Το Εφετείο δέχτηκε την έφεση (αρ.144/2012) καταδικασθέντος κατά της πρωτόδικης απόφασης που του επιδίκασε αποζημίωση επειδή στερήθηκε την ελευθερία του με απόφαση που κατόπιν ακυρώθηκε κατ’ έφεση.
Συγκεκριμένα, η καταδίκη του εφεσείοντα σε άμεση ποινή φυλάκισης ακυρώθηκε μετά από έφεση, πλην όμως ο εφεσείων στερήθηκε, συνεπεία αυτής, της ελευθερίας του για περίοδο τεσσάρων και πλέον μηνών.
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, ο εφεσείων καταχώρισε αγωγή διεκδικώντας «δίκαιη και εύλογη» αποζημίωση δυνάμει του περί Κατ΄Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμου του 2001, Ν. 144(Ι)/2001. Στα πλαίσια της ακρόασης της αγωγής έγινε κοινώς αποδεκτό ότι ο εφεσείων είχε απωλέσει τις απολαβές του για τη συγκεκριμένη περίοδο, αλλά και ως αποτέλεσμα της καταδίκης του απολύθηκε από τους εργοδότες του με αποτέλεσμα να μείνει χωρίς εργασία. Έγινε περαιτέρω κοινώς αποδεκτό ότι, έχοντας σε ηλικία 20 ετών, λευκό ποινικό μητρώο και χαίροντας εξαιρετικής εκτίμησης από τον κοινωνικό και επαγγελματικό του κύκλο, «τραυματίστηκε συναισθηματικά, αισθάνθηκε προσβολή, ταπείνωση και εξευτελισμό, με αποτέλεσμα να υποστεί απώλεια κοινωνικής υπόστασης».
Σύμφωνα με τον ως άνω νόμο:
«5.—(1) Για τον καθορισμό της αποζημίωσης λαμβάνονται υπόψη—
(α) Η περίοδος της ποινής φυλάκισης, την οποία ο δικαιούχος πράγματι έχει εκτίσει-
(β) η προσωπική και οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου-
(γ) το επάγγελμα ή η απασχόληση του δικαιούχου αμέσως πριν από την καταδίκη του και η πραγματική απώλεια εισοδήματος συνεπεία της παραμονής του στη φυλακή για την περίοδο που είχε παραμείνει εκεί.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η αποζημίωση, που θα χορηγηθεί δεν μπορεί να υπερβαίνει την πραγματική απώλεια εισοδήματος του δικαιούχου, όπως η τελευταία καθορίζεται βάσει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1), αυξημένη κατά 25%.
Νοείται ότι. εάν ο δικαιούχος δεν απώλεσε εισόδημα ή εάν το ποσό που απώλεσε είναι μικρότερο του ποσού που θα εισέπραττε αν το εισόδημα του ήταν ίσο με το εκάστοτε σε ισχύ κατώτατο όριο μισθών βάσει του περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών Νόμου, Κεφ. 183, η αποζημίωση δε θα μπορεί να υπερβαίνει το ποσό που θα εισέπραττε αν είχε τέτοιο εισόδημα αυξημένο κατά 25%.
(3) Μετά τον καθορισμό της αποζημίωσης, ο διευθυντής πληροφορεί εγγράφως το δικαιούχο για το ποσό της αποζημίωσης που θα του χορηγηθεί.»
Όπως αναφέρεται στην απόφαση, το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε το μέγιστο των προβλεπομένων από το παραπάνω άρθρο αποζημιώσεων, εφόσον απέδωσε την πραγματική απώλεια εισοδήματος του εφεσείοντα αυξημένη κατά 25%. Τούτο, παρά την εισήγηση του εφεσείοντα ότι η εκ του Νόμου συνάρτηση της αποζημίωσης με την απώλεια εισοδήματος αντίκειται στην αρχή της ισότητας όπως διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος. Ήταν η θέση του ειδικότερα ότι εισάγει αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση υπέρ των υψηλά αμειβομένων έναντι των χαμηλά αμειβομένων, τη στιγμή που δεν μπορεί να διαχωριστεί επί τη βάσει τέτοιου κριτηρίου ο ψυχικός τραυματισμός οποιουδήποτε ανθρώπου, είτε υψηλά είτε χαμηλά αμειβόμενου.
Το Δικαστήριο εξέτασε την εισήγηση περί αντισυνταγματικότητας και την απέρριψε.
Με την έφεση προσβάλλεται η παραπάνω κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου και ζητείται από το Εφετείο η απόδoση «δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης» κατά τρόπο ανάλογο ως οι περιπτώσεις παράνομου περιορισμού ή στέρησης της προσωπικής ελευθερίας (falseimprisonment), χωρίς να ληφθεί υπόψη, ως αντισυνταγματικό, το μέγιστο όριο του Νόμου.
Το Δικαστήριο σημειώνει τη διαφορά μιας κράτησης δυνάμει νόμιμης διαταγής δικαστηρίου από την παράνομη κράτηση που συνιστά αστικό αδίκημα και κρίνει ότι «θεμελιώδης προϋπόθεση ώστε ένα δικαστήριο να προχωρήσει σε εξέταση συνταγματικότητας νόμου, στα πλαίσια του περιορισμού που επιβάλλει η διάχυτη στη συνταγματική μας τάξη διάκριση των εξουσιών, είναι κατά πάγια αρχή το απαραίτητο του εγχειρήματος για τις ανάγκες της συγκεκριμένης υπόθεσης (Δημοκρατία ν. Kirnouyan κ.α. (1996) 2 ΑΑΔ 126). Στην αρχή αυτή αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, χωρίς όμως να την εφαρμόσει».
Και συνεχίζει το Δικαστήριο: «Η εξέταση της συνταγματικότητας του ορίου που θέτει ο νόμος σε συνάρτηση με τις απολαβές του ενάγοντα, τότε μόνο θα προέκυπτε ως πραγματικό ζήτημα προς επίλυση, εάν προηγουμένως το Δικαστήριο εκτιμούσε ότι η κατ΄εισήγηση του εφεσείοντα αποζημίωση θα υπερέβαινε το εκ του νόμου όριο. Τέτοια διαπίστωση δεν έγινε. Ως εκ τούτου, η εξέταση της συνταγματικότητας έγινε έξω από τις πραγματικές ανάγκες της υπόθεσης, έχοντας ακαδημαϊκό και μόνο χαρακτήρα.
Το Εφετείο δεν μπορεί, για τους ίδιους λόγους, να εξετάσει το θέμα της αντισυνταγματικότητας, το οποίο και διέπει την έφεση στο σύνολό της. Η ακρόαση της υπόθεσης ήταν απλή και έγινε επί παραδεκτών γεγονότων. Ενόψει των παραπάνω θα πρέπει να επανεκδικαστεί, με τον ίδιο τρόπο, πλην όμως στα ορθά, ως άνω, πλαίσια.
Η έφεση επιτρέπεται. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται με έξοδα €2000 πλέον ΦΠΑ υπέρ του εφεσείοντα. Διατάσσεται η εκδίκαση της αγωγής, ως άνω, από άλλο Δικαστή». (δημοσίευση απόφασης: cylaw.org)