Ποινή φυλάκισης δύο (2) ετών επιβλήθηκε από το Εφετείο στον 86χρονο από την Πάφο που σκότωσε τη σύζυγό του, ηλικίας 78 ετών, τον Ιούλιο του 2014.
Ο εφεσίβλητος κατηγορήθηκε για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας του άρθρου 205(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, ενώ πρωτοδίκως ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου, αθωώθηκε λόγω αμφιβολίας ως προς την ενοχή του.
Μετά από έφεση που ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα, η πρωτόδικη απόφαση ανατράπηκε, κατά πλειοψηφία, και ο εφεσίβλητος κρίθηκε ένοχος.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, «ο εφεσίβλητος συνειδητά είπε ψέματα ως προς τις σχέσεις του με το θύμα, σύζυγο του, προβάλλοντας ότι αυτές ήταν αρμονικές. Είχε αποδειχθεί ακριβώς το αντίθετο. Ο ίδιος απειλούσε το θύμα ότι «εν να σου δώσω κατάκκελα με τη βέρκα» και το προηγούμενο βράδυ του θανάτου της αποβιωσάσης ακούστηκε να την βρίζει και να την στέλνει «στα ανάθεμα». Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος συνειδητά ψευδόμενος προσπάθησε να υποστηρίξει ότι τρίτα πρόσωπα ευθύνονται για το θάνατο της συζύγου του, συνδέοντας τα θανατηφόρα τραύματα με ληστεία και κτυπήματα που υπέστη ο ίδιος και η σύζυγος του από πέτρα».
Στην πραγματικότητα, η ληστεία την οποία ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος έλαβε χώρα τρεις ημέρες προηγουμένως και δεν συνδεόταν με το θάνατο της συζύγου του.
Μάλιστα ο 86χρονος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν εξέφρασε οποιαδήποτε μεταμέλεια για το συμβάν, ο δε συνήγορος του εισηγήθηκε ότι πρόκειται περί «αθέλητης ανθρωποκτονίας».
Όπως αναφέρει το Εφετείο, δεσπόζουσα θέση στην αγόρευση του συνηγόρου για μετριασμό της ποινής, ήταν η μεγάλη ηλικία του εφεσιβλήτου, ο οποίος είναι 86 ετών, σε συνδυασμό με το λευκό ποινικό του μητρώο «και αντιμετωπίζει παθολογικά προβλήματα, κινητικές δυσκολίες, χρησιμοποιεί μπαστούνι για τη μετακίνηση του και χρειάζεται επέμβαση στα μάτια του λόγω καταρράκτη».
Όπως σημειώνει το δικαστήριο, «ενέργεια που απολήγει σε απώλεια του ύψιστου αγαθού της ζωής, επιβάλλει την αντιμετώπιση της με τη μέγιστη δυνατή αυστηρότητα όπως αντανακλάται στην ποινή που προβλέπεται για εγκληματικές πράξεις, που επιφέρουν απώλεια ανθρώπινης ζωής. Το άρθρο 205(1) του Ποινικού Κώδικα, επί του προκειμένου, επισύρει τη μέγιστη δυνατή ποινή, που είναι η φυλάκιση δια βίου.
Η προβλεπόμενη ποινή δεν αποτελεί τη μηχανιστική βάση για τον καθορισμό του ύψους της ποινής και το Δικαστήριο οφείλει να την αναπροσαρμόσει αναλόγως των συνθηκών διάπραξης του αδικήματος, των προσωπικών δεδομένων του δράστη, χωρίς βεβαίως να ατονεί μια άλλη, εξίσου σημαντική πτυχή της επιβολής ποινής, αυτή της αποτροπής. Το αδίκημα το οποίο αντιμετωπίζει σήμερα ο εφεσίβλητος έχει ως απόρροια την εξάλειψη του αισθήματος ασφάλειας, το οποίο πρέπει να ενυπάρχει αναφορικά με το αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Υπό τις συνθήκες αυτές ο αποτρεπτικός χαρακτήρας της ποινής είναι βαρύνουσας σημασίας.
Στην υπόθεση Σάββα ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 231, λέχθηκε ότι η αδιαφορία για τη ζωή ενός άλλου ανθρώπου είναι καθοριστικής σημασίας, στην πορεία καθορισμού της αρμόζουσας ποινής. Η επιβολή πολύχρονης φυλάκισης δικαιολογείται σε περιπτώσεις όπου η ανθρωποκτονία είναι το αποτέλεσμα ηθελημένης παράνομης πράξης. (Βλ. Pernell, Ford Fowler v.Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 417).
Η παρούσα υπόθεση αποτελεί ένα κλασσικό παράδειγμα έλλειψης ενδιαφέροντος από ένα άτομο προς άλλο. Οι διαφορές που υπήρχαν μεταξύ του εφεσιβλήτου και της συζύγου του, οι οποίες, όπως καταφαίνεται από την απόφαση του Κακουργιοδικείου, είχαν διάρκεια, δεν νομιμοποιούσαν σε καμιά περίπτωση τον εφεσίβλητο να προσφύγει στη βία και να επιφέρει το θανάσιμο τραυματισμό της συζύγου του. Διαπιστώνουμε ότι υπήρξε μεγάλος βαθμός αδιαφορίας εκ μέρους του ως προς το ενδεχόμενο αποτέλεσμα των ενεργειών του. Τα γεγονότα αυτά είναι, όπως έχουμε αναφέρει, επιβαρυντικά.
Έχουμε ταυτοχρόνως, όπως αναφέρθηκε, καθήκον να προσμετρήσουμε τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσιβλήτου, που ιδιαιτέρως η ηλικία του δημιουργεί μια ιδιαίτερη δυσκολία στο έργο μας. Τίποτε το ουσιαστικό, εκτός από την ηλικία, και το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσιβλήτου, δεν έχει τεθεί ενώπιον μας που να αποτελεί σοβαρό μετριαστικό παράγοντα.
Στην υπόθεση R. v. Tussler (1920) 15 Cr. App. Rep. 59 και Pittas v. The Police (1968) 2 C.L.R. 137, καθορίστηκε ότι η μεγάλη ηλικία ενός κατηγορουμένου και η ενδεχόμενη ταλαιπωρία λόγω προχωρημένης ηλικίας λειτουργεί ως σοβαρός μετριαστικός παράγοντας.
Όπως έχει παρατηρηθεί στην υπόθεση R. v. Lucas, R. v. Walsh (2000) All E.R. CD 183, είναι σημαντικό όταν επιβάλλεται ποινή σε άτομο προχωρημένης ηλικίας, να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο χρόνος είναι πιο πολύτιμος για το ηλικιωμένο άτομο και το αποτέλεσμα μιας ποινής φυλάκισης σε αυτόν είναι δυσμενέστερο, καθότι η προσδοκία ζωής του είναι μικρότερη. Τονίστηκε, ταυτοχρόνως, ότι σε τέτοια περίπτωση πρέπει να διατηρείται για τον καταδικασθέντα φως στο τέλος της σήραγγας, έχοντας υπόψη ακριβώς την προσδοκία ζωής ενός ηλικιωμένου ατόμου. Θα πρέπει όμως στο σημείο αυτό να υπομνησθεί ιδιαιτέρως ότι για αδικήματα σοβαρής μορφής, όπως το υπό συζήτηση, οι προσωπικές περιστάσεις και ιδιαιτέρως η ηλικία, δεν μπορούν να έχουν ουσιαστική σημασία καθότι τα δικαστήρια θα έστελναν λανθασμένα μηνύματα προς άτομα μιας ηλικίας, κάτι το οποίο δεν είναι πρόθεση μας να πράξουμε. (Βλ. Chokami v. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 189 και Στυλιανού ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 73/2012, ημερ. 13 Οκτωβρίου 2015).
Στη βάση των πιο πάνω αυθεντιών, στρεφόμενοι στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, θεωρούμε ότι λόγω, της σοβαρότητας της εγκληματικής συμπεριφοράς, της αδιαφορίας και της έλλειψης μεταμέλειας, δεν μπορεί παρά να επιβληθεί ποινή στερητική της ελευθερίας. Λαμβάνουμε υπόψη ότι υπήρξε καθυστέρηση τριών περίπου χρόνων για να οριστικοποιηθεί αυτή. Το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσιβλήτου λειτουργεί σαφώς υπέρ του, σε συνδυασμό δε με την ηλικία του, που αν εξέλιπε, η ποινή θα ήταν πολύ πιο αυστηρή, από αυτή που θα επιβάλουμε.
Στη βάση όλων των περιστατικών της υπόθεσης και των προσωπικών συνθηκών του εφεσιβλήτου, επιβάλλουμε σ’ αυτόν ποινή φυλάκισης δύο ετών».
Το Εφετείο δεν δέχτηκε το αίτημα του συνηγόρου υπεράσπισης για αναστολή της ποινής.
(δημοσίευση απόφασης: cylaw.org)