Εχει ανοίξει αυτόν τον καιρό στο Παρίσι, στο «Ινστιτούτο του αραβικού κόσμου» (Institut du monde arabe), έκθεση με τίτλο «Χριστιανοί της Ανατολής. 2.000 χρόνια ιστορία» (26 Σεπτεμβρίου 2017 – 14 Ιανουαρίου 2018). Είναι ευτύχημα που την έκθεση διοργάνωσε το «Ινστιτούτο του αραβικού κόσμου» (πρόεδρός του, από το 2013, ο Ζακ Λανγκ, ο παλιός υπουργός Πολιτισμού επί Μιτεράν) και είναι έτσι υπεράνω πάσης χριστιανικής υποψίας. Εκτίθενται 300 έργα από τις Εκκλησίες της Μέσης Ανατολής (Αίγυπτος, Λίβανος, Συρία, Ισραήλ/Παλαιστίνη, Ιορδανία, Ιράκ), αρκετά εκ των οποίων πολύτιμα, όπως αίφνης το ευαγγέλιο του Ραμπουλά, εικονογραφημένο ευαγγελιστάριο της Πεσίτα, της επίσημης δηλαδή συριακής μετάφρασης των Ευαγγελίων (τέλη 6ου αιώνα). Οι λεζάντες των εκθεμάτων δεν είναι πάντα χωρίς λάθη και ανακρίβειες. Μέγα πλήθος συρρέει στην έκθεση, το γαλλικό κοινό έχει πια ευαισθητοποιηθεί για τη μοίρα των Αράβων χριστιανών. Εκείνο που κίνησε το ενδιαφέρον του κόσμου για την έκθεση δεν είναι ασφαλώς το ιστορικό παρελθόν των χριστιανών της περιοχής, όσο το τραγικό παρόν και το δυσοίωνο μέλλον τους.
Ποτέ τα πράγματα δεν ήταν καλά για τους χριστιανούς της μονίμως ταραγμένης Μέσης Ανατολής, σήμερα όμως είναι χειρότερα από ποτέ. Οι ασταμάτητοι πόλεμοι και η δράση ισλαμιστικών οργανώσεων, με αποκορύφωμα τη δράση του Ισλαμικού Κράτους, σήμαναν για τους χριστιανούς διακρίσεις, διωγμό, φυσική εξόντωση. Ο μόνος τρόπος που τους απομένει για να γλιτώσουν τον κατατρεγμό και τον θάνατο είναι να φύγουν από τον τόπο τους και να πάρουν, με κάθε κόστος, τον δρόμο προς τη Δύση. Στις αρχές του 20ού αιώνα οι χριστιανοί αποτελούσαν το 20% του πληθυσμού της Μέσης Ανατολής, σήμερα είναι μόλις το 3%! Υπάρχει ωστόσο μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον σημερινό βίαιο εκπατρισμό και στους παλαιότερους: ο σημερινός δεν χτυπάει μόνο τους χριστιανούς αλλά, ακόμη περισσότερο, τους μουσουλμάνους, που μεταναστεύουν και αυτοί σε πολύ μεγαλύτερους, εννοείται, αριθμούς, για να σώσουν τη ζωή τους.
Αν θεωρήσουμε το ζήτημα ιστορικά, οι χριστιανοί της Μέσης Ανατολής δεν έχουν καλύτερη μοίρα από αυτή που περίμενε τους χριστιανούς με το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κατά τη διαδικασία εν γένει συγκρότησης των ομογενοποιημένων, ισλαμικών εθνικών κρατών. Διωγμός, εξορία, γενοκτονία, αυτή ήταν παντού η μοίρα τους. Αφανίστηκαν μέχρις ενός. Οι μαθητές του Χριστού ονομάστηκαν για πρώτη φορά «χριστιανοί» (Πράξεις των Αποστόλων, 11:26) στην Αντιόχεια (σημερινή Αντάκεια της νότιας Τουρκίας). Πού είναι σήμερα οι χριστιανοί της Αντιόχειας; Πού είναι οι χριστιανοί της Καππαδοκίας, του Πόντου, της Κωνσταντινούπολης; Πού είναι οι χριστιανοί της βόρειας Αφρικής, του σημερινού Μαγκρέμπ (Αλγερία, Τυνησία, Μαρόκο); Δεν έμεινε κανείς. Στα εθνικά, ισλαμικά κράτη δεν ζουν πια χριστιανοί. Δεν είναι βεβαίως μόνο οι χριστιανοί που είχαν αυτή τη μοίρα. Το ίδιο ισχύει και για τους Εβραίους (μέχρι το 1948 το ένα τρίτο του πληθυσμού της Βαγδάτης ήταν Εβραίοι) και για όλες τις άλλες θρησκευτικές μειονότητες (γεζίντι, μανδαίους κ.ά.).
Ποιο λοιπόν μπορεί να είναι το μέλλον των χριστιανών της Μέσης Ανατολής, με δεδομένο ότι αυτό το τεράστιο κύμα φυγής τους δεν πρόκειται να σταματήσει –θα μειωθεί, αλλά δεν θα σταματήσει–, ακόμη και αν ηρεμήσουν προσωρινά τα πράγματα; Υπάρχουν πολλοί που υποστηρίζουν ότι το μέλλον των Αράβων χριστιανών είναι η Διασπορά. Πράγματι, σήμερα όλες οι χριστιανικές κοινότητες της Μέσης Ανατολής, με μόνη εξαίρεση τους Κόπτες, αριθμούν περισσότερα μέλη τους στη Διασπορά από ό,τι στον τόπο τους. Καλά κάνουν βεβαίως οι άνθρωποι και φεύγουν για να σώσουν τη ζωή τους. Οσοι όμως πιστεύουν ότι, μαζί με τη ζωή τους, θα σώσουν και την πνευματική και λατρευτική παράδοσή τους, είναι εντελώς ανεδαφικοί. Οι άνθρωποι αυτοί που θα ζουν στην Ευρώπη, στην Αμερική ή στην Αυστραλία, μετά δυο-τρεις γενιές, θα έχουν αφομοιωθεί στις νέες πατρίδες τους και θα επισκέπτονται τους τόπους καταγωγής ως τουρίστες, και όσοι εξ αυτών θα έχουν πλουτίσει θα αναστηλώνουν και καμιά εκκλησιά.
Η άλλη λύση είναι να μείνουν εκεί, υποστηρίζουν άλλοι. Προσθέτω ότι την πρόταση αυτή μπορεί να την υποστηρίζει μόνον κάποιος που εξακολουθεί να μένει εκεί, ενώ θα είχε τρόπο να φύγει, και όχι οι χριστιανοί της Ευρώπης ή της Αμερικής, κληρικοί ή λαϊκοί, από την ασφάλεια του ζεστού σπιτιού τους.
Για να ζουν όμως οι χριστιανοί εκεί, και όχι απλώς να επιζούν ή να φυτοζωούν, αλλά να υπάρχουν ισότιμα ως χριστιανοί πολίτες και να λατρεύουν τον Θεό τους και να δίνουν τη μαρτυρία της πίστης τους, χρειάζονται προϋποθέσεις. Δύο είναι οι κυριότερες. Πρώτα και κύρια χρειάζεται σταθερή ειρήνη και ουσιαστική δημοκρατία. Αυτό είναι αυτονόητο και τα πολλά λόγια εν προκειμένω είναι περιττά. Χρειάζεται όμως και κάτι άλλο που αφορά εσωτερικά τις ίδιες τις χριστιανικές κοινότητες που ζουν εκεί. Εκείνο που χαρακτηρίζει τις Εκκλησίες της Μέσης Ανατολής –όχι ανεξαίρετα, ευτυχώς– είναι ένας κλειστός κοινοτισμός. Κάθε κοινότητα φυλάει τα κειμήλιά της και προσπαθεί να εξασφαλίσει προνόμια από την πολιτική εξουσία, την τοπική ή την κεντρική. Το κλείσιμο κάθε κοινότητας στην ιστορική παράδοσή της οδηγεί τους λίγους χριστιανούς που έχουν απομείνει στη διαίρεση και στην αντιπαλότητα.
Παραβλέπουν το κοινό τραγικό παρόν και ξοφλάνε ακόμη λογαριασμούς του παρελθόντος. Τις οδηγεί επίσης συχνά και σε έναν αμυντικό, κοινοτικό ζηλωτισμό (οι Κόπτες, επί παραδείγματι, απαιτούν τον αναβαπτισμό των καθολικών προκειμένου να τελέσουν μεικτό γάμο).
Αν οι χριστιανοί αποδειχθούν ανήμποροι να αντιμετωπίσουν την πρόκληση των καιρών και δεν πάψουν να είναι απλώς διαιρεμένοι φύλακες ιερών λειψάνων του παρελθόντος και, πρωτίστως, αν η δημοκρατία στις χώρες αυτές αργήσει για πολύ ακόμη να αναφανεί στον ορίζοντα, πόσο αισιόδοξος μπορεί να είναι κάποιος για το μέλλον των χριστιανών της Μέσης Ανατολής;