Στο ερώτημα αν χρηματικό ποσό, που οφείλεται από το Δημόσιο σε ιδιώτη, μπορεί να συμψηφιστεί με οφειλές του προς το Δημόσιο ή θα πρέπει να καταβληθεί σε ενεχυρούχο τράπεζα, με την οποία ο ιδιώτης έχει συνάψει σύμβαση ενεχυρίασης απαίτησης, γνωμοδότησε το Νομικό Συμβούλιο του Κρατους (υπ’αρ.216/2017 γνωμοδότηση α’ τμήματος).
Όπως αναφέρεται στην γνωμοδότηση, «σε περίπτωση που ο εκδοχέας ή ο εκχωρητής είχαν βεβαιωμένες και ληξιπρόθεσμες οφειλές, τις οποίες δεν είχαν τακτοποιήσει με ρύθμιση των χρεών τους, το Δημόσιο νομίμως, παρακρατεί το σύνολο ή τμήμα των κατ’ αυτού απαιτήσεων των οφειλετών του, προς το σκοπό της είσπραξης των οφειλόμενων από αυτούς φόρων και λοιπών φορολογικής φύσεως επιβαρύνσεων, όπως τούτο συνάγεται και από τις γενικής εφαρμογής διατάξεις των άρθρων 83 του Κ.Ε.Δ.Ε. και 440 επ. του Α.Κ., κατά τις οποίες υφίσταται αντίστοιχη δυνατότητα παρακράτησης απαιτήσεων οφειλετών του Δημοσίου μέσω μονομερούς συμψηφισμού τους με ληξιπρόθεσμα χρέη τους, προερχόμενα από φόρους ή άλλες συναφείς φορολογικές επιβαρύνσεις. Με τις ανωτέρω, εξ άλλου, διατάξεις του ν. 1882/1990 δεν θεσπίστηκε μεν ρύθμιση αντίστοιχη με εκείνη του άρθρου 9 παρ. 7 του ν. 2065/1992, με την οποία καθιερώθηκε το ανίσχυρο των έναντι του Ι.Κ.Α. εκχωρήσεων, οφειλές, ωστόσο, του εκχωρητή προς το Δημόσιο από φόρους και λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες πριν από την αναγγελία της εκχώρησης, νομίμως παρακρατούνται από εκχωρηθείσες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στα άρθρα 448 και 463 του Α.Κ. και νομίμως, περαιτέρω, αποδίδονται μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής στο δημόσιο ταμείο».
Επίσης γίνεται δεκτό ότι «δεν τίθεται ζήτημα αντίθεσης των διατάξεων του άρθρου 39 του ν.δ. 17.7/13.8.1923 προς τις διατάξεις που ρυθμίζουν τον τρόπο και τη διαδικασία εξόφλησης των δημοσίων χρεών, διότι, αφενός μεν, δεν αμφισβητείται ότι η ενεχυρίαση απαίτησης συνεπάγεται εκχώρηση αυτής από τον οφειλέτη προς την πιστώτρια, αφετέρου δε, οφειλές του εκχωρητή προς το Δημόσιο από φόρους και λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις, βεβαιωμένες στις Δ.Ο.Υ., καθώς και όσες κατέστησαν ληξιπρόθεσμες πριν από την αναγγελία της εκχώρησης, νομίμως συμψηφίζονται με εκχωρηθείσες απαιτήσεις κατά του Δημοσίου σύμφωνα με τα οριζόμενα ειδικότερα στις διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 1882/1990, του δημοσίου λογιστικού, όπως ισχύει, και του άρθρου 83 του Κ.Ε.Δ.Ε., σε συνδυασμό με τα άρθρα 448 και 463 του Α.Κ. και νομίμως, περαιτέρω, αποδίδονται μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής στο δημόσιο ταμείο. Και τούτο διότι με βάση το σκοπό των ρυθμίσεων για την ορθή δημοσιονομική διαχείριση και ευθύνη, ο νόμος καθιστά υποχρεωτικό για τα όργανα της διοίκησης, τα οποία είναι αρμόδια για την πληρωμή δημοσίων δαπανών, τον κατά προτεραιότητα συμψηφισμό, ακόμη και αν η απαίτηση του δικαιούχου έχει εκχωρηθεί σε τρίτο προ της αναγγελίας».
Εν κατακλείδι επί του ερωτήματος δίνεται από το ΝΣΚ η ακόλουθη απάντηση: «Κατ’ ακολουθία των προεκτεθέντων, επί του τεθέντος ερωτήματος, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους (Τμήμα Α’) γνωμοδοτεί, ομοφώνως, ότι, σε περίπτωση που δανειστής του Δημοσίου έχει συνάψει σύμβαση ενεχύρασης της απαίτησής του με τράπεζα και έχει ταυτόχρονα οφειλές προς το Δημόσιο, βεβαιωμένες στις Δ.Ο.Υ., ή καταστάσες ληξιπρόθεσμες πριν από την αναγγελία της εκχώρησης, οι οφειλές αυτές νομίμως συμψηφίζονται με εκχωρηθείσες κατά του Δημοσίου απαιτήσεις και νομίμως, περαιτέρω, αποδίδονται μέσω της αρμόδιας φορολογικής αρχής στο δημόσιο ταμείο».