Η Αίτηση Επανάληψης Διαδικασίας ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας
Εισήγηση του Ι. Δηµητρακόπουλου, Παρέδρου ΣτΕ, στο πλαίσιο της ηµερίδας «Ο διάλογος του Συµβουλίου της Επικρατείας και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωµάτων του Ανθρώπου»
Αναδημοσίευση από humanrightscaselaw.gr
Ι. Εισαγωγή
Η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας ενώπιον του Συµβουλίου της Επικρατείας, κατόπιν καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ (δηλαδή, απόφασης µε την οποία διαπιστώνεται η παραβίαση διάταξης της ΕΣΔΑ από την Ελληνική Δηµοκρατία, ανεξάρτητα από το εάν επιδικάζεται στον προσφεύγοντα και χρηµατικό ποσό ως αποζηµίωση), εντάσσεται στο πλαίσιο της εκπλήρωσης της (κατά το άρθρο 46 της ΕΣΔΑ) υποχρέωσης της χώρας για εκτέλεση των αποφάσεων του ΕΔΔΑ και αποτελεί, από το 2016, ένα νέο ένδικο µέσο στο Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας.
Κατά νοµική ακριβολογία, η αίτηση επανάληψης είναι κάτι καινούργιο για το ΣτΕ, υπό τη συγκεκριµένη µορφή και λειτουργία της. Και τούτο, διότι δυνατότητα άσκησης αίτησης επανάληψης ενώπιον του ΣτΕ προβλέπεται στη νοµοθεσία περί του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, συγκεκριµένα στο άρθρο 51 του ν. 345/1976, µε σκοπό την άρση της αντίθεσης απόφασης του ΣτΕ προς ορισµένη απόφαση του ΑΕΔ, η οποία δηµοσιεύθηκε είτε πριν από την επίµαχη απόφαση του ΣτΕ είτε, σε ορισµένες περιπτώσεις, και µετά από αυτήν. Προβλέπεται, επίσης, στον Κώδικα Οργανισµού Δικαστηρίων και Καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, ο οποίος ορίζει ότι χωρεί, σε ορισµένες περιπτώσεις, επανάληψη πειθαρχικής δίκης κατά δικαστικού λειτουργού.
ΙΙ. Η νοµοθετική πρόβλεψη του ενδίκου µέσου στη δικονοµία άλλων δικαστηρίων
Η αίτηση επανάληψης ένδικης διαδικασίας, ως µέσο εκτέλεσης καταδικαστικής απόφασης του ΕΔΔΑ, θεσπίστηκε το πρώτον για τις ποινικές δίκες. Mε το άρθρο ενδέκατο του νόµου 2865/2000 προστέθηκε περίπτωση 5 στην παράγραφο 1 του άρθρου 525 του Κώδικα Ποινικής Δικονοµίας (ΚΠΔ), σύµφωνα µε την οποία η ποινική διαδικασία που περατώθηκε µε αµετάκλητη απόφαση επαναλαµβάνεται, προς το συµφέρον του καταδικασθέντος για κακούργηµα ή πληµµέληµα, εάν µε απόφαση του ΕΔΔΑ διαπιστώθηκε παραβίαση δικαιώµατος που αφορά το δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή την ουσιαστική διάταξη που εφαρµόσθηκε. Σύµφωνα µε τη νοµολογία του Αρείου Πάγου, η επανάληψη της διαδικασίας προϋποθέτει ότι η διαπιστωθείσα από το ΕΔΔΑ παράβαση επηρέασε αρνητικά την κρίση του ποινικού δικαστή και η επανόρθωση της σχετικής βλάβης του αιτούντος µπορεί να επιτευχθεί µε την επανάληψη της διαδικασίας. Ο Έλληνας νοµοθέτης δεν έχει προβλέψει τη δυνατότητα αίτησης επανάληψης διαδικασίας, γενικά, στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης. Ο λόγος φαίνεται να είναι η ανάγκη, αφενός, σταθερότητας των εννόµων καταστάσεων στο ιδιωτικό δίκαιο και, αφετέρου, προστασίας των δικαιωµάτων προσώπων τρίτων σε σχέση µε τα διάδικα µέρη ενώπιον του ΕΔΔΑ.
Πολύ πρόσφατα, θεσπίστηκε, όµως, µε το άρθρο 29 του ν. 4491/2017 (που τροποποίησε το άρθρο 758 του Κώδικα Πολιτικής Δικονοµίας), η δυνατότητα υποβολής αίτησης ανάκλησης ή µεταρρύθµισης δικαστικής απόφασης εκούσιας δικαιοδοσίας, εάν µε οριστική απόφαση του ΕΔΔΑ κρίθηκε ότι η δικαστική απόφαση που δέχθηκε ή απέρριψε την αρχική αίτηση εκδόθηκε κατά παράβαση της ΕΣΔΑ. Ενόψει και της σχετικής µεταβατικής ρύθµισης, η νέα διάταξη επιτρέπει κατ’ ουσίαν την επανεξέταση αποφάσεων περί µη αναγνώρισης ορισµένων υπό σύσταση σωµατείων στη Βόρεια Ελλάδα. Στη διοικητική δίκη, η αίτηση επανάληψης της διαδικασίας εισήχθη µε το άρθρο 23 του ν. 3900/2010, το οποίο προσέθεσε άρθρο 105Α στον Κώδικα Διοικητικής Δικονοµίας (ΚΔΔ). Υπενθυµίζεται ότι, σύµφωνα µε το άρθρο 1 του ΚΔΔ, «Οι διατάξεις του Κώδικα αυτού διέπουν την εκδίκαση των διοικητικών διαφορών ουσίας [όχι και των ακυρωτικών] από τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια». Στη συνέχεια, θεσπίστηκε από το νοµοθέτη ανάλογη ρύθµιση για το Ελεγκτικό Συνέδριο (συγκεκριµένα, µε το άρθρο 75 του ν. 4055/2012, µε το οποίο προστέθηκε το άρθρο 121Α στο π.δ. 1225/1981, περί εκτέλεσης των περί Ελεγκτικού Συνεδρίου διατάξεων), η οποία αφορά γενικά στις αποφάσεις των (Τµηµάτων ή της Ολοµέλειας) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ανεξάρτητα από το κριθέν ένδικο βοήθηµα ή µέσο. Ακολούθως, ο νοµοθέτης επιχείρησε να διευρύνει το πεδίο της αίτησης επανάληψης της διαδικασίας στη διοικητική δίκη, µέσω της εισαγωγής σχετικής ρύθµισης στο π.δ. 18/1989, ώστε να καλυφθούν και οι ακυρωτικές διοικητικές διαφορές (τόσο στο ΣτΕ όσο και στα ΤΔΔ). Το σχέδιο νόµου «Νόµος περί ναρκωτικών και άλλες διατάξεις», που οδήγησε στο νόµο 4139/2013, περιείχε, στο άρθρο 83, διάταξη η οποία προέβλεπε την προσθήκη στο π.δ. 18/1989 σχετικού άρθρου 69Α. Μολαταύτα, η επίµαχη ρύθµιση απαλείφθηκε από το σχέδιο νόµου κατά το στάδιο της επεξεργασίας του από τη Διαρκή Επιτροπή Δηµόσιας Διοίκησης, Δηµόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, µαζί µε την αντίστοιχη ρύθµιση για τη δηµιουργία σχετικού νέου λόγου αναψηλάφησης στην πολιτική δίκη.
Ο δισταγµός ή η δυστοκία του νοµοθέτη για εισαγωγή στη νοµοθεσία του Συµβουλίου της Επικρατείας διατάξεων που να προβλέπουν την επανάληψη της διαδικασίας ενώπιόν του, ύστερα από καταδικαστική απόφαση του ΕΔΔΑ, αφενός, δηµιουργούσε ερµηνευτικό ζήτηµα ως προς το εάν υπήρχε η δυνατότητα άσκησης αίτησης επανάληψης της διαδικασίας εκδίκασης από το ΣτΕ αιτήσεων αναίρεσης, βάσει του άρθρου 105Α ΚΔΔ, και, αφετέρου, άφηνε εκτός του πεδίου εφαρµογής του οικείου ενδίκου µέσου τις εν γένει ακυρωτικές διαφορές, καθώς και τις υπαλληλικές προσφυγές ουσίας, αρµοδιότητας του ΣτΕ, σύµφωνα µε το Σύνταγµα (άρθρα 95 παρ. 1 περ. γ΄ και 103 παρ. 4).
Δείτε αναλυτικά την εισήγηση στο humanrightscaselaw.gr