Απόφαση εργατοδικείου στη Βρετανία θέτει εν αμφιβόλω το επιχειρηματικό μοντέλο της εταιρείας ιδιωτικής μετακίνησης Uber, διότι δικαιώνει αιτήματα των εργαζομένων για την καταβολή κατώτατου μισθού και την κάλυψη των αδειών. Εταιρείες όπως η Uber στηρίζουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο σε συμβάσεις με ανεξάρτητους επαγγελματίες, καθιερώνοντας μια νέας μορφής οικονομία, η οποία είναι γνωστή ως gig economy. Χωρίς συμβάσεις μόνιμης απασχόλησης, η Uber και άλλες εταιρείες τέτοιου τύπου απαλλάσσονται από εργοδοτικές εισφορές, διατηρώντας σε χαμηλά επίπεδα τις δαπάνες τους. Οι εταιρείες επιμένουν ότι έτσι υπάρχει μεγαλύτερη ευελιξία μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων, αλλά οι επικριτές τους και οι εργαζόμενοι σε αυτές αντιδρούν διότι δεν υπάρχει μέριμνα για βασικά δικαιώματα, όπως η αναρρωτική άδεια ή τα επιδόματα ανεργίας.
Η απόφαση του εργατοδικείου είναι το δεύτερο πλήγμα που έχει υποστεί η Uber στο Λονδίνο τους τελευταίους μήνες. Τον Σεπτέμβριο, η Εποπτική Αρχή Μεταφορών του Λονδίνου απαγόρευσε τη λειτουργία της Uber στην πρωτεύουσα της Βρετανίας. Η εταιρεία έχει ασκήσει έφεση στην απόφαση, βάσει της οποίας δεν πληροί τα κριτήρια για να λειτουργεί στο Λονδίνο. Προς το παρόν εξακολουθεί να λειτουργεί έως ότου ανακοινωθεί η τελική απόφαση.
Στο εργατοδικείο προσέφυγαν δύο οδηγοί της Uber, ο Τζέιμς Φάραρ και ο Γιασίν Ασλάμ, εκ μέρους ομάδας 19 οδηγών, που κατηγορούν την εταιρεία ότι δεν καλύπτει βασικές προϋποθέσεις ως εργοδότης με το να τους εντάσσει στην κατηγορία των αυτοαπασχολουμένων. «Μπορείς να υπεκφύγεις με το πρόσχημα της τεχνολογίας, αλλά πρέπει να σέβεσαι και να υπακούς τους νόμους», σχολιάζει ο 36χρονος Ασλάμ στην αμερικανική εφημερίδα New York Times. «Η απόφαση αυτή θα επηρεάσει χιλιάδες εργαζομένους όχι μόνο στη Βρετανία». Η Uber ανακοίνωσε ότι θα ασκήσει έφεση είτε στο εφετείο είτε στο ανώτατο δικαστήριο της χώρας.
Αν και η εξέλιξη της Uber είναι αλματώδης, με την αξία της να φθάνει τα 70 δισ. δολάρια, η εταιρεία τελευταία αντιμετωπίζει προβλήματα σε διαφορετικά μέτωπα. Κατηγορείται για ανεπαρκείς ελέγχους στους οδηγούς της, την παραπλάνηση των Αρχών με το λογισμικό της και την επιθετική επιχειρηματική τακτική της, που οδήγησε στην παραίτηση του ιδρυτή, Τράβις Καλάνικ. Ο αντικαταστάτης του, Ντόρα Κοσροβσάχι, φαίνεται μετριοπαθής.