Εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 – Ισχυρισμοί αίροντες το απαράδεκτο της έφεσης
Όπως επισημαίνεται στην απόφαση, με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213/17.12.2010) προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ/τος 18/1989 (Α΄ 8) το ακόλουθο εδάφιο: “Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου”. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 70 του εν λόγω ν. 3900/2010, “Η ισχύς του παρόντος αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2011 εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις”.
Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989, όπως η παράγραφος αυτή ίσχυε μετά την τροποποίησή της με την παρ. 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 15 παρ. 3 του ν. 4446/2016 (Α΄ 240/22.12.2016), ως εξής: “Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς, που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Το απαράδεκτο του προηγούμενου εδαφίου καλύπτεται, εάν μέχρι την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης περιέλθει εγγράφως σε γνώση του δικαστηρίου με πρωτοβουλία του διαδίκου, ακόμη και αν δεν γίνεται επίκλησή της στο εισαγωγικό δικόγραφο, απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, που είναι αντίθετη προς την προσβαλλόμενη απόφαση”.
Ο ν. 4446/2016 δημοσιεύθηκε πριν από τη συζήτηση της κρινόμενης έφεσης στο ακροατήριο, ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (άρθρο 32) και, συνεπώς, η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται στη συγκεκριμένη υπόθεση (βλ. ΣτΕ 167/2017 επτ.). Κατά την έννοια δε των ανωτέρω διατάξεων, ως ισχυρισμοί αίροντες το απαράδεκτο της έφεσης, νοούνται εκείνοι που αναφέρονται με τρόπο συγκεκριμένο σε κριθέν νομικό ζήτημα, αναγόμενο στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση και η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για την διάγνωση της υπόθεσης και όχι απλώς στην ορθή ή μη υπαγωγή πραγματικών περιστατικών σε εφαρμοσθέντα κανόνα δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 1107/2016, 535/2017, 2005/2015 κ.ά.).
Εξάλλου, ως αντίθεση σε νομολογιακό προηγούμενο κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης δεν νοείται η αναφερόμενη σε ζητήματα αιτιολογίας συνδεόμενα με το πραγματικό της κρινόμενης υπόθεσης, αλλά εκείνη που αφορά στην ερμηνεία διάταξης νόμου ή γενικής αρχής, δυναμένης να έχει γενικότερη εφαρμογή, ανεξαρτήτως εάν αυτή η ερμηνεία διατυπώνεται στη μείζονα ή στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της εκκαλουμένης και των λοιπών αποφάσεων, προς τις οποίες προβάλλεται ότι υφίσταται αντίθεση (πρβλ. ΣτΕ 1107/2016 κ.ά.).
Κατά το εφαρμοζόμενο και επί των ακυρωτικών διαφορών αρμοδιότητας των Διοικητικών Εφετείων άρθρο 46 παρ. 1 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8), η αίτηση ακυρώσεως ασκείται, αν δεν ορίζεται ειδικώς διαφορετικά, μέσα σε προθεσμία εξήντα ημερών. Προκειμένου δε για την άσκηση αίτησης ακυρώσεως κατά ατομικής διοικητικής πράξης μη δημοσιευτέας, η οποία δεν έχει κοινοποιηθεί στον ενδιαφερόμενο, η προθεσμία αυτή αρχίζει από τότε που αυτός έλαβε πλήρη γνώση της πράξης και του περιεχομένου της. Το συγκεκριμένο δε χρονικό σημείο της κατά τα ανωτέρω πλήρους γνώσης μπορεί να συνάγεται, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων κάθε υπόθεσης (ΣτΕ 535/2017, 157/2017, 2488/2014, 4963/2013, 1056/2012).
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο ddikastes.gr