Στα 100 δισ. δολ., ή και λίγο περισσότερο, αναμένεται να ανέλθει ο λογαριασμός από πρόστιμα που καλούνται να πληρώσουν οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες μετά την εμπλοκή τους σε σωρεία σκανδάλων, μία δεκαετία μετά το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Μάλιστα, πολλές εξ αυτών εξακολουθούν να βρίσκονται στο στόχαστρο των δικαστικών αρχών, καθώς ενδέχεται το επόμενο χρονικό διάστημα να τους επιβληθούν επιπλέον πρόστιμα στο πλαίσιο διακανονισμού με τις ρυθμιστικές αρχές.
Σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Bloomberg, οι τράπεζες κατέβαλαν από το 2007 περίπου 81 δισ. δολ. στις αρμόδιες αρχές, λόγω της εμπλοκής τους σε σκάνδαλα που σχετίζονται με τη χειραγώγηση της αγοράς, με την παραβίαση κυρώσεων και με την πώληση τοξικών τιτλοποιημένων στεγαστικών δανείων, τα οποία οδήγησαν στο ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Αναλυτές του Bloomberg Intelligence (ΒΙ) επισήμαναν ότι οι τράπεζες που έχουν καταβάλει μέχρι στιγμής τα υψηλότερα ποσά για τέτοιου είδους σκάνδαλα ενδέχεται στο άμεσο μέλλον να έρθουν αντιμέτωπες με κυρώσεις που υπερβαίνουν τα 33 δισ. δολ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν δύο μεγάλες τράπεζες, η Royal Bank of Scotland (RBS) και η ελβετική UBS, οι οποίες ακόμη δεν έχουν προβεί σε διακανονισμό με τις αμερικανικές αρχές όσον αφορά την εμπλοκή τους στην υπόθεση πώλησης τοξικών στεγαστικών δανείων κατά τη διάρκεια της κρίσης. Υπενθυμίζεται πως η κυβέρνηση του τέως Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα είχε κινήσει τις διαδικασίες για την επιβολή προστίμων σε όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που παραπλάνησαν τους επενδυτές πουλώντας ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου. Εντούτοις, στην προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί από τον προκάτοχό του, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει σταματήσει να εξετάζει παλαιότερες υποθέσεις που αφορούν την πώληση τέτοιων δανείων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.
Aναλυτές του BI επισήμαναν ότι η Deutsche Bank, η μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, ενδέχεται να έρθει αντιμέτωπη με πρόστιμο ύψους 2,5 δισ. δολ. από τις αμερικανικές αρχές. Οι ύποπτες συναλλαγές της γερμανικής τράπεζας με τη Ρωσία ενδέχεται να της κοστίσουν 500 εκατ. δολ., ενώ η εμπλοκή της στην υπόθεση χειραγώγησης της αγοράς συναλλάγματος ενδέχεται να της στοιχίσει περίπου 200 εκατ. δολάρια. Ας σημειωθεί ότι από το 2013 στην τράπεζα έχουν επιβληθεί υψηλά πρόστιμα, με αποκορύφωμα τον διακανονισμό ύψους 7,2 δισ. δολ. που συμφώνησε με το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για την υπόθεση πώλησης τοξικών τραπεζικών επενδυτικών προϊόντων πριν από την κρίση του 2008. Ενδιαφέρον, όμως, προκαλούν και οι κατηγορίες που αντιμετωπίζει η RBS, η οποία έχει ήδη καταβάλει στις αρμόδιες αρχές 12,6 δισ δολάρια. Αναλυτές του BI εκτιμούν πως η υπόθεση παραμένει ανοιχτή για τη RBS, καθώς ενδέχεται να της επιβληθεί πρόστιμο υψηλότερο των 11 δισ. δολ. από το υπουργείο Δικαιοσύνης των ΗΠΑ για την πώληση τοξικών δανείων. Πάντως, για το ίδιο σκάνδαλο η Credit Suisse θα κληθεί να καταβάλει 300 εκατ. δολ., διότι αντιμετωπίζει σωρεία αγωγών από τις ρυθμιστικές αρχές. Ειδικότερα, η Credit Suisse αντιμετωπίζει βαρύτατες κατηγορίες για χειραγώγηση της αγοράς συναλλάγματος ή για συναλλαγές μέσα από εναλλακτικές πλατφόρμες διαπραγμάτευσης που κρίνονται εκτός του συμβατικού πλαισίου του χρηματιστηρίου.
Ως εκ τούτου, δεν είναι απίθανο να επιβαρυνθεί με επιπλέον 1 δισ. δολ., όπως αναφέρουν αναλυτές. Η βρετανική Barclays έχει μπει πολλές φορές στο στόχαστρο των ευρωπαϊκών και αμερικανικών αρχών, με αποτέλεσμα να έχει πληρώσει μέχρι στιγμής 4,5 δισ. δολάρια. Ωστόσο οι δικαστικές περιπέτειές της δεν έχουν ακόμη τελειώσει, καθώς στις αρχές του τρέχοντος έτους η τράπεζα δεν κατέληξε σε διακανονισμό με τις Αρχές των ΗΠΑ για τη διευθέτηση της υπόθεσης πώλησης τοξικών στεγαστικών δανείων. Συνεπώς, σε περίπτωση που οι δύο εμπλεκόμενες πλευρές δεν καταλήξουν σε συμφωνία για το ύψος του προστίμου, η τράπεζα ενδέχεται να χρειαστεί να πληρώσει περισσότερα από 5 δισ. δολάρια. Επώδυνη ίσως αποδειχθεί η έρευνα που έχει ξεκινήσει για την εμπλοκή της Credit Agricole στην υπόθεση χειραγώγησης του Libor και για άλλες υποθέσεις, γεγονός που θα της κοστίσει 500 εκατ. δολάρια.