Η προστασία της πρώτης κατοικίας ως ενέχυρο δανείων που πρόκειται να πουληθούν σε funds, αναμένεται να μπει στο τραπέζι της επόμενης διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους “θεσμούς” στα τέλη Νοεμβρίου. Πρόκειται για το μοναδικό “παράθυρο” που ενδέχεται να ανοίξουν οι “Θεσμοί” για την προστασία της πρώτης κατοικίας, καθώς οποιαδήποτε παράταση της προστασίας που παρέχεται από το νόμο Κατσέλη είναι εκτός συζήτησης.
Με βάση τα σημερινά ισχύοντα, μία τράπεζα δεν μπορεί να πουλήσει σε fund δάνειο, το οποίο έχει ως υποθήκη πρώτη κατοικία, αξίας έως 140.000 ευρώ. Ωστόσο, η απαγόρευση αυτή δεν θα υφίσταται από 1/1/2018, αφού ο νόμος για τις μεταβιβάσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων σε εταιρίες διαχείρισης έχει κάνει σχετική πρόβλεψη μέχρι τις 31/12/2017.
Αυτό σημαίνει ότι μετά την ημερομηνία αυτή και με δεδομένη τη δέσμευση των τραπεζών να ακολουθήσουν “επιθετικότερη” πολιτική μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων με πωλήσεις “κόκκινων” δανείων, δεν θα υπάρχει προστασία για την πρώτη κατοικία. Κατόπιν αυτού, η παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας για τα δάνεια που θα μεταβιβαστούν σε funds, αναμένεται να μπει στο “τραπέζι” της επόμενης διαπραγμάτευσης με τους “θεσμούς” στα τέλη Νοεμβρίου – αρχές Δεκεμβρίου, χωρίς όμως να είναι βέβαιο ότι οι τελευταίοι θα δώσουν το πράσινο φως.
Η προστασία της πρώτης κατοικίας αποτελεί θέμα που “καίει” από κάθε άποψη την κυβέρνηση και το τελευταίο διάστημα, ενόψει της έναρξης των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, έχει καλλιεργηθεί η εντύπωση ότι γίνεται “παζάρι” για την παράταση της προστασίας που δίνει ο νόμος Κατσέλη. Μάλιστα, η φημολογία της τελευταίας εβδομάδας ανέφερε ότι η προστασία στην πρώτη κατοικία θα δοθεί με αντάλλαγμα την άμεση προώθηση των αλλαγών στο νόμο Κατσέλη.
Όπως έχει επισημάνει εξαρχής το Capital.gr, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να παραταθεί η προστασία της πρώτης κατοικίας. Μάλιστα, προστασία της πρώτης κατοικίας με παράταση του νόμου Κατσέλη δεν έχει συζητηθεί καν, όχι μόνο διότι οι “θεσμοί” έχουν βγάλει εξαρχής “απαγορευτικό”. Επίσης διότι η παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του ν. Κατσέλη που είχε εξασφαλίσει ο πρώην υπουργός Οικονομίας Γ. Σταθάκης, πηγαίνει χρονικά μέχρι τα τέλη του 2018. Επομένως, ακόμη και αν ετίθετο θέμα παράτασης, αυτή θα μπορούσε να συζητηθεί προς τα τέλη του 2018, κοντά στην εκπνοή του νόμου.
Ορισμένες τραπεζικές πηγές αναφέρουν στο Capital.gr ότι θα μπορούσαν να δουν μία παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας του ν. Κατσέλη για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, από τη στιγμή που θα νομοθετηθεί άμεσα ότι οι υποθέσεις του ν. Κατσέλη θα ενταχθούν στον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Ωστόσο, η επικρατούσα άποψη είναι ότι δεν τίθεται καμία παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας, αφού οι “Θεσμοί” έχουν ρίξει όλο το βάρος στους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς και σε ένα σαφές περιβάλλον κανόνων, το οποίο θα επιτρέψει αποφασιστικές κινήσεις από πλευράς τραπεζών και Δημοσίου για την ανάκτηση οφειλών, με αιχμή αυτές που ανήκουν σε στρατηγικούς κακοπληρωτές.
Κατόπιν αυτού, η παράταση της προστασίας της πρώτης κατοικίας για τις μεταβιβάσεις “κόκκινων” δανείων σε funds, θα αποτελέσει το μοναδικό “παράθυρο” που θα μπορούσαν να ανοίξουν οι “Θεσμοί” στην κυβέρνηση για την προστασία της πρώτης κατοικίας.
Σημειώνεται ότι με τον αναθεωρημένο νόμο Κατσέλη προστατεύεται, μέχρι 31/12/2018, η κύρια κατοικία του 61,2% των νοικοκυριών εφόσον:
α) Το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης προσαυξημένες κατά 70%, δηλαδή φθάνει έως τις 40.800 ευρώ (άγαμος: 13.906 ευρώ, ζευγάρι: 23.659 ευρώ και κάθε παιδί: 5.714 ευρώ) και η κύρια κατοικία του έχει αντικειμενική αξία μεταξύ 180.000 και 280.000 ευρώ (ζευγάρι: 220.000 και 20.000 ευρώ για κάθε παιδί).
β) Αν το οικογενειακό εισόδημα του αιτούντος δεν υπερβαίνει τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης, δηλαδή φθάνει έως τις 24.000 ευρώ (άγαμος: 8.180 ευρώ, ζευγάρι: 13.917 ευρώ και κάθε παιδί: 3.361 ευρώ) και η κύρια κατοικία του έχει αντικειμενική αξία μεταξύ 120.000 και 220.000 (ζευγάρι:160.000 και 20.000 ευρώ για κάθε παιδί), το ελληνικό Δημόσιο καταβάλει επί τρία χρόνια τη διαφορά μεταξύ της ικανότητας αποπληρωμής και της δόσης (έως 95% της δόσης).