Καταλυτικής σημασίας για την επόμενη μέρα στις τράπεζες θα αποβούν “κόκκινα” δάνεια της τάξεως των 20 δισ. ευρώ. O λόγος για μια κρίσιμη μάζα μη εξυπηρετούμενων δανείων που βρίσκονται στη “ζώνη επιτήρησης” των τραπεζών.
Πρόκειται για δάνεια που είναι ρυθμισμένα, αλλά έχουν ξανά καθυστέρηση ή που ακόμη δεν έχουν κριθεί ως “θεραπευμένα”. Θα αποτελέσουν το “ζύγι” για τις επιπλέον προβλέψεις που θα κληθούν να σχηματίσουν οι τράπεζες, με αντίκτυπο στα κεφάλαιά τους, με τις πρώτες εκτιμήσεις των τραπεζιτών να κάνουν λόγο για 4 έως 6 δισ. ευρώ.
Πόρισμα έως τα τέλη Νοεμβρίου
Τα δάνεια αυτά βρίσκονται στο “μικροσκόπιο”, με τις τράπεζες να τα αναλύουν σε micro επίπεδο, προκειμένου μέχρι τα μέσα ή το αργότερο στα τέλη Νοεμβρίου να υποβάλουν στον SSM το πόρισμα για το ύψος των πρόσθετων προβλέψεων που θα χρειαστεί να λάβουν εν όψει της εφαρμογής του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9. Το πρότυπο αυτό, που μπαίνει σε ισχύ από 1/1/2018, επιβάλλει στις τράπεζες να αναγνωρίζουν εκ των προτέρων την πιθανότητα αναμενόμενων ζημιών από χορηγηθέντα δάνεια και να σχηματίζουν τις δέουσες προβλέψεις βάσει αυτής της πιθανότητας και όχι κατόπιν της πραγματοποιηθείσας ζημίας, όπως γινόταν μέχρι σήμερα.
Οι τράπεζες θα πάρουν τις προβλέψεις για το IFRS 9 στα τέλη του τρέχοντος έτους, μπαίνοντας στο 2018 με μειωμένα κεφαλαιακά “μαξιλάρια”, αλλά με εφόδια για πολύ επιθετικότερες κινήσεις στο μέτωπο της μείωσης των NPLs. Τις αντοχές του ανωτέρω συνδυασμού θα τεστάρουν τα stress tests της ΕΚΤ που θα αρχίσουν να διενεργούνται τον Φεβρουάριο, προκειμένου να έχουν δώσει την εικόνα της κεφαλαιακής κατάστασης των τραπεζών νωρίς μέσα στον Μάιο και επαρκή περιθώρια κινήσεων μέχρι την έξοδο από το πρόγραμμα προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018.
Ο “κουβάς” των δανείων
Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο “Κ”, η “δεξαμενή” των δανείων που θα κρίνει το ύψος των πρόσθετων προβλέψεων με βάση το IFRS 9 αποτελείται από δάνεια που είτε έχουν ξανακοκκινίσει κατόπιν ρύθμισης είτε ακόμη δεν έχουν κριθεί ως “θεραπευμένα”. Πρόκειται για τα δάνεια εκείνα που δεν έχουν συμπληρώσει ακόμη το ένα έτος επιτήρησης ώστε να περάσουν στην επόμενη, επίσης ετήσια φάση παρακολούθησης, προτού να θεωρηθούν και πάλι ομαλά εξυπηρετούμενα. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κ”, ο βαθμός redefault της συγκεκριμένης κατηγορίας δανείων παραμένει υψηλός, αν και ελαφρά αποκλιμακούμενος. Ειδικότερα, οι τράπεζες διαπιστώνουν ότι, ενώ έναν χρόνο πριν το 20% των ρυθμισμένων δανείων ξαναβρίσκονταν σε δυσκολίαεξυπηρέτησης της μηνιαίας δόσης μετά τον έναν χρόνο σε επιτήρηση, σήμερα το ποσοστό των δανείων που ξανακοκκινίζουν έχει υποχωρήσει στο 17%.
Σύμφωνα με τους τραπεζίτες, από τους τρεις “κουβάδες” δανείων των τραπεζών, ο “κουβάς” που περιέχει τα δάνεια στο μεταίχμιο ασθένειας-ίασης θα είναι εκείνος που θα παρουσιάσει τις μεγαλύτερες ανάγκες σε νέες προβλέψεις. Τόσο ο “κουβάς” με τα δάνεια που εξυπηρετούνται, έχοντας περάσει τη διετία της εντατικής παρακολούθησης, όσο και ο “κουβάς” με τα βαθιά προβληματικά δάνεια θα απαιτήσουν από λίγες έως μηδενικές νέες προβλέψεις, αντίστοιχα.
Τα στοιχεία που θα προκύψουν από τον έλεγχο των τραπεζών για τις αναγκαίες επιπρόσθετες προβλέψεις δεν πρόκειται να ανακοινωθούν επισήμως. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των τραπεζιτών, πάντως, θα οδηγήσουν σε ένα ποσό από 4 έως 6 δισ. ευρώ, το οποίο θα φύγει από το κεφαλαιακό απόθεμα που έχουν διαμορφώσει οι τράπεζες από τους υψηλότερους του απαιτουμένου δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, για να παράσχει μεγαλύτερη κάλυψη στην “γκρίζα ζώνη” των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, ύψους 20 δισ. ευρώ.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κ”, τα δάνεια αυτά έχουν σήμερα κάλυψη σε ποσοστό της τάξεως του 25%-30%, όταν ο μέσος όρος κάλυψης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του τραπεζικού συστήματος κινείται στο 50%. Όπως έχει γράψει το “Κ”, οι πρόσθετες προβλέψεις, κυρίως λόγω του IFRS 9, θα οδηγήσουν σε αύξηση του ελάχιστου δείκτη κάλυψης των τραπεζών από προβλέψεις λίγο άνω του 55%. Σήμερα ο δείκτης κάλυψης (coverage ratio) των τραπεζών για τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους (NPEs) ανέρχεται σε 55,7% για την Εθνική Τράπεζα, 51,1% για τη Eurobank, 48% για την Alpha Bank και 45% για την Τράπεζα Πειραιώς.
Βάσει των εκτιμήσεων των τραπεζιτών, τα παραπάνω ορίζουν και το ανώτερο εύρος των 6 δισ. ευρώ για τις νέες προβλέψεις που θα κληθούν να πάρουν οι τράπεζες στο τέλος του τρέχοντος έτους. Σημειώνεται ότι η προηγούμενη φορά που οι τράπεζες είχαν εξαναγκαστεί σε λήψη πρόσθετων προβλέψεων ήταν με το AQR του 2014, το οποίο είχε αναπροσαρμόσει τις προβλέψεις για επισφάλειες κατά 22%, ανεβάζοντάς τες κατά 9,1 δισ. ευρώ. Το ποσό υπερκάλυψαν οι τράπεζες στη χρήση 2015, λαμβάνοντας πρόσθετες προβλέψεις περίπου 14 δισ. ευρώ.
Επιθετικές κινήσεις
Η υποχρεωτική αύξηση των προβλέψεων λόγω της εφαρμογής του IFRS 9, πάντως, θα έχει και τη θετική της πλευρά για τις τράπεζες. Και αυτό, διότι θα τους παράσχει τα εφόδια για να κάνουν πιο επιθετικές κινήσεις στο μέτωπο της μείωσης των “κόκκινων” δανείων με “κουρέματα”, διαγραφές και πωλήσεις. Ήδη οι διαγραφές στις οποίες προχώρησαν οι τράπεζες ως κύριο μέσο μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους έχει “ροκανίσει” τις υφιστάμενες προβλέψεις, με συνέπεια τη συνεχή μείωση της κάλυψης από προβλέψεις σε επίπεδο τραπεζικού συστήματος. Η κάλυψη αυτή υποχώρησε στο 48,3% τον Ιούνιο 2017, από 49,1% τον Μάρτιο, λόγω των εκτεταμένων διαγραφών δανείων, οι οποίες άγγιξαν τα 3,3 δισ. ευρώ στο φετινό πρώτο εξάμηνο.
Κατόπιν αυτού, καθοριστικό εφεξής για το ύψος και την επάρκεια των προβλέψεων θα είναι το κατά πόσον οι τράπεζες θα μπορέσουν να ανακτήσουν ενέχυρα από “κόκκινα” δάνεια και σε ποιες τιμές.
Όπως τονίζουν τραπεζίτες στο “Κ”, ακόμα ένας λόγος που οι πρόσθετες προβλέψεις από το IFRS 9 θεωρούνται διαχειρίσιμες είναι το γεγονός ότι οι ζημίες από τα δανειακά χαρτοφυλάκια που αυτές θα κληθούν να καλύψουν θα μπορέσουν να αποσβεσθούν σε περίοδο πενταετίας. Πρόκειται για απόφαση που δεν είναι ακόμη επίσημη, αλλά συζητείται από τις ευρωπαϊκές Αρχές και έχει διαμηνυθεί στις τράπεζες.