Εμβόλια; Ευχαριστώ δεν θα κάνω. Επιφυλάξεις και άρνηση λόγω άγνοιας χαρακτηρίζει (ακόμα…) σε μεγάλο βαθμό τη σχέση των Ελλήνων με το βασικό ιατρικό μέσο πρόληψης από τις ασθένειες. Μπορεί τα εμβόλια να σώζουν εκατομμύρια ζωές τον χρόνο και να έχουν παίξει κυρίαρχο ρόλο στο να «ξεχαστούν» σοβαρά λοιμώδη νοσήματα στις χώρες του δυτικού κόσμου, ωστόσο μόλις έξι στους δέκα Ελληνες αναγνωρίζουν το υψηλό όφελος που παρέχει ο εμβολιασμός στη μη εξάπλωση των μεταδιδόμενων νοσημάτων, ενώ τρεις στους δέκα Ελληνες φοβούνται ότι οι κίνδυνοι των παρενεργειών είναι ίσοι ή μεγαλύτεροι από τα οφέλη του εμβολιασμού!
Αυτό μπορεί εύκολα να εξηγηθεί από το έλλειμμα γνώσης για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού που καταγράφεται στον πληθυσμό: δύο στους δέκα Ελληνες δεν γνωρίζουν ότι οι ενήλικες πρέπει να εμβολιάζονται. Ακόμα και οι γονείς που στη συντριπτική πλειονότητα εμβολιάζουν τα παιδιά τους, δηλώνουν σε ποσοστό που ξεπερνά το 40% ότι είναι «μέτρια» έως «καθόλου» ενημερωμένοι για την αναγκαιότητα του εμβολιασμού.
Την «μπερδεμένη» εικόνα που έχουν οι Ελληνες για τα εμβόλια κατέγραψε η πανελλαδική έρευνα Ηellas Health VII του Ινστιτούτου Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής, που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2017, σε αντιπροσωπευτικό δείγμα 1.000 ενηλίκων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, εμβόλιο γρίπης έχει κάνει στην ενήλικη ζωή του το 30% των ερωτώμενων, εμβόλιο διφθερίτιδας, τετάνου και ακυτταρικού κοκίτη –και το οποίο σύμφωνα με τους ειδικούς πρέπει να γίνεται ανά δεκαετία– το 25%, πνευμονιόκοκκου το 15% και ηπατίτιδας Β το 14%. Κανένα εμβόλιο δηλώνει ότι έκανε στην ενήλικη ζωή του το 27% όσων απάντησαν στην έρευνα. Στην ερώτηση εάν γνωρίζουν ότι οι ενήλικες πρέπει να εμβολιάζονται, αρνητικά απάντησε το 19%, ποσοστό που έφτασε στο 25% στις ηλικίες 35 έως 44 ετών.
Οι ενστάσεις
Το 29% των ερωτωμένων θεωρεί ότι οι κίνδυνοι παρενεργειών των εμβολίων είναι είτε ίδιοι είτε μεγαλύτεροι από τα οφέλη του εμβολιασμού, ποσοστό ιδιαίτερα υψηλό με δεδομένες τις πολλές απώλειες σε ζωές που καταγράφονται κάθε χρόνο στη χώρα μας από επιπλοκές της εποχικής γρίπης, οι οποίες θα μπορούσαν να προληφθούν με τα εμβόλια. Μόλις έξι στους δέκα πιστεύουν ότι τα οφέλη υπερνικούν τους κινδύνους και ένα ποσοστό 11% απέφυγε να απαντήσει. Οταν οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να «βαθμολογήσουν» τον κίνδυνο από τις ανεπιθύμητες ενέργειες, το 50% τον χαρακτήρισε από μέτριο έως υψηλό. Πηγές ενημέρωσης για τον εμβολιασμό αναφέρονται –με δυνατότητα πολλαπλών απαντήσεων– από το 57% ο θεράπων ιατρός, από το 37% η τηλεόραση, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκεται το Διαδίκτυο (34%). Ενας στους τέσσερις δεν γνωρίζει εάν ανήκει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για πνευμονικές λοιμώξεις για τις οποίες συστήνεται εμβολιασμός έναντι του πνευμονιόκοκκου και οκτώ στους δέκα δεν γνωρίζουν ότι υπάρχουν εμβόλια κατά του έρπητα ζωστήρα και κατά του ιού των ανθρώπινων κονδυλωμάτων.
Παρά τη «σύγχυση» σχετικά με τα εμβόλια, το 94% των γονέων αναφέρει πλήρη εμβολιαστική κάλυψη για τα παιδιά τους σύμφωνα με το βασικό πρόγραμμα εμβολιασμού, ωστόσο μεγάλο σχετικά ποσοστό δεν… θυμάται ποια εμβόλια έχει κάνει το παιδί του, γεγονός που γεννά κάποιες αμφιβολίες για την εγκυρότητα αυτής της απάντησης. Για τους γονείς η βασική πηγή πληροφόρησης είναι ο παιδίατρος που παρακολουθεί το παιδί (σε ποσοστό 95%), ενώ ακολουθεί πολύ χαμηλά το Διαδίκτυο (20%). Για το υπόλοιπο 6% αυτών που έχουν εμβολιάσει μερικώς ή καθόλου τα παιδιά, οι βασικές αιτίες είναι η διαφωνία τους με τον εμβολιασμό σε μικρή ηλικία και ο φόβος για τις παρενέργειες. Πάντως, στην ερώτηση «τι ποσό θα ήσασταν διατεθειμένος να πληρώσετε για ένα εμβόλιο του παιδιού σας», το 31% απάντησε «όσο χρειάζεται», το 34% έως 100 ευρώ, το 17% έως 50 ευρώ και το 13% έως 20 ευρώ.
Οπως σχολίασε στην «Κ» ο καθηγητής Κοινωνικής και Προληπτικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Τούντας, «ένα από τα βασικά συμπεράσματα της έρευνάς μας αφορά τη χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη του ενήλικου πληθυσμού σε σχέση με τον παιδικό. Αυτό οφείλεται σε δύο βασικούς λόγους. Την έλλειψη πληροφόρησης, πρόβλημα που σχετίζεται άμεσα με την απουσία του θεσμού του οικογενειακού γιατρού, και την αδικαιολόγητη ανησυχία για πιθανούς κινδύνους από τα εμβόλια που έχουν πολλοί Ελληνες, αγνοώντας ότι τα οφέλη είναι πολλαπλάσια από τον οποιονδήποτε μικρό κίνδυνο μπορεί να υπάρξει. Και σε αυτό είναι ευθύνη των γιατρών να άρουν αυτές τις ανησυχίες και να δώσουν προτεραιότητα στον κρίσιμο αυτό τομέα».
Η άγνοια και η επιφυλακτικότητα είναι το κατάλληλο έδαφος για να «ριζώσει» το αντιεμβολιαστικό κίνημα. Η «αμφισβήτηση» των εμβολίων είναι ένα φαινόμενο που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια έντονα σε πολλές χώρες της Ευρώπης.
Επιδημία στην Ιταλία
Πολύ χαρακτηριστική η περίπτωση της Ιταλίας, η οποία σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης Health at a Glance 2017, βρίσκεται στην τελευταία θέση στη σχετικής κατάταξης όσον αφορά τον εμβολιασμό των παιδιών έναντι της ιλαράς με 85%, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι στο 95%. Ετσι εξηγείται και η μεγάλη επιδημία ιλαράς που είναι σε εξέλιξη στη γειτονική χώρα. Η αμφισβήτηση των εμβολίων στην Ευρώπη αντικατοπτρίζεται και στον εμβολιασμό των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών έναντι της γρίπης. Το διάστημα 2005-2015, το ποσοστό αντιγριπικού εμβολιασμού ατόμων 65 ετών μειώθηκε μεταξύ άλλων στη Γερμανία από το 65% στο 37%, στην Ιταλία από το 69% στο 49%, στην Αυστρία από το 37% στο 20%, στη Νορβηγία από το 45% στο 27% και στη Γαλλία από το 65% στο 51%. Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ, το ποσοστό εμβολιαστικής κάλυψης έναντι της γρίπης στη χώρα μας σε άτομα άνω των 65 ετών ανέρχεται στο 49%.