Την παραδοχή ότι τα τρία οικονομικά προγράμματα (μνημόνια) δεν ήταν ικανά να διορθώσουν τις βαθιές οικονομικές ανισορροπίες, ούτε να επιτρέψουν στην Ελλάδα να διαχειριστεί τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις της χωρίς εξωτερική στήριξη, αν και εξασφάλισαν συνέχεια της χρηματοδότησης και της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας, κάνει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο.
Με την έκθεση, η οποία διεξήχθη επί μεγάλο χρονικό διάστημα και ήταν αποτέλεσμα συστηματικής εργασίας και προϊόν συνεντεύξεων με αρμόδιους φορείς και στην Ελλάδα, και η οποία εγκρίθηκε από το Τμήμα IV, του οποίου προεδρεύει ο Baudilio Tomé Muguruza, μέλος του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκείται κριτική σχετικά με την αποτελεσματικότητα σε κρίσιμους τομείς των ελληνικών προγραμμάτων.
Επίσης, γίνεται ειδική αναφορά στο ζήτημα της προώθησης των μεταρρυθμίσεων, ενώ υπάρχει μνεία στην καθυστερημένη ενσωμάτωση στα προγράμματα μέτρων για να αντιμετωπιστούν σημαντικές ανισορροπίες.
Ζημιά 36 δισ. ευρώ
Το άκρως ενδιαφέρον σημείο είναι ο υπολογισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τη ζημιά του Ελληνικού Δημοσίου από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, την οποία προσεγγίζει στα 36,4 δισ. ευρώ.
Παράλληλα, στην πολυσέλιδη έκθεση, επισημαίνεται ότι στο διάστημα αμέσως μετά τη λήξη του τρέχοντος, τρίτου προγράμματος, η Ελλάδα θα πρέπει να αποπληρώσει σημαντικά ποσά από το χρέος της.
Ακόμη, επισημαίνεται ότι τα προγράμματα δεν κατάφεραν να αποκαταστήσουν την πρόσβαση της χώρας στις αγορές καθώς η χώρα εξακολουθεί να απαιτεί εξωτερική οικονομική στήριξη ενώ οι ειδικοί στόχοι των προγραμμάτων επετεύχθησαν μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Και επειδή πολύ μεγάλη συζήτηση γίνεται από το εγχώριο πολιτικό σύστημα για την ανάπτυξη, το Συνέδριο υπογραμμίζει ότι τα προγράμματα, παρά τους σαφείς μεσοπρόθεσμους στόχους, δεν «υποστηρίχθηκαν από μια γενική αναπτυξιακή στρατηγική που θα μπορούσε να επεκταθεί πέρα από τα προγράμματα».
«Οι ειδικοί στόχοι των προγραμμάτων επετεύχθησαν μόνο σε περιορισμένο βαθμό» αναφέρεται, ενώ σε άλλο σημείο σχετικά με τη δημοσιονομική βιωσιμότητα σημειώνεται ότι «υπήρξε ευρείας κλίμακας δημοσιονομική εξυγίανση όσον αφορά τις διαρθρωτικές ισορροπίες», ωστόσο, «λόγω των δυσμενών μακροοικονομικών εξελίξεων και του επιτοκιακού κόστους του υφιστάμενου χρέους, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εξακολούθησε να αυξάνεται».
Ειδική αναφορά γίνεται στις τράπεζες, όπου σημειώνεται μεταξύ άλλων: Το δεύτερο πρόγραμμα προέβλεπε ότι οι τέσσερις μεγαλύτερες ελληνικές («συστημικές») τράπεζες θα ανακεφαλαιοποιούνταν κυρίως με κεφάλαια του προγράμματος μέσω του ΤΧΣ, χωρίς ωστόσο να διασφαλίζεται επαρκής έλεγχος του ιδιωτικού τους μάνατζμεντ.
Οι τράπεζες
Σε αντίθεση με τη διεθνή πρακτική, οι ιδιοκτησιακές μεταβολές, που οδήγησαν το 2013 στη σχεδόν πλήρη εθνικοποίηση του εγχώριου τραπεζικού κλάδου, 64 δεν συνοδεύθηκαν από αντίστοιχες αλλαγές στα περισσότερα διοικητικά συμβούλια των τραπεζών. Συγκεκριμένα, σε ορισμένες περιπτώσεις, η διοίκηση παρέμεινε στους ιστορικούς μετόχους και το ΤΧΣ δεν είχε δικαίωμα να την αξιολογήσει από άποψη πείρας, φήμης και ανεξαρτησίας.
Ορος σχετικά με την αξιολόγηση της εταιρικής διακυβέρνησης των τραπεζών περιελήφθη μόλις στο τρίτο πρόγραμμα, με το ΤΧΣ να πρέπει να αξιολογήσει όλα τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων των τραπεζών. Για το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας επισημαίνεται ότι οι όροι του προγράμματος είχαν ως αποτέλεσμα συχνές αλλαγές στην ανώτατη διοίκησή του (34 στελέχη την πρώτη εξαετία, συμπεριλαμβανομένων τεσσάρων προέδρων και τεσσάρων διευθυνόντων συμβούλων), πρακτική η οποία, κατά το Συνέδριο, ενείχε κινδύνους ασυνέχειας στη γνώση του αντικειμένου και μειωμένης επιρροής στις τράπεζες στις οποίες το ΤΧΣ ήταν μέτοχος.
«Συνολικά, μόνον ένα ελάχιστο μέρος των αναμενόμενων ζημιών θα μπορούσε δυνητικά να ανακτηθεί σε βάθος χρόνου από πιθανή αύξηση της τιμής των μετοχών των συστημικών τραπεζών, και τα περισσότερα κεφάλαια του προγράμματος για τις εγχώριες τράπεζες αναμένεται να παραμείνουν μέρος του δημόσιου χρέους της Ελλάδας» αναφέρεται.