Σύμφωνα με τον Υπουργό, η πρώτη “ένεση” προς την αποκατάσταση των “κουρεμένων” θα έχει ύψος 25 εκατομμυρίων ευρώ.
Όπως έχει αναφέρει ο Χάρης Γεωργιάδης, το μέτρο της διάσωσης τραπεζών με ίδια μέσα επέφερε υπέρμετρο οικονομικό κόστος μερίδας συμπολιτών μας και για το λόγο αυτό σήμερα που η κυβέρνηση βρίσκεται σε θέση να καθορίσει το πλαίσιο και να διαθέσει πόρους για περαιτέρω βήματα μερικής άμβλυνσης των συνεπειών στο μέτρο, το πράττει, όπως είπε.
Εξήγησε ότι για το σκοπό αυτό θα γίνει χρήση του Εθνικού Ταμείου Αλληλεγγύης το οποίο δημιουργήθηκε το 2013, προς το οποίο προτείνουν την καταβολή πρώτης συνεισφοράς 25 εκατομμυρίου ευρώ για δημιουργία αποθεματικού μέσω του συμπληρωματικού προϋπολογισμού για το 2017, ο οποίος εγκρίθηκε χθες και κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή.
Για τον ίδιο σκοπό αποφασίστηκε και θα εξεταστεί ενδεχόμενο παραχώρησης κρατικής περιουσίας η οποία παρέμενε αναξιοποίητη, γεγονός που δίνει μια προοπτική έστω κι αν δεν προσφέρει άμεση θεραπεία, επεσήμανε ο Υπουργός.
Όπως ενημέρωσε, αντίστοιχη διαδικασία θα γίνει και το δεύτερο εξάμηνο του 2018 όπου θα καθοριστεί η δεύτερη συνεισφορά προς το ταμείο, κάτι που αναμένεται να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων της οικονομίας.
Ξεκαθάρισε ότι δεν τίθεται θέμα ανάληψης νομικής ευθύνης από το κράτος, πρόκειται για σχεδιασμό που προϋποθέτει έγκριση από το Υπουργικό και τη Βουλή και τηρεί όλες τις Συνταγματικές πρόνοιες.
Αυτούσια η δήλωση του Υπουργού Οικονομικών Χάρη Γεωργιάδη
Θα ήθελα να σας ενημερώσω για τα όσα το Υπουργικό Συμβούλιο συζήτησε και αποφάσισε χθες σε σχέση με το ενδεχόμενο άμβλυνσης των συνεπειών που έχει υποστεί μερίδα συμπολιτών μας από την κατάρρευση της Λαϊκής Τράπεζας και την υποχρεωτική μετατροπή καταθέσεων σε μετοχές στην Τράπεζα Κύπρου.
Να υπενθυμίσω ότι η κακή κατάσταση των δημοσίων οικονομικών το 2013, η απώλεια της πρόσβασης της χώρας μας στις διεθνείς αγορές, σε συνάρτηση με τις υπέρμετρα ψηλές ανάγκες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών, είχε καταστήσει το ενδεχόμενο περαιτέρω κρατικής στήριξης προς τον τραπεζικό τομέα απαγορευτικό. Κατ’ ακρίβεια η κρατική στήριξη προς τον χρηματοπιστωτικό τομέα το 2012 και το 2013, συγκεκριμένα προς την Λαϊκή Τράπεζα και τον Συνεργατισμό, είχε ήδη φτάσει το 20% του ΑΕΠ, ποσοστό πολύ ψηλότερο από την κρατική στήριξη που προσφέρθηκε στον χρηματοπιστωτικό τομέα σε κάθε άλλο κράτος-μέλος.
Μετά την καταψήφιση της αρχικής πρότασης της κυβέρνησης και μπροστά στο φάσμα της άτακτης κατάρρευσης του τραπεζικού συστήματος, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε, στις 22 Μαρτίου 2013, τον Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμο.
Πρόκειται για νομοσχέδιο που είχε ετοιμαστεί το 2012, είχε τύχει νομοτεχνικού ελέγχου από τη Νομική Υπηρεσία του κράτους, και είχε τεθεί ενώπιον της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα η οποία διαβίβασε τα σχόλια της τον Ιανουάριο 2013. Σημαντική πτυχή της αυτής της νομοθεσίας ήταν η θέσπιση της διαδικασίας μετατροπής ανασφάλιστων καταθέσεων, δηλαδή καταθέσεων άνω των 100,000 ευρώ, σε μετοχικό κεφάλαιο.
Πρέπει να τονιστεί, δηλαδή, το γεγονός ότι το κούρεμα έγινε με νόμο του κράτους, ότι εκεί που έφτασαν τα πράγματα ήταν αναπόφευκτο και η όποια άλλη εξέλιξη θα ήταν ακόμη πιο οδυνηρή για όλους.
Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι το μέτρο της διάσωσης με ίδια μέσα επέφερε υπέρμετρο οικονομικό κόστος σε μερίδα συμπολιτών μας.
Στη βάση αυτής της διαπίστωσης, το κράτος έχει ήδη καταρτήσει Σχέδιο για μερική αναπλήρωση της απώλειας που έχει υποστεί η μεγαλύτερη μερίδα των επηρεαζόμενων συμπολιτών μας, που είναι τα μέλη Ταμείων Προνοίας.
Σήμερα, είμαστε σε θέση να καθορίσουμε το πλαίσιο και να ξεκινήσουμε να διαθέτουμε πόρους για να μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε περαιτέρω βήματα μερικής έστω άμβλυνσης των συνεπειών, σταδιακά και στο μέτρο των οικονομικών δυνατοτήτων του κράτους.
Θα αξιοποιήσουμε το Εθνικό Ταμείο Αλληλεγγύης, το οποίο συστάθηκε το 2013, και είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, προς το οποίο προτείνουμε τη καταβολή της πρώτης συνεισφοράς ύψους €25 εκ, για δημιουργία αποθεματικού, μέσω του Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού για το έτος 2017 που εγκρίθηκε χθες από το Υπουργικό Συμβούλιο και κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή.
Κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2018 θα προσδιοριστεί η έκταση της επόμενης συνεισφοράς προς το Ταμείο και αυτή η διαδικασία θα επαναλαμβάνεται για τα επόμενα χρόνια στην βάση των οικονομικών μας δυνατοτήτων και χωρίς ποτέ να διακυβεύεται η σταθερότητα των δημοσίων οικονομικών και της οικονομίας.
Για τον ίσιο σκοπό, έχει επίσης αποφασιστεί και θα εξεταστεί το ενδεχόμενο παραχώρησης στο Ταμείο κρατικής περιουσίας, η οποία, παρά την σημαντική της αξία, παρέμενε διαχρονικά αναξιοποίητη.
Θεωρούμε πως αυτή είναι η μόνη εφικτή προοπτική, έστω και εάν δεν προσφέρει άμεση θεραπεία. Είναι μια υλοποιήσιμη πρόταση έναντι των διάφορων ανέφικτων και ανεφάρμοστων προτάσεων που κατά καιρούς έχουν ακουστεί.
Ξεκαθαρίζω ότι δεν τίθεται ζήτημα ανάληψης νομικής ευθύνης από το κράτος, ή καταβολής αποζημίωσης. Πρόκειται για σχεδιασμό που στοχεύει στην διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής.
Κατ’ ακρίβεια, η διάθεση πόρων από το Ταμείο προϋποθέτει κατάρτιση Προϋπολογισμού και έγκριση του από το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή. Προϋποθέτει επίσης την ετοιμασία Σχεδίου το οποίο να λαμβάνει υπόψη μια σειρά από νομικές, οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους και να είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο.
Με λίγα λόγια, αντί να μοιράζουμε υποσχέσεις, ξεκινούμε να βάζουμε πόρους στην άκρη, τώρα που οι οικονομικές μας δυνατότητες το επιτρέπουν, για να δημιουργήσουμε σταδιακά μια υλοποιήσιμη προοπτική μερικής έστω ελάφρυνσης του κόστους που μερίδα συμπολιτών μας έχει υποστεί.