ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ: Όλοι οι έλεγχοι σε φυσικά και νομικά πρόσωπα της λίστας βασίζονται αποκλειστικά σε στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών τους λογαριασμών στην Ελλάδα, τα οποία απορρίφθηκαν από το Σ.τ.Ε. ως «συμπληρωματικά στοιχεία εξαιτίας των οποίων μπορεί να παραταθεί η προθεσμία παραγραφής των υποθέσεων από 5ετία σε 10ετία».
Στην οριστική παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να ελέγξει τις υποθέσεις των φορολογουμένων που περιλαμβάνονται στην πολύπαθη «λίστα Λανγκάρντ», αλλά και στην ακύρωση όλων σχεδόν των ολοκληρωμένων και εν εξελίξει φορολογικών ελέγχων σε πρόσωπα της συγκεκριμένης λίστας οδηγεί η απόφαση-βόμβα του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία έγινε δεκτό ότι τα στοιχεία από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών του εσωτερικού δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» στα οποία μπορούν να βασιστούν οι φορολογικές αρχές για να παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής του ελεγκτικού δικαιώματος του Δημοσίου από τα 5 στα 10 έτη και ως εκ τούτου οι υποθέσεις που ελέγχθηκαν με βάση αυτή τη λογική είχαν ήδη παραγραφεί.
Το πλήγμα που δέχεται το Ελληνικό Δημόσιο είναι πολύ μεγάλο από τη συγκεκριμένη απόφαση, καθώς η εφαρμογή της σημαίνει ουσιαστικά την ματαίωση του εγχειρήματος διενέργειας εκτεταμένων φορολογικών ελέγχων σε χιλιάδες οικονομικά ισχυρούς Έλληνες φορολογούμενους με μεγάλου ύψους καταθέσεις. Όπως ήδη αποκάλυψαν τα dikaiologitika.gr, με βάση αυτή την απόφαση του Σ.τ.Ε., δεν επιτρέπεται πλέον να διενεργηθούν φορολογικοί έλεγχοι με διασταυρώσεις στοιχείων ανάμεσα σε κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών σε πιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδος και σε δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων για όλα τα έτη πριν το 2011 καθώς τα στοιχεία των κινήσεων των τραπεζικών λογαριασμών δεν θεωρούνται «συμπληρωματικά» και έτσι δεν είναι πλέον νόμιμη η παράταση της περιόδου παραγραφής των αξιώσεων του Δημοσίου από 5ετία σε 10ετία.
Συνεπώς, δεν μπορούν πλέον να ελεγχθούν για τα εισοδήματα που απέκρυψαν κατά τα έτη μέχρι και το 2010 οι φορολογούμενοι με κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών άνω των 300.000 ευρώ την περίοδο 2000-2012, που περιλαμβάνονται σε λίστα-μαμούθ 65 ψηφιακών δίσκων (CD), την οποία ερευνούν εδώ και 4 χρόνια οι Οικονομικοί Εισαγγελείς, σε συνεργασία με το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.) και τις Δ.Ο.Υ. Η λίστα αυτή περιέχει αναλυτικά στοιχεία για αναλήψεις και καταθέσεις συνολικού ύψους άνω των 300.000 ευρώ που πραγματοποιήθηκαν σε ένα ή περισσότερα έτη της περιόδου 2000-2012 και σε λογαριασμούς που τηρούν σε ελληνικές τράπεζες πάνω από 1,3 εκατομμύρια Έλληνες φορολογούμενοι. Τα στοιχεία αυτά παραδόθηκαν το 2012 στους Οικονομικούς Εισαγγελείς για να διασταυρωθούν με τα ποσά που δήλωσαν οι φορολογούμενοι αυτοί στις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των αντιστοίχων ετών. Όμως, μετά την προαναφερθείσα απόφαση του Σ.τ.Ε., τα μόνα έτη για τα οποία μπορούν να ελεγχθούν πλέον οι φορολογούμενοι της τεράστιας αυτής λίστας είναι το 2011 και το 2012. Ωστόσο, ακόμη και το δικαίωμα των φορολογικών αρχών να ελέγξουν την ειλικρίνεια των φορολογικών δηλώσεων που υποβλήθηκαν για το 2011 παραγράφεται στις 31-12-2017 οπότε θα μείνουν πλέον προς έλεγχο και διασταύρωση με τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών μόνο οι δηλώσεις που υπέβαλαν οι φορολογούμενοι της λίστας αυτής για το έτος 2012!
Όπως αποκαλύπτουν σήμερα τα dikaiologitika.gr, η απόφαση του Σ.τ.Ε. βάζει, ουσιαστικά, στο αρχείο όχι μόνο την υπερ-λίστα των 65 CD με τους 1,3 εκατομμύρια Έλληνες καταθέτες αλλά και την πολύ μικρότερη “λίστα Λανγκάρντ” των 2.062 Ελλήνων φορολογουμένων που εντοπίστηκαν να έχουν ανοίξει σε ελβετική τράπεζα λογαριασμούς καταθετικούς και επενδυτικούς ενεργούς κατά τα έτη 2005-2007.
Συγκεκριμένα, η υπόθεση την οποία εκδίκασε το Συμβούλιο της Επικρατείας με την υπ’αριθμόν 2934/2017 επίμαχη απόφασή του αφορούσε σε φορολογούμενο που περιλαμβάνεται στη λίστα Λανγκάρντ, του οποίου ανοίχτηκαν οι τραπεζικοί λογαριασμοί στην Ελλάδα! Γενικότερα δε, όλοι οι φορολογικοί έλεγχοι, που έχουν ήδη διενεργηθεί καθώς επίσης και οι έλεγχοι που διενεργούνται αυτή τη στιγμή – από το Κέντρο Ελέγχου Φορολογουμένων Μεγάλου Πλούτου (Κ.Ε.ΦΟ.ΜΕ.Π.) και τις Δ.Ο.Υ. – σε φυσικά πρόσωπα τα οποία περιλαμβάνονται στη λίστα Λανγκάρντ είναι πανομοιότυποι ή παρόμοιοι με τον έλεγχο που έγινε στην υπόθεση την οποία εκδίκασε το Σ.τ.Ε. Οι έλεγχοι στα πρόσωπα της λίστας Λανγκάρντ βασίζονται, δηλαδή, σε στοιχεία προερχόμενα από τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών των συγκεκριμένων προσώπων στην Ελλάδα κι όχι σε κινήσεις τραπεζικών λογαριασμών τους στο εξωτερικό. Με απλά λόγια καί στους ελέγχους της λίστας Λανγκάρντ χρησιμοποιήθηκαν και χρησιμοποιούνται ως «συμπληρωματικά στοιχεία» για την παράταση της προθεσμίας παραγραφής των ελεγχόμενων υποθέσεων όχι τα στοιχεία των λογαριασμών τους στην Ελβετική τράπεζα, αλλά τα στοιχεία των λογαριασμών τους στην Ελλάδα! Τα στοιχεία όμως αυτά απορρίφθηκαν από το Σ.τ.Ε. ως «συμπληρωματικά εξαιτίας των οποίων μπορεί να παραταθεί η προθεσμία παραγραφής των υποθέσεων από 5ετία σε 10ετία».
Συνεπώς, με βάση την απόφαση του Σ.τ.Ε.:
– Οι περισσότερες υποθέσεις φορολογίας εισοδήματος των προσώπων της λίστας Λανγκάρντ που έχουν ήδη ελεγχθεί μέχρι στιγμής, στη συντριπτική τους πλειονότητα, ήταν παραγεγραμμένες πριν καν ξεκινήσουν οι έλεγχοι. Συγκεκριμένα, οι περισσότεροι έλεγχοι, οι οποίοι ξεκίνησαν το 2014 αφορούν στα έτη 2000-2007, τα οποία με βάση το σκεπτικό της απόφασης του Σ.τ.Ε., είχαν παραγραφεί ήδη στις 31-12-2013!
– Για πολλές από τις υποθέσεις της λίστας Λανγκάρντ που δεν ήταν παραγεγραμμένες όταν ξεκίνησαν οι έλεγχοι, το δικαίωμα του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα παραγράφηκε πριν οι έλεγχοι ολοκληρωθούν.
– Οι περισσότερες από τις υποθέσεις της συγκεκριμένης λίστας που ελέγχονται αυτή τη στιγμή έχουν ήδη παραγραφεί από το τέλος του 2016, διότι αφορούν τα έτη 2000-2010.
– Σύντομα, στις 31-12-2017, θα παραγραφούν και οι ελάχιστες εναπομείνασες μη παραγεγραμμένες αυτή τη στιγμή υποθέσεις, οι οποίες αφορούν στο έτος 2011!
Ειδικότερα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που αποκαλύπτουν σήμερα τα dikaiologitika.gr:
α) Η λίστα Λανγκάρντ περιλαμβάνει στοιχεία για 2.062 φυσικά και νομικά πρόσωπα με Ελληνική υπηκοότητα ή δηλωθείσα διεύθυνση στην Ελλάδα που εμφανίζονται να κατέχουν επενδυτικές μερίδες (τραπεζικούς λογαριασμούς η/ και λοιπά επενδυτικά προϊόντα) στην τράπεζα ΗSBC στη Γενεύη της Ελβετίας, το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2005 μέχρι και τον Φεβρουάριο του 2007.
β) Όπως διαπιστώθηκε το 2013 από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς που παρέλαβαν τη λίστα, για κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που περιλαμβάνεται σ’ αυτήν οι παρεχόμενες πληροφορίες δεν επαρκούσαν για τη διενέργεια των ελέγχων καθώς εντοπίστηκαν τα ακόλουθα προβλήματα:
– Δεν ήταν δυνατή η ταυτοποίηση όλων των προσώπων σε επίπεδο Α.Φ.Μ.
– Δεν υπήρχαν σε αρκετές περιπτώσεις ποσά επενδεδυμένων κεφαλαίων κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα (μηδενικά υπόλοιπα επενδυτικών μερίδων).
– Ήταν αδύνατο να προσδιοριστεί, αφενός η φορολογητέα ύλη και αφετέρου ο χρόνος κτήσης αυτής, καθότι δεν παρεχόταν η πληροφορία των αναλυτικών κινήσεων των λογαριασμών.
– Ήταν αδύνατη η απόδειξη του προσώπου/πελάτη ως κατόχου ή πραγματικού δικαιούχου των επενδυτικών μερίδων.
– Οι ελβετικές αρχές θεωρούσαν τη λίστα προϊόν υποκλοπής και οι απαντήσεις τους στα αιτήματα διοικητικής ή δικαστικής συνδρομής ήταν αρνητικές.
γ) Ωστόσο, η λίστα Λανγκάρντ, παρόλο που δεν μπορούσε να αξιοποιηθεί, για τους λόγους που προαναφέρθηκαν, εντούτοις αποτέλεσε το έναυσμα για τον έλεγχο των 1.727 φυσικών και νομικών προσώπων που τελικά ταυτοποιήθηκαν από τη λίστα σε επίπεδο Α.Φ.Μ. Οι έλεγχοι στη συγκεκριμένη λίστα διενεργήθηκαν και διενεργούνται εδώ και 4 χρόνια (από το 2014 μέχρι σήμερα) κατόπιν άρσης του τραπεζικού απορρήτου όλων των τραπεζικών λογαριασμών που έχει στην Ελλάδα κάθε ένα από τα 1.727 αυτά φυσικά και νομικά πρόσωπα, προκειμένου να ελεγχθούν οι κινήσεις (αναλήψεις, καταθέσεις κ.λπ.) που έγιναν από το 1997 έως και το 2011, να ανευρεθούν οι πρωτογενείς καταθέσεις του κάθε ελεγχόμενου προσώπου και να διαπιστωθεί στη συνέχεια αν αυτές βρίσκονταν σε αναντιστοιχία με τις δηλώσεις εισοδημάτων τους, στις αντίστοιχες φορολογικές χρήσεις.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, επί συνόλου 1.727 ταυτοποιηθέντων φυσικών προσώπων από το 2014 μέχρι και το τέλος Απριλίου 2017, ξεκίνησαν έλεγχοι σε 519 υποθέσεις, και ολοκληρώθηκαν οι έλεγχοι σε 210. Το ποσό των φόρων και των προστίμων που βεβαιώθηκε από τους ολοκληρωμένους ελέγχους ανήλθε σε 256 εκατ. ευρώ. Κατά μέσο όρο σε κάθε ελεγχθείσα υπόθεση έχουν βεβαιωθεί φόροι και πρόστιμα ύψους 1,22 εκατ. ευρώ.
Επιπλέον, την περίοδο από την 1η-1-2014 έως την 30η-4-2017 ξεκίνησαν έλεγχοι σε άλλες 12 υποθέσεις σχετιζόμενες με αυτές τις «λίστας Λανγκάρντ». Από τους ελέγχους αυτούς ολοκληρώθηκαν οι 9 και βεβαιώθηκαν φόροι και πρόστιμα ύψους 8,53 εκατ.ευρώ.
Συνολικά από όλους τους ελέγχους που είχαν διενεργηθεί έως τις 30/4/2017 σε υποθέσεις της “λίστας Λανγκάρντ” έχουν εισπραχθεί μέχρι τις 14/5/2017 φόροι και πρόστιμα συνολικού ύψους 43,477 εκατ. ευρώ, τα οποία αντιστοιχούν μόλις στο 17% των βεβαιωθέντων.
ε) Στην απόφαση υπ’αριθμόν 2934/2017 του Σ.τ.Ε. αναφέρονται επί λέξει τα εξής για το ιστορικό της εκδικασθείσας υπόθεσης:
«Με την ……………… Εισαγγελική Παραγγελία παραδόθηκε στον Έλεγχο το ……….. εμπιστευτικό έγγραφο μαζί με οπτικό ψηφιακό δίσκο (CD) που περιελάμβανε:
1) Στοιχεία στα οποία ο φορολογούμενος πατέρας της προσφεύγουσας …. φέρεται κάτοχος τραπεζικών λογαριασμών ή και λοιπών προϊόντων στην τράπεζα HSBC στη Γενεύη (Λίστα Λαγκάρντ), κατά το χρονικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2005 μέχρι και το Φεβρουάριο του έτους 2007 και συγκεκριμένα κάτοχος του λογαριασμού 30621, με υπόλοιπα λογαριασμού: Δεκέμβριος 2005 1.422.344,38 δολλάρια ΗΠΑ (USD), Δεκέμβριος 2006 1.435.780.22 USD και Φεβρουάριος 2007 1.478.169,79 USD και
2) Στοιχεία από ελληνικά τραπεζικά ιδρύματα ανά τράπεζα και τραπεζικό λογαριασμό των οποίων είναι κάτοχος ο ως άνω φορολογούμενος από το έτος 1997 έως το έτος 2011. Στη συνέχεια, ύστερα από την 6/0/1151/10-42014 Εντολή του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. …….., ο Έλεγχος διερεύνησε τα οικονομικά δεδομένα και τις υποβληθείσες φορολογικές δηλώσεις του παραπάνω φορολογουμένου κατά τα οικονομικά έτη 2001 έως και 2008 (χρήσεις 2000 – 2007)….».
Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η εκδικασθείσα υπόθεση αφορούσε σε πρόσωπο της λίστας Λανγκάρντ κι ότι τα «συμπληρωματικά στοιχεία» που χρησιμοποιήθηκαν από τις φορολογικές αρχές για τον έλεγχο του συγκεκριμένου προσώπου – και δεν έγιναν δεκτά από το Σ.τ.Ε. – προέρχονταν αποκλειστικά από τους τραπεζικούς λογαριασμούς του στην Ελλάδα. Προκύπτει επίσης ότι τα έτη 2000-2007 για τα οποία ελέγχθηκε το συγκεκριμένο πρόσωπο έχουν ήδη παραγραφεί από την περίοδο 2006-2013, στην οποία συμπληρώθηκαν οι πενταετείς περίοδοι παραγραφής για όλα αυτά τα έτη!