Η άνοδος και η κατάρρευση του εφοπλιστή που διέφυγε στο Λουγκάνο αφήνοντας πίσω χρέη εκατομμυρίων ευρώ σε εργαζόμενους και Δημόσιο
Το Λουγκάνο είναι πανέμορφο αυτή την εποχή, αν εξαιρέσεις τις χαμηλές θερμοκρασίες, οι οποίες κυμαίνονται από 5 έως 14 βαθμούς Κελσίου. Αυτό, όμως, είναι το τελευταίο πράγμα που απασχολεί εδώ και μία εβδομάδα τον καπετάν Γεράσιμο Αγούδημο, μόνιμο κάτοικο της πόλης από το 2009 στην οδό Riva Paradiso, στο κτίριο που κατέφυγε όταν διαλύθηκε η ακτοπλοϊκή αυτοκρατορία του.
Το Μονομελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιά εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για τον πρώην πλοιοκτήτη των μυθικών φέρι, για φοροδιαφυγή και ανακριβή απόδοση ΦΠΑ. Μένει να φανεί πότε θα εκδοθεί διεθνές ένταλμα σύλληψης και να ζητηθεί η συνδρομή των ελβετικών αρχών για να προχωρήσει η διαδικασία σύλληψης του 78χρονου πλέον Γεράσιμου Αγούδημου.
Την περασμένη εβδομάδα δεν προσήλθε να δικαστεί για πολλοστή φορά στο Εφετείο του Πειραιά για άμεση συνέργεια σε ανακριβή απόδοση ΦΠΑ κατ’ εξακολούθηση, για ποσό που υπερβαίνει τα 100.000 ευρώ ανά φορολογικό έτος. Είναι δεκάδες οι δίκες στις οποίες δεν έδωσε το «παρών» ο Γεράσιμος Αγούδημος για χρέη προς το ΝΑΤ, προς τους εργαζομένους του και προς την Εφορία, με τον κατάλογο σε αυτούς που χρωστά να μην έχει τελειωμό.
Τα χρέη προς τους προμηθευτές, τις εταιρείες πετρελαιοειδών, το Δημόσιο και τα διάφορα ασφαλιστικά ταμεία ανέρχονται, σύμφωνα με όσα έχουν γίνει γνωστά, στα 20 εκατ. ευρώ. Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε καθόλου τον καπετάν Μάκη να διάγει ζωή χαρισάμενη στο Λουγκάνο, απολαμβάνοντας τα πούρα του και τα εξαιρετικά malt ουίσκι του, έχοντας ρίξει μαύρη πέτρα πίσω του εδώ και οκτώ χρόνια. Μόνο που τώρα, μετά την τελευταία δικαστική εξέλιξη, αισθάνεται λίγο ανήσυχος, τόσο ώστε να μην μπορεί να απολαμβάνει την εκπληκτική θέα της λίμνης από το σαλόνι του.
Το μνημειώδες «Work ρε, work!» και η έπαυλη
Είναι αρχές δεκαετίας του ’90, ντάλα μεσημέρι ενός καυτού Ιούλη και στο επιβατηγό «Ροδάνθη» του καπετάν Μάκη Αγούδημου, δεκάδες Φιλιππινέζοι δουλεύουν ώστε το πλοίο να είναι έτοιμο για το ταξίδι του σε Κυκλάδες και Δωδεκάνησα.
Ο εφοπλιστής κάνει την εμφάνισή του με ένα τεράστιο πούρο στο στόμα, φορώντας πόλο μπλουζάκι και λευκό καλοσιδερωμένο παντελόνι. Οταν, κοιτάζοντας το ρολόι του, αντιλαμβάνεται ότι η αναχώρηση του πλοίου θα καθυστερήσει, βάζει τις φωνές στους άτυχους Φιλιππινέζους εργάτες: «Τι είναι αυτά ρε; Γιατί αργείτε; Δουλειά ρε, δουλειά. Work ρε, work!».
Η σκηνή είναι τελείως αντίθετη με αυτή που ακολουθεί αρκετά χρόνια αργότερα, σε ένα εντελώς διαφορετικό ντεκόρ. Περί τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2009, η εντυπωσιακή έπαυλή του στο Λαγονήσι, αυτή που γνώρισε δόξες και μεγαλεία όταν παντρεύτηκε η κόρη του Μιλένα, μοιάζει πλέον κι αυτή έρημη, όπως ο ίδιος αλλά και η «σάπια» -κατά πολλούς- αυτοκρατορία του.
Τα οκτώ καράβια του, τα οποία οι αγανακτισμένοι επιβάτες τους ευγενικά αποκαλούσαν «της ταλαιπωρίας» και άλλοι «σαπιοκάραβα» ή «σκυλοπνίχτες», κατασχέθηκαν για ορισμένα μόνο από τα χρέη του.
Τα πλοία των G.A. Ferries βρέθηκαν γρήγορα δεμένα στα λιμάνια
Η επόμενη μέρα για τον Κεφαλλονίτη που έμπαινε κάποτε τσαμπουκαλεμένος σε γραφεία υπουργών δηλώνοντας με οργή «πλοιοκτήτης» δεν έμοιαζε απλά δύσκολη αλλά η χειρότερη της ζωής του. Τελικά δεν ήταν.
Το 2014, πέντε χρόνια μετά τη φυγή του στη χώρα των αγελάδων και των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, την Ελβετία, όσοι περίμεναν να δουν τον Γεράσιμο Αγούδημο να δίνει το «παρών» στην εκδίκαση της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά, με την οποία καταδικάστηκε σε έξι χρόνια φυλάκιση με αναστολή για χρέη στο ΝΑΤ, έφυγαν όπως ήρθαν. Ο περίφημος πλοιοκτήτης των επιβατηγών που έγραψαν ιστορία στο Αιγαίο προτίμησε την ασφάλεια της πολυτελούς κατοικίας του στο μαγευτικό Λουγκάνο.
Στο καναβάτσο
Κάποιοι στον Πειραιά δεν έχουν ξεχάσει τη στιγμή που απεγνωσμένοι υπάλληλοι του καπετάν Γεράσιμου σκαρφάλωναν στα φουγάρα των πλοίων του και απειλούσαν να αυτοκτονήσουν, ενώ ο ίδιος προσπαθούσε απεγνωσμένα να μαζέψει τα κομμάτια του και να φύγει στην Ελβετία. Τότε που προσπάθησε να ξεφορτωθεί τα παλιά καράβια και να βρει καινούρια -καινούρια, τρόπος του λέγειν- προκειμένου να εξακολουθήσει να υπάρχει το όνομά του στην ελληνική ακτοπλοΐα. Εκείνη την αλήστου μνήμης χρονιά -το 2009- βρέθηκε για πρώτη φορά ίσως στη ζωή του στο καναβάτσο του δικού του επιχειρηματικού ρινγκ.
Ο καπετάν Μάκης χρώσταγε σε όλους και εδώ και μήνες δεν είχε πληρώσει τίποτα, την ίδια στιγμή που ο γιος του χάλαγε σχεδόν κάθε βράδυ χιλιάδες ευρώ στα μπουζούκια για να γοητεύσει την τότε αγαπημένη του. Τα νέα της κατάσχεσης μόνο σαν κεραυνός εν αιθρία δεν έπεσαν στο λιμάνι, αφού ο στόλος του Αγούδημου είχε αρχίσει να δένει εδώ και καιρό. Οταν έδωσε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις μιλώντας για την ακτοπλοΐα και τα δικά του προβλήματα, η εικόνα που αντίκρισε ο δημοσιογράφος που του πήρε τη συνέντευξη ήταν η συνηθισμένη: σορτς, πούρο, ένα γραφείο γεμάτο εφημερίδες, ανοιχτό ραδιόφωνο και κινητά τηλέφωνα να χτυπάνε συνέχεια.
Δεν απαντούσε σε κανένα, απλά κοίταζε τον αριθμό και τα άφηνε να χτυπάνε. Οταν αποφάσισε να απαντήσει σε μία από τις κλήσεις, το πρόσωπό του συσπάστηκε. Μόλις είχε πληροφορηθεί ότι άρχισε να στενεύει ο κλοιός γύρω του, γι’ αυτό και παρακάλεσε τον δημοσιογράφο να τελειώνουν όσο πιο γρήγορα γίνεται.
Στα τέλη του 2009 η πολυτελής έπαυλή του στο Λαγονήσι έμοιαζε παρατημένη
Τον κυνηγούσαν όλοι
Το καλοκαίρι του 2009 μόνο τρία από τα πλοία του έκαναν δρομολόγια και αυτό συνέβη αφού ο Αγούδημος έπαιρνε αλλεπάλληλες άδειες από το ΝΑΤ, στο οποίο χρωστάει ακόμη υπέρογκα ποσά. Εκτός από αυτό είχε να αντιμετωπίσει και τους εργαζόμενους, οι οποίοι, έχοντας μείνει απλήρωτοι για μήνες, είχαν προχωρήσει σε επίσχεση εργασίας. Μετά από δραματικές συζητήσεις μεταξύ του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, των εργαζομένων και της G.A. Ferries έγινε ολόκληρος διακανονισμός με το κράτος, για να πάρουν μέρος των οφειλομένων οι ναυτικοί που υποστήριζαν ότι τους οφείλονταν 1 εκατ. ευρώ, τα οποία θα διεκδικούσαν δικαστικά.
Η σκηνή που έγραψε ιστορία
Ο Κεφαλλονίτης εφοπλιστής με το τριαντάφυλλο στο πέτο και το all time classic πούρο κατάφερε με κάποια περιστατικά να μείνει αξέχαστος σε υπουργούς και γραμματείς. Σε πολλούς ειδήμονες του ναυτιλιακού ρεπορτάζ η σκηνή με πρωταγωνιστές τον καπετάν Μάκη, τον τότε υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας Σταύρο Σουμάκη και τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Θανάση Τσουροπλή έχει μείνει αξέχαστη.
Σε μια αίθουσα όπου υπήρχαν πολλοί δημοσιογράφοι ο Αγούδημος δεν άφηνε άνθρωπο να μιλήσει, φλομώνοντας ταυτόχρονα την αίθουσα με τον καπνό που έβγαινε από το πούρο του. Οταν κάποια στιγμή ο Τσουροπλής δεν άντεξε άλλο αυτή τη συμπεριφορά, του είπε: «Μα καλά, κύριε Αγούδημε, πώς την έχετε δει, τι είστε;».
Ο καπετάν Μάκης, τραβώντας μια ρουφηξιά από το πούρο του, έσκυψε και είπε με βαριά φωνή αφήνοντας τον καπνό να κατευθυνθεί προς το πρόσωπο του εμβρόντητου γενικού: «Πλοιοκτήτης»! Ετερη κόντρα του που έχει γράψει ιστορία είναι αυτή που είχε με τον μακαρίτη Παντελή Σφηνιά, όταν είχε καλέσει τους δημοσιογράφους σε συνέντευξη Τύπου στην οποία καυτηρίασε την επέλαση του επιχειρηματία-ακτοπλόου που αγόραζε τις ακτοπλοϊκές για να δημιουργήσει έναν μεγάλο όμιλο. Η ατάκα του «ζούγκλα έχουμε γίνει» έγινε πρωτοσέλιδο σε μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες προκαλώντας την αντίδραση του Σφηνιά, που δεν το άφησε να περάσει έτσι.
Σε συνέντευξη που έδωσε σε κυριακάτικη εφημερίδα «πυροβόλησε» τον καπετάν Μάκη λέγοντας: «Εμείς είμαστε σούπερ μάρκετ και όχι μπακάλικο». Η κόντρα τους εξομαλύνθηκε όταν ο Αγούδημος πούλησε το μεγάλο πακέτο της εταιρείας του στον Σφηνιά, με τον οποίο αποκατέστησε τη σχέση του αφού πρώτα γέμισε η τσέπη του.
Το 1989 ο Κεφαλλονίτης εφοπλιστής είχε αγοράσει το κτίριο του Καραγιώργη στο κέντρο του λιμανιού, όπου και έστησε το στρατηγείο του. Εκεί δεχόταν συνεργάτες, φίλους και δημοσιογράφους που πάθαιναν σοκ από την έκταση του γραφείου του, η οποία άγγιζε τα 200 τ.μ.
Οπως έλεγε σε συναδέλφους του ρεπορτάζ συντάκτης, «από τότε δεν έχω ξαναδεί μεγαλύτερο γραφείο», όπως δεν είχε ξαναδεί και τέτοιο πλοιοκτήτη.
Από ναύτης πλοιοκτήτης
Στην ερώτηση αν ένας ναύτης μπορεί να γίνει κάποτε πλοιοκτήτης, η απάντηση ακούει στο όνομα Γεράσιμος Αγούδημος. Ο καπετάν Μάκης άρχισε την καριέρα του από ναύτης σε πλοία που έκαναν ταξίδια στη Μεσόγειο για να φτάσει να γίνει καπετάνιος και αργότερα πλοιοκτήτης. Μπορεί να έγινε γνωστός λόγω της ακτοπλοΐας, η εφοπλιστική του πορεία όμως άρχισε με φορτηγά πλοία το 1967, ενώ ο μύθος τον θέλει να έχει πουλήσει και να έχει αγοράσει μέχρι την ηχηρή πτώση του περισσότερα από 250 πλοία.
Στο πρώτο πλοίο που αγόρασε ταξίδεψε ως πλοίαρχος και από τότε είχε ως διακριτικό στα φουγάρα του το G.A., ενώ δίπλα του στο ξεκίνημα είχε τη σύζυγό του Ροδάνθη Κωσταρά, την οποία γνώρισε σε ένα ταξίδι του στην Αίγυπτο. Το ξεκίνημα της κυριαρχίας του συνέπεσε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ο ίδιος ήταν άλλωστε αδελφικός φίλος με τον τότε υπουργό Ναυτιλίας Γιώργο Κατσιφάρα.
Στο τεραστίων διαστάσεων γραφείο του απολάμβανε πάντα ουίσκι, μονίμως καρφωμένο στα χείλη του το πούρο και φυσικά ξυπόλυτος
Το 1986 που ιδρύει την αλήστου μνήμης G.A. Ferries είναι η χρονιά -επί υπουργίας του αείμνηστου Ευάγγελου Γιαννόπουλου- όπου παίρνει δύο άδειες σκοπιμότητας και με αυτές μπαίνει στην ακτοπλοΐα δρομολογώντας δύο πλοία. Με αποφάσεις του υπουργείου Οικονομίας τα δύο πλοία που αγόρασε εντάχθηκαν στον αναπτυξιακό νόμο 1262/82 και επιδοτήθηκαν. Στα πλοία του έδωσε τα ονόματα των δύο κοριτσιών που είχε αποκτήσει, της Μιλένας και της Νταλιάνας.
Το 1988 αγοράζει άλλα δύο πλοία έχοντας πρώτα εξασφαλίσει δύο ακόμη άδειες σκοπιμότητας. Στο ένα δίνει το όνομα της συζύγου του Ροδάνθης και στο άλλο της άλλης του κόρης, της Δήμητρας. Ηταν στενός φίλος του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου και για χάρη του έκλεισε αποκλειστικά το «Δημητρούλα» προκειμένου να μεταφέρει τον Ανδρέα και τη σύζυγό του Δήμητρα Λιάνη στην Τήνο μαζί με όλη την κουστωδία τους.
Τη στιγμή, πάντως, που ο πατέρας προσπαθούσε να σώσει ό,τι μπορούσε, ο 22χρονος τότε γιος του Νίκος έγινε γνωστός για τα νυχτοπερπατήματα και τις σχέσεις του με εκρηκτικές καλλονές της εγχώριας σόουμπιζ.
Θεωρείται από πολλούς πιστό αντίγραφο του πατέρα του, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τη διασκέδαση. Σπούδασε Ναυτιλιακά σε ιδιωτικό κολέγιο των Αθηνών, ενώ παράλληλα απασχολούνταν στην εταιρεία.
Λατρεύει τα ταξίδια, επισκέπτεται συχνά το Λονδίνο και το Μιλάνο και έκανε κολλητή παρέα με τον αδικοχαμένο γιο του επιχειρηματία νυχτερινών κέντρων Τάκη Γιγουρτάκη, Νίκο, καθώς και με τους επιχειρηματίες Σέρρο Μύρτα και Αλέξανδρο Αγγλούπα.