδικης απόφασης, η οποία εκδόθηκε επί της πρώτης αγωγής του παθόντος, οι δυσμενείς συνέπειες που αποτελούν επιδείνωση της υπάρχουσας κατάστασης της υγείας του και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, από την αρχή, ότι θα επέλθουν κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, δηλαδή δεν μπορούσε κανείς να υπολογίσει κατά το πέρας της προφορικής συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (ΑΠ 790/2015, ΑΠ 938/2010).
Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το προβλεπτό ή μη της μέλλουσας επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του παθόντος, επειδή προκύπτει από τις αποδείξεις ή τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ως εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν ελέγχεται αναιρετικά (ΑΠ 790/2015, ΑΠ 51/2011).