Δύο νέες πολύ σημαντικές αποφάσεις υπέρ των δανειοληπτών σε ελβετικό φράγκο εξέδωσε το Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών και παρουσιάζει σε πρώτη δημοσίευση το Legalnews24.gr. Πρόκειται για τις υπ’αρ. 799 και 800/2017 αποφάσεις επί συλλογικών αγωγών καταναλωτικών σωματείων κατά της Εθνικής Τράπεζας και της Alpha Bank. Για τους ενάγοντες παραστάθηκαν οι δικηγόροι Μάριος Μαρινάκος, Ιωάννης Μυταλούλης και Αριάδνη Νούκα.
Σύμφωνα με την πρώτη απόφαση (799/2017) αποδείχθηκε ότι «δεν προκύπτει, κατά πρώτον, ότι η ενημέρωση για τον συναλλαγματικό κίνδυνο που αναλάμβαναν οι καταναλωτές με την ως άνω σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο, θα ήταν έγγραφη ή προφορική και κατά δεύτερον δεν αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο οι αρμόδιοι υπάλληλοι της ενάγουσας θα ενημέρωναν τους δανειολήπτες ώστε να εξασφαλιζόταν, με βεβαιότητα, ότι οι τελευταίοι θα είχαν κατανοήσει την επικινδυνότητα του εν λόγω προϊόντος, δεδομένου ότι η διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ( όπως του ελβετικού φράγκου με το ευρώ), εξαρτάται, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, από μια σειρά απρόβλεπτων προσδιοριστικών παραγόντων …Ως εκ τούτου οι περί αντιθέτου ισχυρισμοί της εναγόμενης … περί του ότι η διαμόρφωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας ( και ως εκ τούτου και της οφειλής των δανειοληπτών), δεν οφείλεται σε αυτήν αλλά προκύπτει « από τους αυστηρά θεσπισμένους και εκ των προτέρων διαμορφωμένους διεθνείς μηχανισμούς της αγοράς συναλλάγματος,..», και ότι η συναλλαγματική ισοτιμία αποτελεί διαγνωστό αντικειμενικό μέτρο, θα πρέπει να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι δεδομένου ότι, όπως ανωτέρω αναλύεται, α) ο προσδιορισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας δεν προέρχεται από αυστηρά θεσπισμένους και «εκ των προτέρων διαμορφωμένους διεθνείς μηχανισμούς», αλλά, αντιθέτως, εξαρτάται από αναρίθμητους και απροσδιόριστους παράγοντες που είναι αδύνατο να προβλεφθούν τόσο από τον μέσο καταναλωτή – δανειολήπτη, όσο και από ειδικούς και έμπειρους οικονομολόγους και β) όφειλε η εναγόμενη να φροντίσει για την προσήκουσα ενημέρωση των δυνητικών δανειοληπτών…
Επιπλέον, δεν γίνεται σαφής διάκριση στην προαναφερθείσα εγκύκλιο, εάν ή ενημέρωση επί του επίδικου προϊόντος θα γινόταν από ειδικούς και έμπειρους υπαλλήλους της ενάγουσας, οι οποίοι θα είχαν την απαιτούμενη γνώση και πιστοποίηση για την προώθηση ενός τέτοιου πολυσύνθετου προϊόντος. Δεδομένου λοιπόν ότι η σύμβαση δανείου σε ελβετικό φράγκο δεν αποτελεί απλή σύμβαση στεγαστικού δανείου, αλλά στην ουσία είναι ένα πολυσύνθετο χρηματοοικονομικό προϊόν ( καθόσον ο δανειολήπτης φέρεται να«λαμβάνει» το δάνειο σε ευρώ με «μετατροπή» του ελβετικού φράγκου σε ευρώ με την ισοτιμία που θα ίσχυε κατά τον χρόνο της εκταμίευσης ενώ οι δόσεις του δανείου θα υπολογίζονται σε ελβετικά φράγκα με βάση το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο), η ενάγουσα όφειλε να αναθέσει την ενημέρωση των καταναλωτών σε υπαλλήλους της (ή ειδικούς συμβούλους), που να διέθεταν ειδική πιστοποίηση σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν. 2836/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 49 του ν. 3371/2005 και του άρθρου 16 του ν. 3606/2007, που ορίζει ότι οι υπάλληλοι που είναι αρμόδιοι για την ανάλυση κινητών αξιών και αγορών χρήματος και κεφαλαίου ( όπως στην επίδικη περίπτωση), οφείλουν να διαθέτουν σχετικό πιστοποιητικό επαγγελματικής επάρκειας που χορηγείται από την τράπεζα της Ελλάδος, κατόπιν εξετάσεων με ευθύνη της τελευταίας και της επιτροπής κεφαλαιαγοράς.
Σε συνέχεια των ανωτέρω και όσον αφορά στην φερόμενη κατά τίτλο «παρεχόμενη προστασία του δανειολήπτη», ως προς την πιθανή μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας σε βάρος του δανειολήπτη, ( π.χ. ανατίμηση του ελβετικού φράγκου έναντι του ευρώ), τυγχάνει, κατά την κρίση του Δικαστηρίου ανεπαρκής και βλαπτική για τον δανειολήπτη, διότι, α) η χρονική της διάρκειά ήταν περιορισμένη (5 έως 6 έτη, για δάνεια 30 ή και 40 ετών), β) περιοριζόταν μόνο στην περίπτωση δυσμενούς μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας πάνω από 5% , γ) αφορούσε μόνο τη δόση καθαυτή και όχι το οφειλόμενο κεφάλαιο, το οποίο προσαυξημένο με τη ζημιογόνα για τον δανειολήπτη, μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας, υποχρέωνε σε παράτασή του χρόνου συνολικής αποπληρωμής του δανείου, ακόμη και υπό την ισχύ του προγράμματος προστασίας, σε συνολική καθολική επιβάρυνση του δανειολήπτη με τη συναφή εκ της συναλλαγματικής μεταβολής, ζημία και δ) το κόστος του προγράμματος αυτού επιβάρυνε την μηνιαία τοκοχρεωλυτική δόση του δανειολήπτη ( ανεξαρτήτως της ανατίμησης ή της υποτίμησης του ελβετικού φράγκου προς το ευρώ).
Πέραν των ανωτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα δύο (2), επισυναπτόμενα – συγκριτικά παραδείγματα της εναγόμενης ( με και χωρίς προστασία δόσης), αποτυπωμένα σε δύο πίνακες, είναι πρόχειρα και απλοϊκά, σε σχέση με την πολυπλοκότητα των επίδικων δανείων, κατά τα ανωτέρω, καθόσον περιορίζονται σε χαμηλό επιτόκιο και χαμηλές δόσεις…
Αφετέρου δεν αναφέρονται, με απτά παραδείγματα, οι συναλλαγματικοί κίνδυνοι που κρύβονται στα επίδικα δάνεια, όπως είναι η πιθανή, μεγάλη, περιουσιακή βλάβη που μπορεί να υποστεί ο καταναλωτής από την μεταβολή της συναλλαγματικής ισοτιμίας και την συνακόλουθη διαμόρφωση της δόσης σε υψηλά επίπεδα για πάρα πολλά έτη, χωρίς να μειώνεται το κεφάλαιο του δανείου. …εκ των δύο παραδειγμάτων, θα έπρεπε, τουλάχιστον, στο ένα να αποτυπώνεται η οφειλή, και η μηνιαία δόση σε περίπτωση θετικής εξέλιξης της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ ελβετικού φράγκου και ευρώ και στο άλλο, η μηνιαία δόση και η οφειλή στην περίπτωση της αρνητικής εξέλιξης της, ως άνω, συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να γίνεται άμεσα αντιληπτό από τον δυνητικό δανειολήπτη οι σοβαρές συνέπειες που θα είχε στην περιουσία του μια βίαιη μεταβολή στη συναλλαγματική ισοτιμία ελβετικού φράγκου/ευρώ, με ανατίμηση του πρώτου, έτσι ώστε η πληροφόρηση που παρείχε η εναγομένη να ήταν πραγματική και αποτελεσματική, και να μην περιορίζεται σε «διαφήμιση» μόνο του καταναλωτικού προϊόντος της. ..
Ώς εκ τούτου, ο περί αντιθέτου ισχυρισμός της εναγόμενης (ο οποίος εξετάζεται στο πλαίσιο της ανεπτυγμένης άρνησης της αγωγής), ότι η παραπάνω ενημέρωση «με μαθηματικό σχεδιάγραμμα μεταβολής της ισοτιμίας», καθιστούσε αμέσως αντιληπτό από τον δανειολήπτη ποιες θα είναι «οι συγκεκριμένες συνέπειες», στη διαμόρφωση των τοκοχρεωλυτικών του δόσεων σε περίπτωση μεταβολής τη ισοτιμίας, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος…
Ειδικότερα κατά το προσυμβατικό στάδιο η εναγόμενη δεν εμφάνισε ούτε στη σύμβαση ούτε σε χωριστό έγγραφο, τουλάχιστον, ένα ρεαλιστικό παράδειγμα διαμόρφωσης των υποχρεώσεων των δανειοληπτών στο μέλλον, το οποίο να στηρίζεται στην εκδοχή ότι θα μεταβαλλόταν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση η ισοτιμία των δυο νομισμάτων, παρόλο που η διακύμανση, ακόμα και με μεγάλες αποκλίσεις, της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι αναμενόμενη σε βάθος χρόνου, ιδίως σε βάθος 30ετίας ( όπως ήταν τα περισσότερα επίδικα δάνεια), πράγμα που γνώριζε η εναγόμενη ακριβώς λόγω της ιδιότητας της ως τράπεζας, δηλαδή του αντικειμένου των εργασιών της, ενώ η σταθερότητα της ισοτιμίας προβαλλόταν ιδιαιτέρως ως παράγων εξασφαλιστικός των ωφελημάτων σύναψης των συμβάσεων αυτών. Επισημαίνεται ότι η εναγόμενη είχε πληροφορηθεί, ήδη από το 2007, σχετικά με το συναλλαγματικό κίνδυνο υποτίμησης του ευρώ κατά ποσοστό έως και 30%, σύμφωνα με την έκθεση και της υποδείξεις του Δ.Ν.Τ., κατά το παραπάνω έτος. Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο προβαλλόταν από τους υπαλλήλους της εναγόμενης το συγκεκριμένο καταναλωτικό προϊόν (σύμφωνα με τις ανωτέρω οδηγίες της διεύθυνσης πωλήσεων της εναγόμενης), η ελλιπής ενημέρωση του καταναλωτή ως προς τους προσδιοριστικούς παράγοντες της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου με το ευρώ και τις συνέπειες του συσχετισμού: του συναλλαγματικού, κινδύνου, με μία ενδεχόμενη αύξηση του επιτοκίου (στό ζήτημα δε του συσχετισμού των δύο αυτών παραγόντων, η πληροφόρηση αποδεικνύεται ανύπαρκτη), καθώς και τα προαναφερόμενα παραδείγματα, όπου αποτυπώνονταν κυρίως τα θετικά στοιχεία της ως άνω συναλλαγματικής ισοτιμίας (χαμηλό επιτόκιο, χαμηλή μηνιαία δόση), δημιουργούσε στον μέσο καταναλωτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι οι υποχρεώσεις του θα παρέμεναν, αν όχι αμετάβλητες, πάντως σταθερές με μικρές αποκλίσεις στο μέλλον….
Περαιτέρω, η εξέλιξη αναφορικά με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των δανειοληπτών από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις, πολυετούς διάρκειας, υπήρξε δυσμενής, για τους τελευταίους…Οι ως άνω αρνητικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ ,προς το ελβετικό φράγκο οδήγησαν σε αύξηση του οφειλόμενου χρέους παρά τις συνεχείς και συνεπείς καταβολές εκ μέρους των δανειοληπτών. Μάλιστα το τελευταίο διάστημα(από το έτος 2015 και μέχρι το χρόνο συζήτησης της αγωγής) και ενόψει της προαναφερόμενης απόφασης της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας οι βίαιες μεταβολές της ισοτιμίας είχε ως αποτέλεσμα την ολίσθηση της αξίας του ευρώ έναντι του ελβετικού φράγκου, με ορίζοντα μόνιμο. Ως εκ τούτου ο περί αντιθέτου ισχυρισμός της εναγόμενης ( ο οποίος εξετάζεται στο πλαίσιο της αιτιολογημένης άρνησης της αγωγής), περί πρόωρης ασκήσεως της κρινόμενης αγωγής, θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του.
Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο προαναφερόμενος όρος, όπως τίθεται στο άρθρο 14 των ειδικών όρων των επίδικων δανείων, ο οποίος ήταν προδιατυπωμένος από την εναγόμενη, περιλαμβανόταν στους γενικούς όρους συναλλαγών, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ της εναγόμενης και των ως άνω δανειοληπτών, κατά το μέρος που ρυθμίζει την συναλλαγματική ισοτιμία με βάση την οποία θα μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι τυχόν καταβολές σε ευρώ, καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής των δανείων, είναι ασαφής, αόριστος και ακατανόητος, τόσο ως προς τη γραμματική διατύπωσή του, αλλά, κυρίως, όσο και προς το συγκεκριμένο αποτέλεσμά του στις οικονομικές υποχρεώσεις των δανειοληπτών, και ως εκ τούτου καταχρηστικός και άκυρος. Ειδικότερα, με τον ως άνω όρο των επίδικων συμβάσεων παραβιάζεται η αρχή της διαφάνειας των γενικών όρων συναλλαγών, η οποία συμπτύσσεται στη υποχρέωση του προμηθευτή – εναγόμενου τραπεζικού ιδρύματος, α) της σαφούς και κατανοητής διατύπωσης του επίμαχου όρου, προκειμένου οι ως άνω καταναλωτές – δανειολήπτες, των τραπεζικών υπηρεσιών να μπορούν σε απλή και κατανοητή γλώσσα να διακρίνουν το νόημα του όρου, β) του ορισμένου ( ή οριστού), του περιεχομένου του κρινόμενου συμβατικού όρου, προκειμένου οι καταναλωτές να είναι σε θέση να προβλέψουν την έννομη θέση τους όταν ο συμβατικός όρος θα εφαρμοστεί και γ) της απαγόρευσης απροσδόκητου και αιφνιδιαστικού όρου ο οποίος ανατρέπει στον καταναλωτή τις βάσιμες προσδοκίες και εντυπώσεις του ως προς τις πραγματικές έννομες συνέπειες και προεκτάσεις του όρου που υπέγραψε(βλ. και σκέψεις 49- 51 της ΔΕΕ C-189/16 της 20/9/2017). Συγκεκριμένα, αν και ο παραπάνω ΓΟΣ ρυθμίζει το περιεχόμενο της αντιπαροχής του οφειλέτη – δανειολήπτη, καθορίζει την μηνιαία δόση του δανειολήπτη, τις καταβολές που πρέπει αυτός να κάνει προς την εναγόμενη προς αποπληρωμή του κεφαλαίου του όσο και των τόκων που προκύπτουν (παραπέμποντας στον αντίστοιχό όρο περί καθορισμού του επιτοκίου, δηλαδή, «το επόμενο άρθρο» άνευ ετέρου τίνος),εντούτοις έχει τέτοια (ελλειπτική)διατύπωση που δεν αφήνει να διαφανούν τα μειονεκτήματα και οι επιβαρύνσεις που αυτός ενσωματώνει. Πιο συγκεκριμένα, οι καταναλωτές κατά τη σύναψη των ένδικων συμβάσεων δεν μπορούσαν να διαπιστώσουν με ευκρίνεια ότι αναλάμβαναν μεταβλητούς κινδύνους (και δη το συνδυασμό του συναλλαγματικού κινδύνου με την ενδεχόμενη αύξηση του επιτοκίου του ξένου νομίσματος) και μάλιστα με την υποχρέωση μακροχρόνιας δέσμευσης. Επιπλέον με τον ανωτέρω όρο δεν διατυπώνεται ευκρινώς ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος σε ξένο νόμισμα καθώς και η σχέση μεταξύ του συγκεκριμένου μηχανισμού και του μηχανισμού που προβλέπουν άλλες ρήτρες σχετικά με την αποδέσμευση του δανείου (μεταξύ των οποίων και ή προαναφερθείσα περί προσδιορισμού του επιτοκίου) ώστε οι καταναλωτές να μπορούν να εκτιμήσουν, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες τις οποίες τα ανωτέρω συνεπάγονται. Έτσι οι καταναλωτές (οι οποίοι, ανεξαρτήτως του μορφωτικού τους επιπέδου, δεν διέθεταν εξειδικευμένες γνώσεις ως προς τις συναλλαγές σε προϊόντα επενδυτικού χαρτοφυλακίου συνδεδεμένα ευθέως με την αγορά συναλλάγματος), αδυνατούσαν όχι μόνο να πληροφορηθούν την ύπαρξη διαφοράς μεταξύ της συναλλαγματικής ισοτιμίας πωλήσεως και της συναλλαγματικής ισοτιμίας αγοράς του ξένου νομίσματος (ελβετικό φράγκο), αλλά και να αξιολογήσουν τις οικονομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν γι’ αυτούς η εφαρμογή της ρήτρας συναλλαγματικής ισοτιμίας για τον υπολογισμό των δόσεων (των οποίων εν τέλει, θα ήταν και οι τελικοί υπόχρεοι), καθώς και του συνολικού ύψους των δανείων. Άλλωστε, σαφώς αποδείχθηκε ότι το σύνολο, σχεδόν, των επίδικων δανειακών συμβάσεων αφορά σε δάνεια στεγαστικά ή σε αναχρηματοδότηση τέτοιων δανείων, γεγονός από το οποίο συνάγεται πως, ή εναγομένη απέβλεπε στην προώθηση του εν λόγω προϊόντος της σε καταναλωτικό κοινό το οποίο, κατά τεκμήριο και υπό την προϋπόθεση ακόμη: ότι είναι ευλόγως επιμελές και ενημερωμένο, θα δυσκολευόταν να αντιληφθεί τον κίνδυνό που αναλάμβανε (και δη να αξιολογήσει τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μίας ρήτρας όπως η επίδικη στις οικονομικές του υποχρεώσεις) χωρίς την απαιτούμενη ειδική και επαρκή κατά τα ανωτέρω πληροφόρηση και σαφήνεια των συμβατικών όρων, σε αντίθεση με την περίπτωση κατά την οποία θα απευθυνόταν σε κοινό που θα επιζητούσε επιχειρηματικά χρηματοδοτικά προϊόντα.
Επί τη βάσει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι ο επίδικος όρος οδηγεί ουσιαστικά στην διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών των καταναλωτών – δανειοληπτών με την εξέλιξη της συναλλακτικής τους σχέσης με την εναγόμενη. Οι καταναλωτές κατά τη διάρκεια της συμβατικής τους σχέσης βιώνουν ανατροπή θεμελιωδών στοιχείων της γνώσης τους και της προσλαμβάνουσας αντίληψής τους για το περιεχόμενο και το νόημα των επίδικων συμβάσεων. Αυτό συμβαίνει καθώς οι καταναλωτές προσμένουν ότι για όσο χρονικό διάστημα επιμελώς θα αποπληρώνουν το δάνειό τους, θα μειώνεται και το οφειλόμενο κεφάλαιο των δανείων. Δεν είχε γίνει κατανοητό από τους δανειολήπτες κατά την κατάρτιση των επίδικων συμβάσεων ότι μπορεί να συμβεί το αντίθετο και αποτελεί δικαιολογημένη και καλλιεργημένη από την τράπεζα προσδοκία (κατά τα ανωτέρω), ότι με κάθε μηνιαία δόση που καταβάλει μειώνει και το χρέος του έναντι της τράπεζας. Συνεπώς, έχει ιδιαίτερη βαρύτητα για τον δανειολήπτη ότι όσο αποπληρώνει το δάνειο, τόσο αυτό μειώνεται ως χρέος. Οι παραπάνω, όμως, αρνητικές μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ελβετικού φράγκου προς το ευρώ οδήγησαν σε αύξηση του οφειλόμενου χρέους παρά τις συνεχείς και συνεπείς καταβολές εκ μέρους των δανειοληπτών, κατά τα ανωτέρω. Συνεπώς, αποτελεί πλήρη διάψευση κάθε δικαιολογημένης προσδοκίας των δανειοληπτών, ότι εξαιτίας του παραπάνω ΓΟΣ μπορεί να αποπληρώνουν επί αρκετά έτη τις μηνιαίες δόσεις αποπληρωμής των δανείων τους χωρίς να απομειώνονται τα οφειλόμενα δάνεια. Σημειωτέον δε ότι ο επίμαχος όρος είναι μεν σαφής ως προς τη γραμματική του διατύπωση, πλην όμως, το γεγονός αυτό δεν αρκεί από μόνο του ( άνευ άλλου δηλαδή), για τη διαπίστωση της εγκυρότητας του, βάσει των κριτηρίων του ν. 2251/1994 και της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ, καθώς υπήρχε αδιαφάνεια και δη αοριστία ως προς τις οικονομικές συνέπειες της επίδικης ρήτρας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, ώστε να διαψευστούν οι τυπικές και δικαιολογημένες προσδοκίες κάθε μέσου δανειολήπτη, ότι, δηλαδή, καταβάλλοντας τις συμφωνηθείσες δόσεις ανελλιπώς, το ποσό της οφειλής θα μειώνεται και δεν θα αυξάνεται λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ και ελβετικού φράγκου, αλλά και λόγω της εν γένει λειτουργίας του συμβατικού μηχανισμού στον οποίο εντάσσεται η ρήτρα αυτή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, διαταράσσεται σημαντικά και η ισορροπία των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων σε βάρος των δανειοληπτών, καθόσον ο επίμαχος ( ΓΟΣ), οδηγεί στη διάψευση της δικαιολογημένης προσδοκίας τους ως προς τη φύση της παρεχόμενης υπηρεσίας, το σκοπό και το όλο περιεχόμενο της σύμβασης.
Επί των ανωτέρω λεκτέα και τα ακόλουθα: α) Κάθε όρος (ΓΟΣ), μιας καταναλωτικής σύμβασης στον οποίο αποτυπώνονται οι υποχρεώσεις του καταναλωτή, ελέγχεται ως προς τη διαφάνειά του και την ευκρίνεια με την οποία αναδεικνύει την αιτία και το ύψος των επιβαρύνσεων του τελευταίου, ακόμη και εάν αποτελεί στοιχειό της κύριας παροχής της συμβάσεως, δηλαδή, ακόμη και αν συνιστά ουσιώδες στοιχείο αυτής και αφορά στην ίδια τη φύση της υποχρέωσης του οφειλέτη (βλ. ΔΕΕ C-189/16 ό.π.).
β) ο παραπάνω, υπ’ αριθ. 14 προ διατυπωμένος – στερεότυπος, όρος (ΓΟΣ), με τον φερόμενο τίτλο «ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΔΑΝΕΙΟΥ. ΑΡΘΡΟ 14 ( Διάρκεια – Εξόφληση δανείου), καθώς και αυτός που εμπεριέχεται σε κάθε ρύθμιση οφειλής ή μείωση δόσης των επίδικων δανείων (με την προσθήκη της αναγνώρισης της προηγούμενης οφειλής που είχε διαμορφωθεί από την συναλλαγματική ισοτιμία του ελβετικού φράγκου προς το ευρώ), κατά το μέρος που ρυθμίζει την ισοτιμία, με βάση την οποία μετατρέπονται σε ελβετικά φράγκα οι καταβολές που λάμβαναν χώρα σε ευρώ καθ’ όλη τη διάρκεια αποπληρωμής των επίδικων δανείων, είναι αόριστος και ασαφής και ως εκ τούτου άκυρος και καταχρηστικός, καθώς δεν πληροί τις αυστηρές προϋποθέσεις της αρχής της διαφάνειας. Δεν επιτρέπει στον καταναλωτή – δανειολήπτη να αντιληφθεί επαρκώς, κατά την κατάρτιση της σύμβασης και χωρίς μετασυμβατική εξωτερική βοήθεια, την έκταση των επιβαρύνσεων που ενδέχεται να αντιμετωπίσει κατά τη διάρκεια της συμβατικής σχέσης, γ) επίσης, ο επίμαχος ΓΟΣ είναι άκυρος λόγω διάψευσης των δικαιολογημένων προσδοκιών του δανειολήπτη καταναλωτή καθώς ανατρέπει αδικαιολόγητα την βασική προσμονή ότι όσο θα αποπληρώνει το χρέος του, τόσο θα απομειώνεται αυτό ή τουλάχιστον δεν θα αυξάνεται, δ) ο παραπάνω ΓΟΣ είναι άκυρος και για τον επιπλέον λόγο, διότι, αλλοιώνει και ανατρέπει τη νομική φύση και τον κύριο συμβατικό σκοπό της σύμβασης καταναλωτικού στεγαστικού δανείου καθώς μετατρέπει τον δανειολήπτη – καταναλωτή ενεργό και καθημερινό συμμέτοχο στη μεταβαλλόμενη και απροσδιόριστη αγορά συναλλάγματος.
Ενόψει των ανωτέρω, ο ισχυρισμός της εναγόμενης περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος των δανειοληπτών να ζητήσουν την ακύρωση του επίμαχου όρου (ΓΟΣ), μετά πάροδο πολλών ετών, θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος αφού, σύμφωνα και με τα ανωτέρω, κατόπιν μετασυμβατικής εξωτερικής βοήθειας και μετά το πέρασμα πολλών ετών, διαπιστώθηκε από τους δανειολήπτες τόσο το μέγεθος της επιβάρυνσής τους όσο και η μονιμότητα της. Πρόκειται, δηλαδή, για την περίπτωση κατά την οποία ή ανισορροπία την οποία ενείχε η επίδικη συμβατική ρήτρα κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εκδηλώθηκε μόνο κατά την εκτέλεση αυτής (της σύμβασης) και μάλιστα μετά το πέρασμα ετών. …
Σε κάθε περίπτωση, εφόσον ο κρινόμενος όρος (ΓΟΣ), κρίνεται άκυρος, ως αδιαφανής, αποκλείεται, κατά λογική ακολουθία, να είναι και «δηλωτικός», της διάταξης του άρθρου 291 ΑΚ., η οποία είναι σαφής, δεν έχει προσβληθεί ως αντισυνταγματική και μπορεί (όπως παρακάτω αναλύεται), να εφαρμοστεί μόνο στην περίπτωση συμπλήρωσης του κενού που δημιουργείται από την παραπάνω ακυρότητα του επίδικου όρου ( ΓΟΣ). ..
Με βάση τα εκτεθέντα πρέπει να γίνει, εν μέρει δεκτή η αγωγή ( και οι πρόσθετες παρεμβάσεις), ως ουσιαστικά βάσιμη και να απαγορευθεί στην εναγόμενη, χωρίς την απειλή χρηματικής ποινής, να χρησιμοποιεί, στο μέλλον, στις συναλλαγές της με καταναλωτές, στο πλαίσιο συμβάσεων δανείων σε ελβετικό φράγκο ή με ρήτρα ελβετικού φράγκου καθώς και σε κάθε ρύθμιση οφειλής ή μείωση δόσης δανείου, τον επίδικο γενικό όρο συναλλαγών…»
Αντίστοιχο είναι το σκεπτικό και διατακτικό της δεύτερης απόφασης υπ’αρ.800/2017 που εκδόθηκε από την ίδια σύνθεση δικαστών (Αγγελική Μακρυγεώργου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Μαρνέρη Αθανάσιο, Πρωτόδικη – Εισηγητή, Φανουργάκη Δηρήτριο, Πρωτόδικη)