Η εν λόγω απαγόρευση θα πρέπει να προβλέπεται με συμβατική ρήτρα μεταξύ του προμηθευτή και των εξουσιοδοτημένων διανομέων και να πληροί ορισμένες προϋποθέσεις
Με χθεσινή απόφασή του, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφάνθηκε ότι o προμηθευτής προϊόντων πολυτελείας δύναται να απαγορεύσει στους εξουσιοδοτημένους διανομείς του να πωλούν τα προϊόντα σε μια τρίτη δικτυακή πλατφόρμα όπως η Amazon.
Όπως επιπλέον επισημαίνει το ΔΕΕ, μια τέτοια απαγόρευση είναι πρόσφορη και δεν υπερβαίνει καταρχήν το μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διαφύλαξη της εικόνας πολυτέλειας των προϊόντων.
Ειδικότερα, κατά το ΔΕΕ, ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής προϊόντων πολυτελείας το οποίο αποσκοπεί πρωτίστως στη διαφύλαξη της εικόνας πολυτέλειας των προϊόντων αυτών δεν αντιβαίνει στην απαγόρευση των συμπράξεων την οποία προβλέπει το άρθρο 101, παράγραφος 101 ΣΛΕΕ, εφόσον τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (i) η επιλογή των μεταπωλητών πρέπει να γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ποιοτικού χαρακτήρα, τα οποία καθορίζονται ομοιόμορφα έναντι όλων των δυνητικών μεταπωλητών και εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις, και (ii) τα καθοριζόμενα κριτήρια δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο.
Ιστορικό της υπόθεσης
Η Coty Germany πωλεί καλλυντικά πολυτελείας στη Γερμανία. Για να διαφυλάξει την εικόνα πολυτέλειας των καλλυντικών αυτών, διαθέτει στην αγορά ορισμένα από τα σήματά της μέσω ενός δικτύου επιλεκτικής διανομής, ήτοι μέσω εξουσιοδοτημένων διανομέων. Τα σημεία πώλησης των διανομέων αυτών πρέπει να τηρούν μια σειρά απαιτήσεων όσον αφορά τον περιβάλλοντα χώρο, τον εξοπλισμό και τη διαρρύθμιση. Στους εξουσιοδοτημένους διανομείς επιτρέπεται ακόμη να πωλούν τα εν λόγω προϊόντα στο διαδίκτυο, εφόσον χρησιμοποιούν τη δική τους ηλεκτρονική βιτρίνα ή μη εξουσιοδοτημένες τρίτες πλατφόρμες χωρίς η παρέμβαση των πλατφορμών αυτών να είναι φανερή για τον καταναλωτή. Απαγορεύεται όμως ρητώς σε αυτούς να πωλούν διαδικτυακώς τα προϊόντα μέσω τρίτων πλατφορμών οι οποίες ενεργούν κατά τρόπο εμφανή για τους καταναλωτές.
Η Coty Germany ενήγαγε ενώπιον των γερμανικών δικαστηρίων έναν από τους εξουσιοδοτημένους διανομείς της, την Parfümerie Akzente, προκειμένου να απαγορευθεί στον διανομέα αυτόν, κατ’ εφαρμογήν της ως άνω συμβατικής ρήτρας, να διανέμει τα προϊόντα Coty μέσω της πλατφόρμας «amazon.de». Έχοντας αμφιβολίες για το κατά πόσον η ρήτρα αυτή είναι σύννομη βάσει του ενωσιακού δικαίου ανταγωνισμού, το Oberlandesgericht Frankfurt am Main (εφετείο Φρανκφούρτης επί του Μάιν, Γερμανία) ζήτησε σχετικές διευκρινίσεις από το Δικαστήριο.
Απόφαση του Δικαστηρίου
Με τη σημερινή του απόφαση, το Δικαστήριο, παραπέμποντας στην πάγια νομολογία του [1], διευκρινίζει καταρχάς ότι ένα σύστημα επιλεκτικής διανομής προϊόντων πολυτελείας το οποίο αποσκοπεί πρωτίστως στη διαφύλαξη της εικόνας πολυτέλειας των προϊόντων αυτών δεν αντιβαίνει στην απαγόρευση των συμπράξεων την οποία προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης [2] εφόσον τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (i) η επιλογή των μεταπωλητών πρέπει να γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ποιοτικού χαρακτήρα, τα οποία καθορίζονται ομοιόμορφα έναντι όλων των δυνητικών μεταπωλητών και εφαρμόζονται χωρίς διακρίσεις, και (ii) τα καθοριζόμενα κριτήρια δεν πρέπει να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει στο πλαίσιο αυτό ότι η ποιότητα των προϊόντων πολυτελείας δεν είναι απόρροια μόνο των υλικών χαρακτηριστικών τους, αλλά και της αίγλης και της εικόνας γοήτρου που τους προσδίδουν μια αίσθηση πολυτέλειας. Η αίσθηση αυτή συνιστά σημαντικό στοιχείο των προϊόντων αυτών, στο μέτρο που κατ’ αυτόν τον τρόπο οι καταναλωτές μπορούν να διακρίνουν τα εν λόγω προϊόντα πολυτελείας από άλλα παρόμοια προϊόντα. Η προσβολή αυτής της αίσθησης πολυτέλειας είναι συνεπώς ικανή να θίξει αυτή καθαυτή την ποιότητα των ως άνω προϊόντων.
Εν συνεχεία, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η απαγόρευση των συμπράξεων την οποία προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε συμβατική ρήτρα όπως η επίμαχη, η οποία απαγορεύει στους εξουσιοδοτημένους διανομείς ενός συστήματος επιλεκτικής διανομής προϊόντων πολυτελείας το οποίο αποσκοπεί πρωτίστως στη διαφύλαξη της εικόνας πολυτέλειας των προϊόντων αυτών να χρησιμοποιούν κατά τρόπο εμφανή τρίτες πλατφόρμες για τη διαδικτυακή πώληση των οικείων προϊόντων εφόσον τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (i) η ρήτρα αυτή πρέπει να αποσκοπεί στη διαφύλαξη της εικόνας πολυτέλειας των σχετικών προϊόντων, (ii) πρέπει να προβλέπεται κατά τρόπο ενιαίο και να εφαρμόζεται χωρίς διακρίσεις και (iii) πρέπει να τελεί σε αναλογία προς τον επιδιωκόμενο σκοπό. Στο Oberlandesgericht εναπόκειται να εξακριβώσει αν τηρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.
Το Δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες θα προβεί το Oberlandesgericht, η επίδικη ρήτρα είναι σύννομη.
Ειδικότερα, δεν αμφισβητείται ότι η επίμαχη συμβατική ρήτρα αποσκοπεί στη διαφύλαξη της εικόνας πολυτέλειας και γοήτρου των προϊόντων Coty. Εξάλλου, από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει ότι το Oberlandesgericht κρίνει ότι η ρήτρα αυτή είναι αντικειμενική και ενιαία και ότι εφαρμόζεται αδιακρίτως έναντι όλων των εξουσιοδοτημένων διανομέων.
Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο, η απαγόρευση από τον προμηθευτή προϊόντων πολυτελείας προς τους εξουσιοδοτημένους διανομείς του να χρησιμοποιούν κατά τρόπο εμφανή τρίτες πλατφόρμες για τη διαδικτυακή πώληση των προϊόντων αυτών είναι πρόσφορη για να διαφυλάξει την εικόνα πολυτέλειας των σχετικών προϊόντων.
Η απαγόρευση αυτή δεν φαίνεται ούτε να υπερβαίνει το μέτρο που είναι αναγκαίο για τη διαφύλαξη της εικόνας πολυτέλειας των προϊόντων. Συγκεκριμένα, δεδομένης της απουσίας συμβατικής σχέσεως μεταξύ του προμηθευτή και των τρίτων πλατφορμών η οποία θα επέτρεπε στον προμηθευτή να αξιώσει από τις πλατφόρμες αυτές να τηρήσουν τις ποιοτικές προϋποθέσεις που έχει επιβάλει στους εξουσιοδοτημένους διανομείς του, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο εξίσου αποτελεσματικό με την επίδικη απαγόρευση το να επιτρέπεται στους διανομείς να χρησιμοποιούν τέτοιες πλατφόρμες υπό την προϋπόθεση ότι αυτές πληρούν προκαθορισμένες ποιοτικές απαιτήσεις.
Τέλος, για την περίπτωση που το Oberlandesgericht κρίνει ότι η επίδικη ρήτρα καταρχήν εμπίπτει στην προβλεπόμενη από το δίκαιο της Ένωσης απαγόρευση των συμπράξεων, το Δικαστήριο επισημαίνει ότι δεν αποκλείεται η ρήτρα αυτή να μπορεί να τύχει απαλλαγής κατά κατηγορία [3].
Ειδικότερα, υπό περιστάσεις όπως αυτές της διαφοράς της κύριας δίκης, η επίδικη απαγόρευση να χρησιμοποιούνται κατά τρόπο εμφανή τρίτες επιχειρήσεις όσον αφορά τις διαδικτυακές πωλήσεις δεν συνιστά ούτε περιορισμό του κύκλου των πελατών ούτε περιορισμό των παθητικών πωλήσεων προς τους τελικούς χρήστες, περιορισμοί οι οποίοι αποκλείονται εκ προοιμίου από το ευεργέτημα της απαλλαγής κατά κατηγορία ως ενέχοντες τον κίνδυνο πρόκλησης ιδιαιτέρως επιζήμιων για τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων.
Γίνεται υπόμνηση ότι η προδικαστική παραπομπή παρέχει στα δικαστήρια των κρατών μελών τη δυνατότητα, στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς της οποίας έχουν επιληφθεί, να υποβάλουν στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ή με το κύρος πράξεως οργάνου της Ένωσης. Το Δικαστήριο δεν αποφαίνεται επί της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να επιλύσει τη διαφορά σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου. Η απόφαση αυτή δεσμεύει, κατά τον ίδιο τρόπο, τα άλλα εθνικά δικαστήρια που επιλαμβάνονται παρόμοιου προβλήματος.
Το πλήρες κείμενο της αποφάσεως είναι διαθέσιμο στην ιστοσελίδα CURIA
[1] Το Δικαστήριο τονίζει ότι η απόφαση Pierre Fabre Dermo-Cosmétique (C-439/09, βλ. επίσης Ανακοινωθέν Τύπου αριθ. 110/11) δεν είχε σκοπό να προβεί σε μια διακήρυξη αρχών κατά την οποία η προστασία της εικόνας πολυτέλειας παύει πλέον να είναι ικανή να δικαιολογήσει περιορισμό του ανταγωνισμού όπως είναι ο περιορισμός που προκύπτει από την ύπαρξη ενός δικτύου επιλεκτικής διανομής, όσον αφορά οποιοδήποτε προϊόν και ιδίως τα προϊόντα πολυτελείας, και να μεταβάλει έτσι την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Στην απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάγκη διαφύλαξης της εικόνας γοήτρου των επίμαχων στην υπόθεση εκείνη καλλυντικών και προϊόντων ατομικής περιποίησης δεν συνιστούσε θεμιτή ανάγκη που να δικαιολογεί την πλήρη απαγόρευση διαδικτυακής πώλησης των προϊόντων αυτών.
[2] Άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.
[3] Δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 330/2010 για την εφαρμογή του άρθρου 101 παράγραφος 3 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ορισμένες κατηγορίες κάθετων συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών.