Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, με την υπ’ αριθμ. 102/2017 απόφασή της, απεύθυνε σύσταση στην εταιρεία WIND να προσαρμόσει τις υφιστάμενες διαδικασίες ώστε να παρέχει στα υποκείμενα την κατάλληλη ενημέρωση καθώς και τη δυνατότητα πρόσβασης στο καταγεγραμμένο ηχητικό αρχείο, στην περίπτωση αμφισβήτησης του περιεχομένου της απομαγνητοφώνησης με το οποίο έχει ικανοποιήσει το προβλεπόμενο από το άρθρο 12 του ν. 2472/1997 δικαίωμα πρόσβασης του υποκειμένου σε τηλεφωνική συνομιλία η οποία έχει καταγραφεί στα πλαίσια του άρθρου 4 παρ. 3 του ν. 3471/2006.
Ειδικότερα, ο καταγγέλλων αιτήθηκε την πρόσβαση σε ηχογραφηµένη συνοµιλία που είχε µε εκπρόσωπο του υπευθύνου επεξεργασίας προκειµένου να επαληθεύσει το περιεχόµενο του «πακέτου» υπηρεσιών στο οποίο τηλεφωνικά συναίνεσε. Σύµφωνα µε τον καταγγέλλοντα ο υπεύθυνος επεξεργασίας καθυστέρησε να ανταποκριθεί στο αίτηµα αυτό και απάντησε ότι δεν δύναται να χορηγήσει στον καταγγέλλοντα την ηχογραφηµένη κλήση αλλά µόνο το αποµαγνητοφωνηµένο κείµενο της συνοµιλίας.
Όπως αναφέρει στην απόφασή της η Αρχή, «η καταγραφή των τηλεφωνικών συνοµιλιών των πελατών µε το τηλεφωνικό κέντρο του υπευθύνου επεξεργασίας και των συνεργατών του συνιστά συλλογή και αποθήκευση προσωπικών δεδοµένων (άρθρο 2 στοιχ. α’, γ’ και δ’ του Ν. 2472/1997), η οποία είναι επιτρεπτή εφόσον πραγµατοποιείται στο πλαίσιο εξέλιξης της συγκεκριµένης συναλλακτικής σχέσης µε σκοπό την παροχή αποδεικτικών στοιχείων επικοινωνίας επαγγελµατικού χαρακτήρα (άρθρο 4 παρ. 3 του ν. 3471/2006).
Η Αρχή, ερµηνεύοντας τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 3 του Ν. 3471/2006 υπό το φως της Οδηγίας 2002/58 (βλ. ιδίως άρθρο 5), έχει κρίνει ότι, όπου η καταγραφή είναι νόµιµη, δεν απαιτείται προηγούµενη συγκατάθεση και των δύο µερών, αλλά αρκεί η προηγούµενη ενηµέρωση του µέρους που δεν έχει την πρωτοβουλία της καταγραφής σύµφωνα µε το άρθρο 11 του Ν. 2472/1997 (Ετήσια Έκθεση της Αρχής 2006, σελ. 78).
Ο υπεύθυνος επεξεργασίας υποχρεούται, πριν από την έναρξη της τηλεφωνικής συνοµιλίας, να ενηµερώνει τους καλούντες ή κληθέντες από αυτόν για το γεγονός ότι η κλήση τους θα καταγραφεί, καθώς και για το σκοπό της καταγραφής αυτής.
Σύµφωνα µε το ν. 2472/1997, άρθρο 12, καθένας έχει δικαίωµα να γνωρίζει εάν δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείµενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας, έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως. Το υποκείµενο των δεδοµένων έχει δικαίωµα να ζητεί και να λαµβάνει από τον υπεύθυνο επεξεργασίας, χωρίς καθυστέρηση και κατά τρόπο εύληπτο και σαφή, τις ακόλουθες πληροφορίες: α) Όλα τα δεδοµένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν, καθώς και την προέλευσή τους. β) Τους σκοπούς της επεξεργασίας, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών. γ) Την εξέλιξη της επεξεργασίας για το χρονικό διάστηµα από την προηγούµενη ενηµέρωση ή πληροφόρησή του. δ) Τη λογική της αυτοµατοποιηµένης επεξεργασίας.
Εάν ο υπεύθυνος επεξεργασίας δεν απαντήσει εντός δεκαπέντε (15) ηµερών ή εάν η απάντησή του δεν είναι ικανοποιητική, το υποκείµενο των δεδοµένων έχει δικαίωµα να προσφύγει στην Αρχή. Στην περίπτωση κατά την οποία ο υπεύθυνος επεξεργασίας αρνηθεί να ικανοποιήσει το αίτηµα του ενδιαφερόµενου, κοινοποιεί την απάντησή του στην Αρχή και ενηµερώνει τον ενδιαφερόµενο ότι µπορεί να προσφύγει σε αυτήν.
Στην υπό κρίση περίπτωση, τίθεται το ζήτηµα του κατά πόσον η δυνατότητα πρόσβασης του υποκειµένου µόνο στην αποµαγνητοφώνηση καταγεγραµµένης κλήσης, η οποία τηρείται ηλεκτρονικά (σε ηχητικό αρχείο), αποτελεί επαρκή τρόπο ικανοποίησης του δικαιώµατος πρόσβασης του υποκειµένου. Εφόσον τα δεδοµένα τηρούνται από τον υπεύθυνο επεξεργασίας σε ηχητικό ηλεκτρονικό αρχείο, θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα πρόσβασης του υποκειµένου σε αυτό στην περίπτωση αµφισβήτησης του περιεχοµένου της αποµαγνητοφώνησης, ώστε να υπάρχει βεβαιότητα ότι έχει αποτυπωθεί µε ακρίβεια η τηλεφωνική συνοµιλία, και άρα έχει ικανοποιηθεί σωστά το προβλεπόµενο από το άρθρου 12 του ν. 2472/1997 δικαίωµα πρόσβασης.
Συνεπώς, ο υπεύθυνος επεξεργασίας θα πρέπει να ενηµερώνει µε τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείµενο ότι σε περίπτωση αµφισβήτησης του περιεχοµένου του αποµαγνητοφωνηµένου κειµένου δύναται να έχει πρόσβαση στο ηχητικό αρχείο. Η σχετική ενηµέρωση θα µπορούσε να περιληφθεί στο κείµενο της αίτησης που συµπληρώνει το υποκείµενο για να ζητήσει πρόσβαση στην καταγεγραµµένη συνοµιλία, καθώς και στο διαβιβαστικό έγγραφο µε το οποίο λαµβάνει το αποµαγνητοφωνηµένο κείµενο».
Ενόψει αυτών η Αρχή απεύθυνε σύσταση στην συγκεκριμένη εταιρεία να προσαρµόσει τις υφιστάµενες διαδικασίες σύµφωνα µε τα παραπάνω αναφερόµενα.