ΜΠρΑθ 1480/2017: Επιτρέπεται δεύτερη κατάσχεση στο ίδιο ακίνητο από άλλο δανειστή του οφειλέτη. O Υποθηκοφύλακας δεν έχει δικαίωμα να ελέγξει το κύρος των διαδικαστικών πράξεων των οποίων ζητείται η εγγραφή.
“Οι διατάξεις του άρθρου 1 άρθρο ένατο παρ. 3 και 4 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015) προβλέπουν ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1-1-2016, ενώ, κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1-1-2016. Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 997 παρ. 5 του ΚΠολΔ, όπως αυτή αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο όγδοο παρ. 2 του ν. 4335/2015, ορίζει ότι: «Μετά την εγγραφή της αναγκαστικής κατάσχεσης στο βιβλίο κατασχέσεων επιτρέπεται να επιβληθεί και άλλη αναγκαστική κατάσχεση επάνω στο ίδιο ακίνητο από άλλο δανειστή του οφειλέτη. Οι διαφορετικές διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης διενεργούνται ξεχωριστά, χωρίς να επηρεάζει η μια την άλλη. Δεν επιτρέπεται η αναζήτηση των εξόδων της εκτέλεσης που προκατέβαλε εκείνος ο δανειστής, η εκτέλεση του οποίου δεν περατώθηκε».
Στην προκείμενη περίπτωση ο αιτών, επικαλούμενος άμεσο έννομο συμφέρον, ζητεί με την κρινόμενη αίτηση του να υποχρεωθεί ο Υποθηκοφύλακας Αθηνών να εγγράψει στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών, αναδρομικά, από την ημεροχρονολογία που υποβλήθηκε η υπ’ αρ. …/15-2-2017 αίτηση του …, δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, προς το Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, την υπ’ αρ. …/2017 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή, κατόπιν σχετικής αιτιολογημένης άρνησης του Υποθηκοφύλακα, καθώς και να υποχρεωθεί ο τελευταίος στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αίτηση αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την προκείμενη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739, 740 παρ. 1 και 791 παρ. 2 ΚΠολΔ), και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 791 και 746 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από το σύνολο των προσκομιζόμενων εκ μέρους του αιτούντος εγγράφων αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών, ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου και νόμιμος εκπρόσωπος των συνιδιοκτητών πολυκατοικίας, κείμενης στην Αθήνα, επί της οδού …, εξέδωσε, σε βάρος της οφειλέτριας και μη διαδίκου εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… ΕΠΕ» και τον διακριτικό τίτλο «…» την υπ’ αρ. 410/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, καθώς και την υπ’ αρ. 1200/2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Εν συνεχεία, προκείμενου να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της περιουσίας της άνω οφειλέτριας, επέδωσε σε αυτήν, στις 3-11-2016, αντίγραφο εξ απογράφου της προαναφερομένης υπ’ αρ. 1200/2016 δικαστικής απόφασης μετά της από 3-11-2016 επιταγής προς εκτέλεση (βλ. την υπ’ αρ. 7743Δ/3-11-2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …), ενώ, στις 15-12-2016, της επέδωσε αντίγραφο εξ απογράφου της προαναφερομένης υπ’ αρ. 410/2016 δικαστικής απόφασης μετά της από 15-12-2016 επιταγής προς εκτέλεση (βλ. την υπ’ αρ. 7902Δ/15-12-2016 έκθεση επίδοσης του ιδίου, ως άνω, δικαστικού επιμελητή).
Ακολούθως, ο προαναφερόμενος δικαστικός επιμελητής προέβη στη σύνταξη της υπ’ αρ. …/15-2-2017 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης της περιγραφόμενης σε αυτήν ακίνητης περιουσίας της ως άνω οφειλέτριας εταιρίας, και υπέβαλε, αυθημερόν, ενώπιον του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών την με αρ. πρωτ. …/2017 αίτηση, με την οποία ζητούσε, για λογαριασμό του αιτούντος, την εγγραφή της παραπάνω κατασχετήριας έκθεσης στα οικεία βιβλία κατασχέσεων.
Την παραπάνω αίτηση απέρριψε ο Υποθηκοφύλακας Αθηνών, αιτιολογώντας την άρνηση του με την από 16-2-2017 πράξη απόρριψης αίτησης. Στην εν λόγω πράξη του εκθέτει ότι προέβη στην άρνηση εγγραφής της ανωτέρω κατασχετήριας έκθεσης, διότι, επί της υπό κατάσχεση ακίνητης περιουσίας της οφειλέτριας εταιρίας, υφίσταται, ήδη, προγενέστερη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, εγγραφείσα προ της ισχύος του ν. 4335/2015, και, ως εκ τούτου, η τυχόν εγγραφή και δεύτερης αναγκαστικής κατάσχεσης, επί της ίδιας ακίνητης περιουσίας, αντιβαίνει στο άρθρο 997 παρ. 5 του ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε προ της αντικατάστασης του από το ν. 4335/2015.
Ωστόσο, ο λόγος αυτός άρνησης του Υποθηκοφύλακα είναι μη νόμιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, εν προκειμένω, τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 997 παρ. 5 ΚΠολΔ, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάσταση της από το ν. 4335/2015. Και τούτο διότι, οι δύο επιταγές προς εκτέλεση, δυνάμει των οποίων συνετάχθη η επίδικη κατασχετήρια έκθεση, επιδόθηκαν στην καθ’ ης η εκτέλεση εταιρία μετά την 1-1-2016, οπότε και τέθηκαν σε ισχύ άπασες οι διατάξεις του ν. 4335/2015 για την αναγκαστική εκτέλεση, στις οποίες εντάσσεται και η προαναφερόμενη στην ανωτέρω μείζονα σκέψη διάταξη του άρθρου 997 παρ. 5 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία επιτρέπεται η εγγραφή και δεύτερης αναγκαστικής κατάσχεσης επί του ίδιου ακινήτου από άλλον δανειστή του οφειλέτη.
Σημειώνεται δε ότι, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και υπό το καθεστώς του προϊσχύοντος του ν. 4335/2015 άρθρου 997 παρ. 5 ΚΠολΔ, ο Υποθηκοφύλακας δεν έχει δικαίωμα να ελέγξει το κύρος των διαδικαστικών πράξεων των οποίων ζητείται η εγγραφή, κι, επομένως, είναι υποχρεωμένος να εγγράψει και τη δεύτερη κατάσχεση (βλ. Π. Βαφειάδου, σε Χ. Απαλλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας-Ερμηνεία κατ’ άρθρο, άρθρο 997 αρ. 5).
Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να διαταχθεί ο Υποθηκοφύλακας Αθηνών να εγγράψει στα βιβλία κατασχέσεων του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών την υπ’ αρ. …/15-2-2017 κατασχετήρια έκθεση ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …, αναδρομικά από την ημέρα υποβολής της σχετικής αίτησης, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο διατακτικό.
Τέλος, απορριπτόμενου του σχετικού αιτήματος του αιτούντος, δεν θα επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα αυτού σε βάρος του Υποθηκοφύλακα Αθηνών, εφόσον αποδείχθηκε εύλογη αμφιβολία αυτού για την έκβαση της δίκης (βλ. Π. Αρβανιτάκη σε Κεραμέα-Κονδύλη-Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, Τομ. II, άρθρο 746 αρ. 3)”. (dsanet.gr)