Η παρούσα «έξοδος» των Χριστιανών και άλλων μειονοτήτων από τη Μέση Ανατολή -το οποίο αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, αντικείμενο συζήτησης στη Διαθρησκευτική Σύνοδο που διοργάνωσε στην Αθήνα ο Νίκος Κοτζιάς με τη συμμετοχή των επικεφαλής θρησκευτικών δογμάτων και 11 υπουργών Εξωτερικών- δεν συνιστά ένα φαινόμενο χωρίς προηγούμενο.
Αντίστοιχες μετακινήσεις πληθυσμών έχουν σημειωθεί στο παρελθόν, συνήθως ως αποτέλεσμα εμφύλιων πολέμων και γενικότερης πολιτικής αστάθειας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μαζική έξοδος Χριστιανών από τον Λίβανο, στη διάρκεια του λιβανικού εμφυλίου (1975-1990).
Για την παρούσα έξοδο μπορούμε να ορίσουμε δύο ορόσημα: την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ (2003) και την Αραβική Άνοιξη με την αστάθεια και τις συγκρούσεις που αυτή επέφερε.
Γενικότερα, μπορούμε να πούμε ότι οι θρησκευτικές μειονότητες, και ιδιαίτερα οι Χριστιανοί, απολάμβαναν μεγαλύτερη ασφάλεια, αν και όχι πλήρη ελευθερία, υπό τα αυταρχικά καθεστώτα που βρίσκονταν στην εξουσία από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα.
Η αποδυνάμωση ή η κατάρρευση αυτών των καθεστώτων δημιούργησε αστάθεια και αβεβαιότητα, ενώ παράλληλα επέτρεψε την άνοδο ακραίων ισλαμιστικών ιδεολογιών και μορφωμάτων που εκμεταλλεύτηκαν το κενό εξουσίας το οποίο δημιουργήθηκε.
Αυτή η τάση είναι ιδιαίτερα εμφανής στην περίπτωση του Ιράκ, όπου η ανατροπή του Σαντάμ Χουσέιν και του μπααθικού κρατικού οικοδομήματος ανέδειξε σε βασικό πολιτικό ζήτημα τον τριγωνικό ανταγωνισμό μεταξύ των Σιιτών, των Σουνιτών και των Κούρδων, θέτοντας τις μη κυρίαρχες θρησκευτικές κοινότητες στο περιθώριο.
Η αδιάκοπη από το 2003 βία με στόχο άτομα διαφορετικής θρησκείας ή δόγματος ώθησε μεγάλη μερίδα των θρησκευτικών μειονοτήτων σε φυγή, είτε εντός της επικράτειας του Ιράκ (εσωτερικά εκτοπισμένοι) είτε εκτός της χώρας. Οικογένειες που διέθεταν περισσότερους οικονομικούς πόρους (συνήθως Χριστιανοί) επέλεξαν να εγκαταλείψουν το Ιράκ. Αρκετοί κατευθύνθηκαν προς τη Συρία, το Λίβανο και την Ιορδανία, ενώ πολλοί κατέφυγαν σε χώρες της Δύσης.
Σύμφωνα με υπολογισμούς διεθνών οργανώσεων, αλλά και εκτιμήσεις Χριστιανών πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών, τις οποίες μετέφεραν στο CRPME, κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας που πραγματοποίησε το Κέντρο το φθινόπωρο του 2016, υπολογίζεται ότι το 2014, δηλαδή πριν από την κατάληψη εδαφών από το «Ισλαμικό Κράτος»,ο χριστιανικός πληθυσμός είχε ήδη συρρικνωθεί κατά δύο τρίτα.
Συγκεκριμένα, ο πληθυσμός φαίνεται να μειώθηκε από 1,4 εκατομμύρια το 2003 σε 400.000-500.000 το 2014.
Η προέλαση του «Ισλαμικού Κράτους» στην περιοχή του Nineveh οδήγησε σε νέα μετακίνηση πληθυσμών.
Υπολογίζεται ότι 150.000 Χριστιανοί αναγκάστηκαν να φύγουν μόνο από τη Μοσούλη. Άλλες πόλεις και χωριά της περιοχής, όπως το Qaraqosh, η Bartella, τοTel Eskof και το TelKaif, που τα προηγούμενα χρόνια είχαν υποδεχτεί πολλές οικογένειες Χριστιανών που εγκατέλειψαν τη Βαγδάτη και άλλες πόλεις του νότιου Ιράκ, βίωσαν αντίστοιχες εκτοπίσεις.
Μέρος του πληθυσμού κατέφυγε σε κουρδικές περιοχές του βόρειου Ιράκ, ενώ σημαντικός αριθμός Χριστιανών εγκατέλειψε το Ιράκ.
Ως αποτέλεσμα, ο χριστιανικός πληθυσμός του Ιράκ υπολογίζεται ότι πλέον απαριθμεί περί τα 275.000 άτομα, ενώ η τάση συρρίκνωσης αναμένεται να συνεχιστεί λόγω της νέας περιόδου αστάθειας που πυροδότησε το κουρδικό δημοψήφισμα.
Καρφιά Κοτζιά σε ΕΕ: Ας ενδιαφερθούν επιτέλους και για τα δικαιώματα των Χριστιανών στη Μ. Ανατολή
Η τάση φυγής δεν επηρεάζει μόνο τους Χριστιανούς, καθώς και άλλες θρησκευτικές κοινότητες επιλέγουν να εγκαταλείψουν το Ιράκ. Η κοινότητα των Γιαζίντι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Υπολογίζεται ότι πριν από το 2014 υπήρχαν γύρω στους 500.000 Γιαζίντι, οι οποίοι ήταν συγκεντρωμένοι κυρίως στην περιοχή του Sinjar και πόλεις της πεδινής Nineveh (π.χ.Bashiqa).
Οι μαζικές σφαγές των Γιαζίντι από το «Ισλαμικό Κράτος», που κορυφώθηκαν τον Αύγουστο του 2014, οδήγησαν το 90% του πληθυσμού σε φυγή από τις εστίες τους.
Ο επικεφαλής της οργάνωσης για τα δικαιώματα των Γιαζίντι,Yazda, σε συνέντευξή του στο CRPMEανέφερε ότι περίπου 100.000 Γιαζίντι έχουν εγκαταλείψει το Ιράκ.
Η πλειοψηφία αυτών έχει καταφύγει στη Γερμανία, που διαθέτει μεγάλη κοινότητα Γιαζίντι.
Στη Συρία, παρατηρείται μια αντίστοιχη τάση. Από το 2011 έχει επέλθει αισθητή αλλαγή στην ποσοστιαία σύνθεση του πληθυσμού, η οποία αφορά τόσο την αναλογία των μεγάλων κοινοτήτων όσο και αυτή των θρησκευτικών μειονοτήτων.
Για παράδειγμα, το ποσοστό των Σουνιτών στη χώρα έχει μειωθεί από 64% σε 61%, κυρίως λόγω του μεγάλου αριθμού Σουνιτών Μουσουλμάνων προσφύγων που έχουν καταφύγει στις γειτονικές χώρες και δευτερευόντως την Ευρώπη.
Αυτό έχει οδηγήσει στην αύξηση του κουρδικού και του αλαουτικού πληθυσμού ως ποσοστό του συνόλου (από 15% σε 16% και από 10% σε 13% αντίστοιχα).
Ταυτόχρονα, ο πληθυσμός των Χριστιανών φέρεται να έχει μειωθεί κατά το ήμισυ. Υπολογίζεται ότι οι Χριστιανοί πριν από την έναρξη του συριακού εμφυλίου αντιστοιχούσαν στο 10% του πληθυσμού (1,25 εκατομμύρια), ενώ πλέον δεν αποτελούν πάνω από το 5% του συνολικού πληθυσμού (500.000).
Η πλειοψηφία των Χριστιανών που εγκατέλειψαν τη χώρα κατέφυγαν στον Λίβανο ή την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική.
Στην περίπτωση των Αρμενίων Χριστιανών της Συρίας, αρκετοί έχουν καταφύγει και στην Αρμενία.
Σύμφωνα με υπολογισμούς, από τους 100.000 Αρμένιους της Συρίας, πολλοί εκ των οποίων ζούσαν στο Χαλέπι, έχουν μείνει γύρω στις 35.000-40.000.
Παράλληλα, υπάρχει και σημαντικός αριθμός εσωτερικά εκτοπισμένων που έχουν βρει καταφύγιο σε περιοχές που ελέγχονται από την κυβέρνηση ή τις κουρδικές δυνάμεις της Rojava.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής αντιμετωπίζουν συνθήκες ανασφάλειας, ωστόσο οι πιέσεις που δέχονται δεν έχουν την ίδια ένταση και εύρος με αυτές στο Ιράκ και τη Συρία.
Για παράδειγμα, οι Χριστιανοί στην Αίγυπτο, οι οποίοι αποτελούν το 10% του πληθυσμού και κυρίως ανήκουν στην Κοπτική Εκκλησία, έχουν γίνει, το τελευταίο διάστημα, στόχος τζιχαντιστικών οργανώσεων, που έχουν πραγματοποιήσει σειρά επιθέσεων σε χώρους λατρείας.
Ωστόσο, προς το παρόν δεν παρατηρείται τάση εξόδου από τη χώρα.
Επίσης, ο Λίβανος και η Παλαιστίνη αξίζουν ειδική μνεία.
Στην περίπτωση του Λιβάνου, ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να μειώνεται σε απόλυτους αριθμούς και ως ποσοστό του συνολικού πληθυσμού.
Η συρρίκνωση της χριστιανικής κοινότητας, που χρονολογείται από τη δεκαετία του 1960, δεν έχει πλέον την ένταση και τον χαρακτήρα της μαζικής εξόδου κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, αλλά συνδέεται κατά βάση με κοινωνικο-οικονομικά κίνητρα.
Ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης των Χριστιανών και της μεγαλύτερης γεννητικότητας των Μουσουλμάνων (Σιιτών και Σουνιτών), οι Χριστιανοί του Λιβάνου που αποτελούσαν την πλειοψηφία το 1932, όταν και πραγματοποιήθηκε η τελευταία επίσημη απογραφή του πληθυσμού, πλέον δεν ξεπερνούν το 40% του πληθυσμού.
Στην περίπτωση της Παλαιστίνης, η έξοδος των Χριστιανών οφείλεται στην ισραηλινή κατοχή και στις διακρίσεις που υφίστανται ως αποτέλεσμα αυτής. Υπολογίζεται ότι ο πληθυσμός των Χριστιανών στην ιστορική Παλαιστίνη μειώνεται κατά 5% κάθε χρόνο, καθώς πολλοί νέοι μεταναστεύουν λόγω της απογοήτευσης που νιώθουν για την αδιέξοδη ειρηνευτική διαδικασία και την απουσία προοπτικών.
Οι Χριστιανοί Άραβες, πολίτες του Ισραήλ, πλέον δεν ξεπερνούν τις 120.000, ενώ γύρω στους 50.000 έχουν απομείνει στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη.
Αξιοσημείωτη μείωση έχει υποστεί και ο χριστιανικός πληθυσμός στη Γάζα μετά την ανάληψη της διοίκησης της περιοχής από τη Χαμάς και την επιβολή του ισραηλινού αποκλεισμού, καθώς ο πληθυσμός των Χριστιανών έχει μειωθεί από 3.000 σε 1.000.
Η συρρίκνωση αποτυπώνεται και ως ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού, δεδομένου ότι οι Χριστιανοί αποτελούν πλέον λιγότερο από το 2% του αραβικού πληθυσμού της Παλαιστίνης.