Την ώρα που μισθοί και συντάξεις έπαιρναν τον κατήφορο, τιμολόγια έρχονταν στο φως που αποκάλυπταν πως υπήρχαν δήμοι που ξόδευαν 23.100 ευρώ για μια γιορτή ή για την κοπή μιας πίτας. Πριν κατηγορήσει κάποιος όμως για σπατάλη τους δημόσιους λειτουργούς, μήπως θα έπρεπε να σκεφτεί ότι δεν έφταιγαν οι ίδιοι αλλά η κληρονομικότητα που κουβαλούν από την αρχαιότητα;
Διότι οι αρχαίοι Αθηναίοι – οι δημιουργοί της δημοκρατίας και της αρμονίας στην αρχιτεκτονική και την τέχνη – θα περίμενε κάποιος πως θα είχαν πετύχει τουλάχιστον τη στοιχειώδη ισορροπία στα δημοσιονομικά τους.
Οι ιστορικοί υποστηρίζουν όμως ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι δεν είχαν καμία ιεραρχία στις προτεραιότητές τους. Και αντί να ξοδεύουν περισσότερα χρήματα για πολεμικές δαπάνες, η πλειονότητα των κονδυλίων τους πήγαινε για γιορτές, θυσίες και πανηγύρια.
Κι αν δεν πιστεύετε τους ιστορικούς, υπάρχει και ο κορυφαίος ρήτορας Δημοσθένης αλλά και ο ιστορικός Πλούταρχος που υποστηρίζουν ότι οι Αθηναίοι ξόδεψαν περισσότερα χρήματα για να ανεβάσουν στη σκηνή τις ατυχίες της Μήδειας και της Ηλέκτρας, τις «Φοίνισσες», τις «Βάκχες» και τον «Οιδίποδα» από όσα διέθεσαν για να διατηρήσουν την αυτοκρατορία τους και να αγωνιστούν για την ελευθερία τους κατά των Περσών.
Τέλος σε αυτή την παρεξήγηση έρχεται να βάλει ο λέκτορας στο Τμήμα Ιστορίας, Φιλοσοφίας, Θρησκείας και Κλασικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κουίνσλαντ, δρ Ντέιβιντ Πρίτσαρντ, ο οποίος βρέθηκε προχθές στην Αθήνα καλεσμένος του Αυστραλιανού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου και έδωσε διάλεξη με θέμα «Γιορτές, Δημοκρατία και Πόλεμος: Οι προτεραιότητες στις δαπάνες της δημοκρατικής Αθήνας».
Κομβικό σημείο στην έρευνά του υπήρξε η προσεκτική μελέτη των οικονομικών στοιχείων οκτώ δεκαετιών – από το 430 π.Χ. έως το 350 π.Χ. – που αποδεικνύει πως οι Αθηναίοι μπορεί να ξόδευαν πολλά χρήματα για θεατρικές παραγωγές, γιορτές και θυσίες προς τους θεούς – ποσά που καλύπτονταν από πολίτες ως εναλλακτική μορφή φορολόγησης -, αλλά τελικά το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους πήγαινε στις αμυντικές δαπάνες.
«Υπολογίζεται πως η Αθήνα διέθετε περί τα 100 τάλαντα ετησίως για εορταστικές εκδηλώσεις, ενώ για τις ένοπλες δυνάμεις της το κονδύλι δεν έπεφτε κάτω από τα 500 τάλαντα», λέει ο δρ Πρίτσαρντ που επιχείρησε να υπολογίσει τις δαπάνες του αθηναϊκού κράτους βασιζόμενος και σε νεότερες έρευνες, σε αντίθεση με τις έως τώρα θεωρίες που είχαν βασιστεί κυρίως σε κείμενα και όχι σε αριθμούς.
Την πιο γεμάτη πολεμική δραστηριότητα δεκαετία, δε, 433-423 π.Χ. (το 431 π.Χ. ξεκινά ο Πελοποννησιακός Πόλεμος) οι δαπάνες για θέματα άμυνας έφταναν και τα 1.500 τάλαντα.
«Συκοφαντίες όσα λέει ο Δημοσθένης»
«Όσα λέει ο Δημοσθένης δεν είναι παρά συκοφαντίες. Αρκεί να σκεφτεί κάποιος ότι με τα 36 τάλαντα που ξόδευαν οι Αθηναίοι ετησίως για τις δυο μεγάλες αθηναϊκές γιορτές, τα Εν Αστει Διονύσια και τα Μεγάλα Παναθήναια (σ.σ. τα Παναθήναια γιορτάζονταν ανά τετραετία, αλλά ο ερευνητής έχει υπολογίσει το κόστος ανά έτος) αρκούσαν μόλις να συντηρήσουν για έναν μήνα έναν στόλο 30 πλοίων», εξηγεί ο ερευνητής.
Για ποιον λόγο όμως ο Δημοσθένης και ο Πλούταρχος διαβάλλουν τόσο τους Αθηναίους παραποιώντας την αλήθεια; O μεν Δημοσθένης με τη ρητορική στρατηγική του προσπαθούσε να κάνει τον δήμο να αισθανθεί άσχημα και να πάρει τα όπλα κατά του Φιλίππου που κατέβαινε ακάθεκτος προς την Αθήνα.
Ο δε Πλούταρχος (1ος αι. μ.Χ.) με τη χρονική απόσταση που τον χώριζε από τα γεγονότα προτίμησε να επιδοθεί σε μια επίδειξη ρητορείας που «δεν αποτελεί σοβαρή ανάλυση της κλασικής Αθήνας, με τρομερές υπερβολές σχετικά με τις οικονομικές προτεραιότητες», επισημαίνει ο δρ Πρίτσαρντ.
Και καταλήγει: «Η αθηναϊκή δημοκρατία είχε καταφέρει με μεγάλη επιτυχία να διαχειριστεί το δημόσιο χρήμα. Θα μπορούσε να αποτελέσει παράδειγμα τόσο για τους σύγχρονους Έλληνες πολιτικούς όσο και για τους ψηφοφόρους».