Η κοινή λογική λέει ότι όταν κάποιος επιστρέφει ένα προϊόν εισπράττει το αντίτιμο που κατέβαλε και φυσικά και τον ΦΠΑ. Η πρακτική αυτή, που είναι κοινή για όλες τις συναλλαγές, καταστρατηγείται στην περίπτωση των ασφαλιστηρίων συμβολαίων και συγκεκριμένα στην περίπτωση που ένας ασφαλισμένος ενώ ακυρώνει ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο, δεν λαμβάνει πίσω τον φόρο που κατέβαλε, ο οποίος παρακρατείται από τη φορολογική αρχή.
Πρόκειται για τον παραλογισμό της δημόσιας διοίκησης στις σχέσεις της με τους φορολογούμενους πολίτες μέσα από μια διάταξη που αφαιρεί τη δυνατότητα από τις ασφαλιστικές εταιρείες να αναζητήσουν, σε περίπτωση ακύρωσης ασφαλιστηρίου συμβολαίου, τον φόρο ασφαλίστρων που παρακρατήθηκε και να τον επιστρέψουν στους φορολογουμένους. Το θέμα αναδεικνύεται ιδιαίτερα σοβαρό λόγω της δύσκολης συγκυρίας, αλλά και του γεγονότος ότι ο φόρος ασφαλίστρων, που παρακρατείται σε περίπτωση ακύρωσης ενός συμβολαίου, ξεκινά από μονοψήφια ποσοστά, αλλά σε ορισμένους κλάδους φθάνει έως και το 20%.
Μέχρι πρόσφατα εάν ένας καταναλωτής ασφαλισμένος ακύρωνε το ετήσιο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, π.χ. του αυτοκινήτου του έπειτα από 6 μήνες, η ασφαλιστική επιχείρηση του επέστρεφε το τμήμα εκείνο του ασφαλίστρου που αντιστοιχούσε στο εξάμηνο μετά την ακύρωση μαζί με το τμήμα του φόρου ασφαλίστρων που αντιστοιχούσε στο ασφάλιστρο αυτό. Μετά την ΠΟΛ. 1028/2017 η ασφαλιστική επιχείρηση καλείται να του επιστρέψει το εξαμηνιαίο ασφάλιστρο που αντιστοιχεί στο εξάμηνο μετά την ακύρωση, όχι όμως και το τμήμα του φόρου ασφαλίστρων που αντιστοιχεί στο εξαμηνιαίο ασφάλιστρο, αφού η πολιτεία δεν επιτρέπει την επιστροφή του φόρου ασφαλίστρων ακόμη και αν ακυρωθεί η ασφάλιση. Το ίδιο ισχύει για τα συμβόλαια όλων των κλάδων.
Ο περιορισμός αυτός, όπως επισημαίνουν στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς, ανατρέπει την πάγια, ακολουθούμενη επί δεκαετίες, πρακτική των ασφαλιστικών επιχειρήσεων, η οποία είχε γίνει δεκτή από την ελληνική φορολογική διοίκηση ήδη από τη δεκαετία του 1930 με σαφείς βιβλιογραφικές αναφορές, ενώ ουδέποτε πριν από την ΠΟΛ. 1028/2017 είχε αμφισβητηθεί από τις αρμόδιες αρχές. Βάσει της πρακτικής αυτής οι ασφαλιστικές εταιρείες επιστρέφουν το ασφάλιστρο σε περίπτωση ακύρωσης, δεδομένου ότι η επιβολή του φόρου προϋποθέτει την ύπαρξη έγκυρης ασφάλισης που είναι το αντικείμενο του φόρου. Είναι προφανές ότι σε περίπτωση που η ασφάλιση ακυρώνεται, το αντικείμενο του φόρου εξαφανίζεται και κατά συνέπεια τόσο το ασφάλιστρο όσο και ο φόρος ασφαλίστρων που έχει ενσωματωθεί σε αυτό πρέπει να επιστραφούν στον πελάτη. Ακόμη και το προφανές, όμως, είναι στη χώρα μας υπό αίρεση