Παθογένεια της ελληνικής οικονομίας που υποθάλπει τον υγιή ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, χαρακτηρίζει ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ) την αδήλωτη εργασία στην Ελλάδα.
Σε special report που ετοίμασε ο ΣΕΒ για το συγκεκριμένο πρόβλημα, ο Σύνδεσμος τονίζει ότι προϋπήρχε της κρίσης και εντάθηκε κατά τη διάρκειά της. Όμως στις λύσεις που προτείνει για την αντιμετώπιση του φαινομένου, ο ΣΕΒ εντάσσει και την… ευελιξία στην αγορά εργασία, αφού ζητάει αυξήσεις μισθών να δίνονται μόνο όταν μια επιχείρηση θα μπορεί να τις καλύψει με αύξηση της παραγωγικότητας. Έρευνα που διεξήχθη στην Αττική εμφανίζεται τόσο το είδος των επιχειρήσεων που κάνουν χρήση της αδήλωτης εργασίας όσο και το μέγεθος του προβλήματος.
Πιο αναλυτικά, ο ΣΕΒ θεωρεί ότι το πρόβλημα της αδήλωτης εργασίας συμβάλει στην παραοικονομία με συνέπεια να μην μπορεί να υποστηριχθεί ο εξαγωγικός προσανατολισμός της οικονομίας.
Στην Ελλάδα, ο ΣΕΒ διαπιστώνει ότι το πρόβλημα λαμβάνει τα χαρακτηριστικά της «ημι – δηλωμένης εργασίας», μέσω των συμβάσεων μερικής απασχόλησης. Οι επιπτώσεις στους εργαζόμενους είναι πολύ σημαντικές, αφού εγκλωβίζονται σε ένα καθεστώς χαμηλών αποδοχών και επαγγελματικών προοπτικών και χάνουν την προστασία της Πολιτείας μέσα από μια σειρά παροχών που συνιστούν το κοινωνικό κράτος.
Κατά τον Σύνδεσμο χρειάζεται εθνική στρατηγική για να αντιμετωπιστεί τόσο η αδήλωτη εργασία, όσο και η μετάλλαξή της, δηλαδή η ημι – δηλωμένη απασχόληση.
Δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε για την αδήλωτη εργασία στην Αττική, σε συνεργασία ανάμεσα στη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας και του Υπουργείου Εργασίας, εμφανίζει ενδιαφέροντα στοιχεία για την πορεία του φαινομένου.
Εντοπίστηκαν περιπτώσεις όπου ο μισθός έχει καταβληθεί μερικώς και αδήλωτα και τα υπόλοιπα χρήματα τα έλαβε ο εργαζόμενος «μετρητά στο χέρι». Επίσης, βρέθηκαν περιπτώσεις κατά τις οποίες ο δικαιούχος εμφανίζεται να βοηθάει σε οικογενειακή επιχείρηση, ή να παρέχει προσωπική εργασία σε γείτονες, φίλους, συγγενείς και γνωστούς όπως είναι η φύλαξη παιδιών.
Από τα στοιχεία της δημοσκόπησης που έλαβε χώρα στην περιφέρεια της Αττικής, ξεχωρίζει ότι πάνω από το 55% των περιπτώσεων που εντοπίστηκαν, αφορούσε την καταβολή μέρους αποδοχών για κύρια ή υπερωριακή εργασία ως αδήλωτο εισόδημα, σε εργαζόμενους που έχουν και επίσημο εισόδημα. Επίσης, το 70% των συμμετεχόντων στην έρευνα πιστεύει ότι η τρέχουσα συγκυρία έχει ενισχύσει την αδήλωτη εργασία. Το 23% πιστεύει ότι ο αγώνας για την αδήλωτη εργασία «δεν αποτελεί προτεραιότητα», και το 21% «δεν γνωρίζει την ύπαρξή του».
Αδήλωτη εργασία εντοπίζεται σε οικιακές εργασίες, καθώς και ανακαινίσεις και κηπουρική, σε υγειονομική περίθαλψη και σε φύλαξη ηλικιωμένων, στη φύλαξη παιδιών και τη διδασκαλία, στην αγορά αγροτικών προϊόντων και στις επισκευές αυτοκινήτων. Από την πλευρά των εργαζομένων καταγράφεται ως ιδιαίτερα εκτεταμένη η αδήλωτη εργασία στην εστίαση (σερβιτόρος), στη διδασκαλία, στις πωλήσεις αγαθών, στη φύλαξη παιδιών και στον καθαρισμό, στις επισκευές κατοικιών και αυτοκινήτων. Το 15% των εργαζομένων απασχολείται χωρίς επίσημη γραπτή σύμβαση και το 11,7% απασχολείται απλήρωτα για οικογενειακή επιχείρηση. Το τελευταίο 12άμηνο, το μέσο έσοδο από απλήρωτη εργασία είναι για τον άνδρα 2.200 ευρώ και για γυναίκα 1.500 ευρώ.
Η αδήλωτη εργασία ευθύνεται για τη μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφάλισης, κάτι που αποτελεί αυταπόδεικτα, κατά τον ΣΕΒ, μια μορφή φοροδιαφυγής. Σχετίζεται με χαμηλότερες αποδοχές, χειρότερες συνθήκες εργασίας, συνταξιοδοτικής και υγειονομικής κάλυψης και άλλων παροχών κοινωνικής ασφάλισης. Επίσης, χαρακτηρίζεται από αυξημένους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων.
Ο ΣΕΒ παραθέτει στοιχεία και από την πρόσφατη Διαγνωστική Έκθεση για την Αδήλωτη Εργασία στην Ελλάδα, όπου φαίνεται ότι το μέγεθος της αδήλωτης οικονομίας ισοδυναμεί με το 25% του ΑΕΠ της χώρας. Το ποσοστό αυτό για το 2017 ειδικά, βρίσκεται στο 21,5%, διπλάσιο περίπου του μέσου όρου των ανεπτυγμένων χωρών που καταγράφει η σχετική έρευνα, αλλά και σημαντικά μειωμένου για την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Η αποδοχή της αδήλωτης εργασίας στην Ελλάδα ενισχύεται, κατά τον ΣΕΒ και από την παραδοχή της νοοτροπίας «επειδή το κράτος δεν παρέχει αρκετά στους πολίτες, άρα γιατί να πληρώνουν φόρους;»
Στην Ελλάδα πάντως, σε αντίθεση με την Ευρώπη, το πρόβλημα της αδήλωτης εργασίας, εντοπίζεται κυρίως στην αυτοαπασχόληση και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Άρα, κατά τον ΣΕΒ, για να μετατραπεί η αδήλωτη εργασία σε «περιθωριακό φαινόμενο» θα πρέπει να απελευθερωθεί η μικρομεσαία επιχείρηση από τα δεσμά που την καθηλώνουν σήμερα (θεσμοί και φόροι). Ο παράγοντας που ενθαρρύνει την αδήλωτη εργασία στην Ελλάδα, δεν είναι ότι οι φόροι είναι ιδιαίτερα υψηλοί και προοδευτικοί, αλλά ότι δεν είναι ανταποδοτικοί.
Ο ΣΕΒ προτείνει ως μέτρο για την αντιμετώπιση της αδήλωτης εργασίας, οι επιβαρύνσεις πέραν του μισθού να είναι τέτοιες ώστε να μην αποθαρρύνεται η αύξηση της απασχόλησης και η μετάβαση της αδήλωτης σε δηλωμένη απασχόληση. Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΕΒ θεωρεί ότι «μια επαρκής ευελιξία στην αγορά εργασίας διασφαλίζει ότι αυξήσεις μισθών θα δίνονται όταν θα μπορεί η επιχείρηση να τις καλύψει από αυξήσεις στην παραγωγικότητα».
Σύμφωνα με τον Οδικό Χάρτη Καταπολέμησης της Αδήλωτης Εργασίας που έχει επικυρωθεί σε τριμερές επίπεδο, από τον Οκτώβριο του 2016, δημιουργείται ένα θεσμικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων, δράσεων και πρωτοβουλιών. Προβλέπεται η σύσταση ενός οργάνου που θα έχει την ευθύνη για την αντιμετώπιση του φαινομένου. Παράλληλα θα πρέπει να αξιοποιηθούν οι ενοποιημένες βάσεις δεδομένων και η διαλειτουργικότητα, που απέκτησε πρόσφατα η χώρα. Προτείνεται να δημοσιοποιούνται τακτικά και με μεγάλη ανάλυση τα αποτελέσματα των ελέγχων του ΣΕΠΕ. Επίσης, θα πρέπει να διευκολύνεται η μετάβαση της αδήλωτης, στην επίσημη απασχόληση.