Γλιτώνουν από βαριές ποινές κάθειρξης πολλοί οικονομικά ισχυροί Έλληνες φορολογούμενοι που έβγαλαν στο εξωτερικό δισεκατομμύρια ευρώ προερχόμενα από παράνομες πράξεις και περιλαμβάνονται στις λίστες των “65 CD”, και στις λίστες “Λανγκάρντ” και εμβασμάτων εξωτερικού.
Σε αυτόματη παραγραφή πλήθους ποινικών αδικημάτων μεγάλης φοροδιαφυγής, τα οποία δεν πρόλαβαν να διερευνήσουν και να στοιχειοθετήσουν οι αρμόδιες φορολογικές αρχές λόγω παρέλευσης της πενταετούς περιόδου παραγραφής χιλιάδων φορολογικών υποθέσεων, οδηγεί πλέον αναγκαστικά η υπ’ αριθμόν 1738/2017 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας με την οποία κρίθηκαν αντισυνταγματικές όλες οι παρατάσεις των προθεσμιών παραγραφής φορολογικών υποθέσεων. Δεδομένου ότι με την απόφαση αυτή θεωρούνται πλέον ήδη παραγεγραμμένες χιλιάδες φορολογικές υποθέσεις των ετών έως και το 2010 που δεν είχαν προλάβει να ελέγξουν οι φορολογικές αρχές πριν λήξουν οι κανονικές προθεσμίες 5ετούς παραγραφής και λαμβανομένου υπόψη ότι από την 1η-1-2018 παραγράφονται και χιλιάδες άλλες υποθέσεις του έτους 2011, όσα ποινικού χαρακτήρα αδικήματα φοροδιαφυγής συνδέονται με όλες αυτές τις υποθέσεις δεν θα καταστεί δυνατό να διερευνηθούν ποτέ πλέον από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές και οι υπεύθυνοι θα παραμείνουν ατιμώρητοι. Στις περιπτώσεις αυτές συμπεριλαμβάνονται και χιλιάδες υποθέσεις παράνομης προσαύξησης περιουσίας προερχόμενες από τις λίστες μεγαλοκαταθετών των “65 CD” και τις λίστες “Λανγκάρντ” και “εμβασμάτων εξωτερικού”, οι οποίες λόγω της αποφάσεως του Σ.τ.Ε. είναι αδύνατον πλέον να ελεγχθούν διότι αφορούν σε έτη προ του 2011 και θεωρούνται πλέον παραγεγραμμένες.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από την συνδυαστική εφαρμογή:
α) της υπ’ αριθμόν ΔΕΛ Β 1136035 ΕΞ 2017/15.09.2017 απόφασης του Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων Γ. Πιτσιλή, η οποία ορίζει ότι οι φορολογικές αρχές οφείλουν πλέον να «προτεραιοποιούν» για έλεγχο μόνο τις φορολογικές υποθέσεις που δεν έχουν παραγραφεί σύμφωνα με τα όσα προβλέπει η απόφαση υπ’αριθμόν 1738/2017 του Σ.τ.Ε., δηλαδή κυρίως τις υποθέσεις των ετών 2011 και μετά,
β) της υπ’ αριθμόν 254/2017 γνωμοδότησης του Β’ Τμήματος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, η οποία έγινε δεκτή από τον Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. Γ. Πιτσιλή με την εγκύκλιο υπ’αριθμόν ΠΟΛ. 1190/2017. Η γνωμοδότηση αυτή ορίζει ότι για φορολογικές υποθέσεις τις οποίες οι φορολογικές αρχές, συμμορφούμενες με την υπ’ αριθμόν ΔΕΛ Β 1136035 ΕΞ 2017/15.09.2017 απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε., δεν «προτεραιοποιούν» για έλεγχο, λόγω παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει φόρους και πρόστιμα, «δεν είναι εκ των πραγμάτων δυνατή η υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τα όργανα της φορολογικής διοίκησης (σ.σ. προκειμένου να κινηθούν διαδικασίες ποινικών διώξεων από τις αρμόδιε εισαγγελικές αρχές κατά των υπευθύνων για τη διάπραξη αδικημάτων φοροδιαφυγής), αφού για τις υποθέσεις αυτές δεν πρόκειται να διενεργηθεί έλεγχος και να εκδοθεί οριστική πράξη διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την υποβολή της μηνυτήριας αναφοράς και την εν συνεχεία άσκηση της ποινικής δίωξης». Στο σκεπτικό του, το Β’Τμήμα του Ν.Σ.Κ. στέκεται ιδιαίτερα στη διατύπωση της διάταξης του άρθρου 55Α του Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (ν. 4174/2013) η οποία προστέθηκε τον Οκτώβριο του 2015 με τον ν. 4337/2015 και προβλέπει ότι για την υποβολή μηνυτήριας αναφοράς από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση ποινικής διώξεως (σ.σ. για αδικήματα φοροδιαφυγής) απαιτείται πρώτα η έκδοση οριστικής πράξεως διορθωτικού προσδιορισμού του φόρου (σ.σ. απαιτείται δηλαδή πρώτα να έχει ξεκινήσει και να έχει ολοκληρωθεί ο φορολογικός έλεγχος), αφού με την πράξη αυτή προσδιορίζεται το ποσό της φορολογικής οφειλής βάσει του οποίου κρίνεται και το εάν ο ελεγχθείς έχει διαπράξει ή όχι ποινικό αδίκημα φοροδιαφυγής.