Τι ειπώθηκε σε παγκόμσιο οικονομικό συνέδριο στο Ντουμπάι
Εξίσου, αν όχι περισσότερο, σημαντική με τις Ηνωμένες Πολιτείες στη διαμόρφωση του κόσμου, όπως αυτός θα μοιάζει το 2030, θα είναι η Κίνα, αποφάνθηκαν προσφάτως οι συμμετέχοντες σε παγκόσμιο οικονομικό συνέδριο στο Ντουμπάι, ενώ η ομιλία του Σι Τζιπίνγκ, του προέδρου της χώρας, στο συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος τον περασμένο μήνα φαινόταν να περικλείει αυτή την αντίληψη.
Η Κίνα φαίνεται τώρα να είναι η μεγάλη δύναμη για τη σταθερότητα, την προβλεψιμότητα και την άμυνα του παγκόσμιου εμπορικού συστήματος, ανέφεραν οι αναλυτές. Η πρωτοβουλία «Belt-and-Road» (στρατηγική για την προώθηση της συνεργασίας των ευρασιατικών χωρών με επίκεντρο την Κίνα) είναι κάτι πολύ ευρύτερο από ένα απλό πρόσχημα για τη χρησιμοποίηση του αδρανούς βιομηχανικού δυναμικού της Κίνας. Είναι επίσης μια στρατηγική για τη διασφάλιση των προμηθειών πρώτων υλών και της ζήτησης για κινεζικά προϊόντα.
Οι Αρχές της Κίνας προσεγγίζουν το πρόγραμμα «Belt-and-Road» ως ένα σύστημα παγκοσμιοποίησης, παράλληλο του ήδη υπάρχοντος, το οποίο θεωρούν ότι ευνοεί κυρίως τη Δύση. Η κεντρική ιδέα είναι τελικά να θέσουν το κινεζικό renmibi ως νόμισμα διεκπεραίωσης των εμπορικών συναλλαγών και διασυνοριακών επενδυτικών έργων.
Πρόσφατα ο στρατηγικός αναλυτής αναδυομένων αγορών της NN Investment Partners, Maarten Jan Bakkum, επισκέφθηκε τη χώρα, προκειμένου να συνομιλήσει με κυβερνητικούς και κομματικούς αξιωματούχους για τους κύριους στόχους της πολιτικής, όπως διαμορφώθηκαν μετά το 19ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Οπως παρατηρεί, η κινητήριος δύναμη της οικονομίας της Κίνας σταδιακά μετακινείται από τις επενδύσεις σε πάγια στοιχεία και την παροχή πιστώσεων προς την εσωτερική κατανάλωση.
Η ενίσχυση της κατανάλωσης παρουσιάζεται ακμαία, υπό τη στήριξη της μείωσης των εισοδηματικών ανισοτήτων και τη δύναμη του ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce). Η σε εξέλιξη αστυφιλία, η οποία αποτελεί παράγοντα που επενεργεί θετικά και μακροχρόνια στην ενίσχυση της κατανάλωσης, συμβάλλει στην άμβλυνση των επιπτώσεων από την κάμψη των επενδύσεων σε πάγια στοιχεία και διατηρεί λιγότερο πιθανό το ενδεχόμενο μιας απότομης κάμψης στην αγορά του real estate.
Η αύξηση της παραγωγικότητας αντιμετωπίζεται ως ο μελλοντικός κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης, αντικαθιστώντας τη δημιουργία βιομηχανικής παραγωγικής ικανότητας που απαιτεί συνεχώς αυξανόμενη δανειακή επιβάρυνση. Οι κινεζικές Αρχές στοχεύουν στην περαιτέρω βελτίωση των περιθωρίων κέρδους μέσω πιο αποδοτικής λειτουργίας και της χρήσης ιδιωτικών κεφαλαίων σε δομές μεικτής (Δημόσιο και ιδιωτικός τομέας) ιδιοκτησίας. Κοινός παρονομαστής σε όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις δεν είναι άλλος από την προώθηση των ιδιωτικών επενδύσεων και των πιο καινοτόμων και τεχνολογικά προηγμένων κλάδων.
Η Κίνα προχωρεί πλέον σε μια στροφή από την «ανάπτυξη υψηλών ρυθμών» στην «ανάπτυξη υψηλής ποιότητας». Η «υψηλή ποιότητα» υποδηλώνει την οικονομική ανάπτυξη με λιγότερες χρηματοπιστωτικές ανισορροπίες, με λιγότερη επιβάρυνση του περιβάλλοντος και με πιο ευρεία κατανομή του εισοδήματος. Η στρατηγική της μεγιστοποίησης της ανάπτυξης που ίσχυσε κατά τις προηγούμενες δεκαετίες είναι πλέον παρελθόν, αλλά παράλληλα η ανοχή για ρυθμούς ανάπτυξης κάτω από 6% κατά τα προσεχή έτη είναι ελάχιστη. Η συγκρότηση της ανάπτυξης συνεχίζει να αλλάζει ραγδαία, με τη βαρύτητα της οικιακής κατανάλωσης να ενισχύεται, αν και ήδη καταλαμβάνει κάτι περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν).
O οικονομολόγος Tao Wang της ελβετικής τράπεζας UBS εκτιμά πάντως ότι η ανάπτυξη επιβραδύνεται μερικώς, από το 6,8% εφέτος στο 6,4% το 2018 και στο 6,3% το 2019, αλλά ο κίνδυνος απότομης προσγείωσης της οικονομίας δείχνει να απομακρύνεται.
Η ταχεία πιστωτική επέκταση, το σκιώδες τραπεζικό σύστημα που υπολογίζεται σε 8,5 τρισ. δολάρια και η διαρκώς αυξανόμενη «φούσκα» στην αγορά των ακινήτων προκαλούν πάντως φόβους σε αρκετούς αναλυτές ότι μεσοπρόθεσμα μια απότομη προσγείωση της οικονομίας της θα οδηγήσει σε μεγάλη πτώση τις χρηματοπιστωτικές αγορές παγκοσμίως. Η μεταβολή του αναπτυξιακού μοντέλου της με έμφαση στην κατανάλωση και η αναγνώριση των ζημιών ορισμένων επιχειρήσεων-ζόμπι θεωρούνται απαραίτητες. Διαφορετικά, η πτώση πριν από δύο χρόνια κατά 40% των κινεζικών μετοχών μέσα σε δύο μήνες και οι τεράστιες εκροές κεφαλαίων θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόγευση του τι μπορεί να ακολουθήσει.