Μεταξύ των διαφόρων μορφών εννόμων σχέσεων που ρυθμίζει το εργατικό δίκαιο, κεντρική θέση κατέχει η ατομική σχέση εργασίας, που είναι η έννομη σχέση που συνδέει δύο πρόσωπα.
Η εξάρτηση στη σχέση εργασίας εκδηλώνεται με το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει οδηγίες στον εργαζόμενο, αναφορικά με τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής των υπηρεσιών του και να ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμορφώσεως του εργαζομένου προς τις οδηγίες του, άσχετα με το εάν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώριο πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο.
1. Ο τρόπος σύναψης της σύμβασης εργασίας
Η κατάρτιση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας γίνεται κατά κανόνα άτυπα, με μόνη την σύμπτωση της βούλησης των μερών. Μπορεί να καταρτισθεί είτε εγγράφως με ιδιωτικό έγγραφο, είτε προφορικά ή και σιωπηρά με την παροχή της εργασίας από το μισθωτό και την αποδοχή της από τον εργοδότη ή τον αντιπρόσωπό του, σύμφωνα με το άρθρο 649 ΑΚ (Εφ. Αθ. 3366/2001). Όταν όμως ο εργοδότης είναι νομικό πρόσωπο, η σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς του πρέπει να συνάγεται από ενέργειες αρμοδίων οργάνων του (άρθρο192 ΑΚ). Εντούτοις, υπάρχουν ορισμένες κατηγορίες ατομικών συμβάσεων εργασίας όπου ρητώς από το νόμο απαιτείται να συνάπτονται με ορισμένο τύπο π.χ. η ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας προπονητή, η ατομική σύμβαση εξαρτημένης εργασίας εκ περιτροπής ή μερικής απασχόλησης, για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ, που συνάπτουν σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, απαιτείται να είναι αυτή έγγραφη (ΝΔ 391/1969, N.993/1979) και οι μισθωτοί επιχειρήσεων όπου ο κανονισμός τους προβλέπει να καταρτίζεται εγγράφως η σύμβαση εργασίας.
2. Συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση εργασίας
Τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση εργασίας είναι δύο: ο εργαζόμενος και ο εργοδότης. Ο εργαζόμενος έχει υποχρέωση να εκτελεί αυτοπροσώπως την εργασία που του έχει ανατεθεί, δηλαδή είναι υποχρεωμένος, καταρχήν, να παρέχει τις υπηρεσίες του μόνο στον εργοδότη με τον οποίο έχει συμβληθεί. Από την άλλη πλευρά, ο εργοδότης δεν μπορεί μονομερώς να τον υποχρεώσει να παρέχει την εργασία του σε τρίτο. Κάτι τέτοιο είναι δυνατόν να γίνει μόνο με την αρχική ή με μια μεταγενέστερη συμφωνία ή όταν προκύπτει από τις περιστάσεις, όπως σε περιπτώσεις συγγενών επιχειρήσεων, οπότε γίνεται λόγος για απόσπαση ή για δανεισμό του εργαζομένου.
α. Ο εργαζόμενος
Ο ένας από τους δύο συμβαλλόμενους στην σύμβαση εργασίας είναι αυτός που προσφέρει την εργασία του και που καλείται μισθωτός. Μισθωτός ή εργαζόμενος είναι το πρόσωπο που παρέχει με αμοιβή εξαρτημένη εργασία βάση σχέσεως του ιδιωτικού δικαίου. Για να είναι κάποιος μισθωτός αρκεί να προσφέρει την υπηρεσία του έστω και ευκαιριακά.
Μισθωτοί είναι μόνο φυσικά πρόσωπα, καθώς η εργασία είναι ανθρώπινη ενέργεια. Τα νομικά πρόσωπα όταν παρέχουν υπηρεσίες δεν είναι ποτέ μισθωτοί. Οι μισθωτοί διακρίνονται σε κατηγορίες με διάφορα κριτήρια. Έτσι ανάλογα με τον κλάδο απασχολήσεως, υπάρχουν μισθωτοί βιομηχανίας, μισθωτοί εμπορικών επιχειρήσεων, μισθωτοί καταστημάτων, γραφείων κ.λπ. και ανάλογα με τη μορφή της επιχείρησής μισθωτοί του δημοσίου, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δημοσίων επιχειρήσεων, οργανισμών κοινής ωφέλειας, ιδρυμάτων, τραπεζών, ανωνύμων εταιρειών κ.λπ..
Υπάρχουν επίσης οι ανάλογες με την ειδικότητα επαγγελματικές διακρίσεις των μισθωτών. Οι διακρίσεις αυτές έχουν σημασία για την εφαρμογή στις σχέσεις τους των ειδικών εργατικών νόμων, για πολλά θέματα εργασίας και ακόμα για την εφαρμογή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που συνήθως έχουν ορισμένο πεδίο εφαρμογής κατά κλάδο ή ειδικότητα. Η σημαντικότερη διάκριση των μισθωτών είναι η γενική διάκριση σε υπαλλήλους και εργάτες.
Ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση:
- να παρέχει αυτοπροσώπως την εργασία του στον εργοδότη,
- να φροντίζει να είναι πρόθυμος απέναντι στον εργοδότη του,
- να είναι συνεργάσιμος με τους συναδέλφους του, εξυπηρετικός προς όλους και συνεπής, με σκοπό την προαγωγή των συμφερόντων της επιχείρησης, μέσα στα πλαίσια που ορίζει ο Νόμος και η ατομική σύμβαση εργασίας,
- να υπακούει σε εντολές του εργοδότη, όχι όμως σε εντολές παράνομες, αλλά ούτε και να εκτελεί εργασίες που βρίσκονται έξω από τα πλαίσια της συμβάσεως εργασίας του,
- να είναι πιστός, με την έννοια, να μην απασχολείται παράλληλα σε ανταγωνιστική προς τα συμφέροντα του εργοδότη του επιχείρηση, να μη δυσφημεί τον εργοδότη του και να τηρεί εχεμύθεια σχετικά με τα απόρρητα της επιχείρησης.
β. Ο εργοδότης
Ο εργοδότης είναι το πρόσωπο στο οποίο προσφέρει την εργασία του ο μισθωτός, το πρόσωπο που δικαιούται, βάση μιας σχέσεως εξαρτημένης εργασίας, να χρησιμοποιεί την εργασία του μισθωτού. Ο εργοδότης στη σχέση του με το μισθωτό εμφανίζεται με δύο ιδιότητες: με την ιδιότητα του αντισυμβαλλόμενου στην ατομική σχέση εργασίας, του δικαιούχου δηλαδή της εργασίας και υπόχρεου να καταβάλλει το μισθό, και με την ιδιότητα του φορέα των λειτουργικών εξουσιών στην εκμετάλλευση, που είναι προσδιοριστικές για τη λειτουργία της σχέσεως εργασίας. Ο εργοδότης με την πρώτη του ιδιότητα μπορεί να είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δεύτερη όμως ιδιότητα προϋποθέτει μόνο φυσικά πρόσωπα, μεμονωμένα ή με τη μορφή συλλογικού οργάνου. Και οι δύο ιδιότητες μπορεί να συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο, μπορεί και όχι. Το δεύτερο συμβαίνει π.χ. σε επιχειρήσεις νομικών προσώπων ή σε επιχειρήσεις που ανήκουν σε πρόσωπα ανίκανα για δικαιοπραξία, οπότε την αξίωση για την παροχή εργασίας την έχει το νομικό πρόσωπο. Η έννοια του εργοδότη διασπάται και για άλλους λόγους, όπως στην περίπτωση «δανεισμού» ή «αποσπάσεως», μισθωτού από μια επιχείρηση σε άλλη.
Αν και η αξίωση του εργοδότη για παροχή εργασίας είναι κατά κανόνα αμεταβίβαστη (άρθρο 651 ΑΚ), τα διευθυντικά λειτουργικά δικαιώματα του εργοδότη είναι επιδεκτικά εκχωρήσεως. Ο εργοδότης μπορεί να εξουσιοδοτήσει άλλα πρόσωπα στην επιχείρηση να ασκήσουν ολικά ή εν μέρει τα σχετικά δικαιώματά του. Στις εκμεταλλεύσεις με ιεραρχική δομή θέσεων αυτός είναι ο κανόνας. Στην ουσία τέτοια διευθυντικά καθήκοντα ασκούνται σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας, στην οποία επιμερίζονται όχι μόνο οι εργασίες, που ασκούνται διαδοχικά, αλλά και οι αποφάσεις, με άλλα λόγια η διεύθυνση. Η εξουσία δηλαδή περνά κατά κανόνα στους μάνατζερ, οι οποίοι ελέγχουν την επιχείρηση.
Το πρόσωπο του εργοδότη δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για την υπόσταση της σχέσης εργασίας. Στην πραγματικότητα η σχέση εργασίας με την ένταξή της στην εκμετάλλευση γίνεται στοιχείο της και η υπόσταση και λειτουργία της δεν επηρεάζονται από τυχόν μεταβολή στο πρόσωπο του εργοδότη. Σε περίπτωση, τέτοιας μεταβολή, εφόσον δεν διακόπτονται οι εργασίες της εκμετάλλευσης, η σχέση εργασίας συνεχίζεται με το νέο εργοδότη χωρίς καμιά μεταβολή. Αυτό ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις μεταβολής του προσώπου του εργοδότη ανεξάρτητα από το νομικό λόγο της, που μπορεί να είναι μεταβίβαση της εκμετάλλευσης εκούσια ή αναγκαστική, όπως με πλειστηριασμό, κληρονόμηση κ.λπ.. Την σχέση εργασίας δεν την καταλύει ούτε ο θάνατος του εργοδότη, όταν η λειτουργία της εκμεταλλεύσεως, στην οποία απασχολείται ο μισθωτός, συνεχίζεται, εκτός αν τα μέρη είχαν αποβλέψει κυρίως στο πρόσωπό του (παρ. 2, άρθρο 675, ΑΚ).
Ο εργοδότης είναι ελεύθερος να αποφασίσει εάν και με ποιόν θα συνάψει σύμβαση εργασίας και είναι ο μόνος που μπορεί να κρίνει τους αντικειμενικούς λόγους πρόσληψης κάποιου εργαζόμενου, π.χ. προσόντα, ικανότητες, καταλληλότητα κ.λπ.. Έχει το δικαίωμα να συλλέξει πληροφορίες για το πρόσωπο του κάθε υποψηφίου, προκειμένου να λάβει ορθή απόφαση επιλογής εργαζομένου στην επιχείρησή του, τηρώντας βέβαια το δικαίωμα στην προσωπικότητα του εργαζόμενου. Η εκτίμηση του εργοδότη για την καταλληλότητα του εργαζομένου δεν επιτρέπεται να στηρίζεται σε γεγονότα ή περιστατικά άσχετα με την απόδοση του εργαζομένου, ούτε να προσκρούει σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου (π.χ. για την ισότητα των φύλων). Με την επιλογή του εργαζομένου δύναται να υπογραφθεί σύμβαση εργασίας.
Η σύναψη της συμβάσεως εργασίας όπως και οποιασδήποτε άλλης ενοχικής σύμβασης πρέπει πάντοτε να πραγματοποιείται σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία έπειτα από την συναίνεση των μερών της σύμβασης. Είναι δυνατόν όμως πολλές φορές να προηγούνται της κατάρτισης της σύμβασης, διαπραγματεύσεις μεταξύ του εργοδότη και του προσφερόμενού να εργασθεί προσώπου.
Ο εργοδότης υποχρεούται:
- να λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη διαφύλαξη της υγείας και της ασφάλειας των μισθωτών,
- να ασφαλίζει τους μισθωτούς για τους κινδύνους ασθένειας και γήρατος κ.λπ.,
- να καταβάλλει εμπρόθεσμα τον μισθό,
- να χορηγεί τις προβλεπόμενες άδειες κ.λπ.,
- να χορηγεί εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών,
- να μην προβαίνει σε άνιση μεταχείριση,
- να σέβεται την ιδιωτική ζωή και την προσωπικότητα των εργαζομένων.
Εξάλλου, ο εργοδότης δικαιούται κατ΄ ενάσκηση του διευθυντικού του δικαιώματος, που πηγάζει ευθέως από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας (άρθρο 648 ΑΚ) και παρέχεται σ΄ αυτόν εμμέσως και από το άρθρο 652 του ΑΚ, να ρυθμίζει οποιοδήποτε θέμα ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησής του για την επίτευξη των σκοπών αυτής.
Το κείμενο αποτελεί απόσπασμα από άρθρο της κας Πανωραίας Ντάτη, με τίτλο «Η κατάρτιση της ατομικής σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και η υποχρέωση γνωστοποίησης των όρων εργασίας» που δημοσιεύθηκε στο τεύχος Μαΐου 2017 του περιοδικού Epsilon7.