Σε αναδίπλωση φαίνεται ότι εξώθησαν την ΕΚΤ οι αντιδράσεις για την πρόθεσή της να επιβάλει στις ευρωπαϊκές τράπεζες απαγορευτικά υψηλές προβλέψεις για τη θωράκισή τους από τα παλαιά κόκκινα δάνεια. Ενώ η ΕΚΤ σχεδίαζε να επιβάλει προβλέψεις ίσες με το 100% της αξίας των παλαιών δανείων, και μάλιστα σε πολύ στενά περιθώρια, η Ντανιέλ Νουί, επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής Τραπεζών, δήλωσε χθες ότι το ζήτημα θα αντιμετωπιστεί κατά περίπτωση και όχι με ενιαία κατευθυντήρια γραμμή. Μέχρι στιγμής οι προβλέψεις για τα παλαιά κόκκινα δάνεια δεν υπερβαίνουν το 45% της αξίας των δανείων.
Είναι σαφές πως αν ίσχυαν αυτές οι απαγορευτικά υψηλές προβλέψεις που σχεδίαζε η ΕΚΤ, όπως εκτιμούν τραπεζικοί κύκλοι για τα παλαιά δάνεια, θα επέφεραν πρόσθετη πίεση τόσο στις ελληνικές τράπεζες που έχουν προχωρήσει σε προβλέψεις μόνον για το 50% των παλαιών κόκκινων δανείων όσο και στις τράπεζες πολλών ευρωπαϊκών χωρών. Το πρόβλημα είναι ιδιαιτέρως οξύ για την Ιταλία, οι τράπεζες της οποίας διακρατούν περίπου το 25% του συνόλου των κόκκινων δανείων στην Ευρώπη, η αξία των οποίων εκτιμάται σήμερα στα 800 δισ. ευρώ.
Το κόστος εκτιμάται ότι θα ήταν δυσβάστακτο και θα εξωθούσε τις τράπεζες να μειώσουν δραστικά τις χορηγήσεις δανείων, με όσα συνεπάγεται αυτό για τις μικρές επιχειρήσεις και την πραγματική οικονομία. Θα ήταν, άλλωστε, ασφυκτικά τα χρονικά περιθώρια για τη συγκέντρωση των απαιτούμενων κεφαλαίων, καθώς στο σχετικό σχέδιο της ΕΚΤ προβλέπεται για τα ενυπόθηκα δάνεια χρονικό διάστημα επτά ετών, αλλά για τα δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις θα έπρεπε να συγκεντρώνεται το 100% της αξίας τους σε δύο χρόνια.
Η προοπτική να επεκταθούν οι υψηλότατες προβλέψεις και στα παλαιά κόκκινα δάνεια είχε προκαλέσει ομοβροντία αντιδράσεων τόσο από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Ομοσπονδία (EBF) όσο και από την κυβέρνηση της Ιταλίας. Ο Ιταλός υπουργός Οικονομικών Πιερ Κάρλο Παντοάν έφθασε στο σημείο να αμφισβητήσει την αρμοδιότητα της ΕΚΤ σε ό,τι αφορά την επιβολή προβλέψεων για την αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων. Οπως χαρακτηριστικά τόνισε, το σχέδιο της ΕΚΤ «υπερβαίνει τα όρια μιας εποπτείας», ενώ ζήτησε να καθοριστεί «μια συνετή μέθοδος και ένα συνετό χρονοδιάγραμμα», προκειμένου να μη βρεθούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες ενώπιον νέων δυσκολιών που θα τις καταστήσουν ευάλωτες.
Ετσι, τόσο ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι όσο και η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής Τραπεζών Ντανιέλ Νουί έσπευσαν να κατευνάσουν τις ανησυχίες των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων και των τραπεζικών κύκλων, μιλώντας για διαβούλευση επί του θέματος με άλλα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. και με τις εθνικές αρχές των κρατών-μελών αλλά και για εξέταση κατά περίπτωση του ιδιαίτερα ευαίσθητου θέματος των κόκκινων δανείων.
Χθες ο Μάριο Ντράγκι τάχθηκε υπέρ μιας «κοινής προσπάθειας» μεταξύ ρυθμιστικών, εποπτικών και εθνικών αρχών, καθώς, όπως τόνισε, «προς το παρόν το σημαντικότερο ζήτημα είναι να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων». Η δήλωση του κ. Ντράγκι σημαίνει ότι οι τελικές κατευθυντήριες γραμμές για τα παλαιά κόκκινα δάνεια, θλιβερό «κληροδότημα» της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, θα συνδιαμορφωθούν βάσει και των σχετικών προτάσεων που ετοιμάζεται να παρουσιάσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε λίγους μήνες. Σε ό,τι αφορά την κ. Νουί, μιλώντας σε συνέδριο στη Φρανκφούρτη, τόνισε πως «για τα παλαιά μη εξυπηρετούμενα δάνεια η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική, γι’ αυτό και πρέπει να γίνεται η αξιολόγηση και να δίνεται λύση κατά περίπτωση». Προσέθεσε ότι η Εποπτική Αρχή «συνεργάζεται με όσες τράπεζες έχουν πολύ υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων» και ελέγχει τα σχέδιά τους για να διασφαλίσει ότι είναι επαρκώς φιλόδοξα και αξιόπιστα. Επανέφερε την ιδέα μιας «κακής τράπεζας», τονίζοντας πως θα ήταν «ένα καλό εργαλείο».