Έκανε βέβαια λάθη, ενώ είχε και εμμονές. Ως στρατιωτικός, όπως θα δούμε, ήταν εξαιρετικός. Η προσπάθειά του για αναβίωση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας ή κάποιας παραλλαγής της, ήταν άκαιρη και καταδικασμένη να αποτύχει.
Με έναν, τουλάχιστο πολυσυζητημένο, αυτοκράτορα του Βυζαντίου, τον Ιουλιανό, τον αποκαλούμενο και «Παραβάτη» ή «Αποστάτη», θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Οι αναφορές που γίνονται στον Ιουλιανό, τόσο στα σχολικά βιβλία όσο και γενικότερα, είναι σύντομες και, επιεικώς ,απαξιωτικές. Δεν θα προσπαθήσουμε εδώ να καταρρίψουμε τις επικρατούσες αντιλήψεις γι’ αυτόν, ούτε να τον εξυψώσουμε. Ψύχραιμα και τεκμηριωμένα, θα αναφερθούμε σε στοιχεία που δείχνουν ότι ο Ιουλιανός δεν ήταν ένας κακός αυτοκράτορας. Το αντίθετο μάλιστα. Έκανε βέβαια λάθη, ενώ είχε και εμμονές. Ως στρατιωτικός, όπως θα δούμε, ήταν εξαιρετικός. Η προσπάθειά του για αναβίωση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας ή κάποιας παραλλαγής της, ήταν άκαιρη και καταδικασμένη να αποτύχει. Αυτή του η προσπάθεια τον «στιγμάτισε» και έφερε σε δεύτερη μοίρα τις στρατιωτικές και διοικητικές του ικανότητες.
Τα νεανικά χρόνια του Ιουλιανού
Ο Ιουλιανός, γεννήθηκε το 331 στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν ανιψιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, γιος του αδελφού του Ιουλίου Κωνσταντίου. Μητρική του γλώσσα ήταν η ελληνική. Όταν ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος διέταξε τη σφαγή όλων των αρρένων συγγενών του προκειμένου να εξασφαλιστεί η διαδοχή από τους γιους του Κωνσταντίνου με τη Φούστα. Τότε βρήκε τραγικό θάνατο και ο πατέρας του Ιουλιανού. Από τη σφαγή γλίτωσαν μόνο ο εξάχρονος, τότε Ιουλιανός και ο δωδεκάχρονος αδελφός του Γάλλος, ξαδέλφια του αυτοκράτορα.
Και οι δυο για πολλά χρόνια ορίστηκε να κατοικούν σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας. Ο Ιουλιανός βρέθηκε αρχικά στη Νικομήδεια, στο επισκοπικό ανάκτορο του μακρινού του συγγενή Ευσέβιου. Ο Ευσέβιος, οπαδός του αρειανισμού, έδωσε στον Ιουλιανό τα πρώτα μαθήματα χριστιανικής παιδείας.
Σύντομα όμως, έφυγε για την Κων/πολη. Στη συνέχεια ο Ιουλιανός έλαβε μαθήματα αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, με δάσκαλο τον Μαρδόνιο, Σκύθη ευνούχο που είχε αναθρέψει και τη μητέρα του. Από αυτόν ο Ιουλιανός μυήθηκε στα ομηρικά έπη. Παράλληλα, καλλιέργησε στον μικρό Ιουλιανό ένα αίσθημα ανεξικακίας και ανωτερότητας. Το 342, ο Κωνστάντιος διέταξε τον Ιουλιανό να μεταβεί στην Καππαδοκία. Στο Μάκελλο της Καππαδοκίας, συνάντησε ξανά τον αδερφό του Γάλλο με τον οποίο όμως τον χώριζε, όπως κατάλαβε, ένα αβυσσαλέο χάσμα. Στα 6 χρόνια που έμεινε εκεί, ο Ιουλιανός απομονώθηκε στον εαυτό του και αφοσιώθηκε στη μελέτη και το γράψιμο. Βρέθηκε κοντά στο επίσκοπο Γεώργιο Καππαδοκίας, ο οποίος όμως ήταν μια σκοτεινή προσωπικότητα. Ανελίχθηκε κοινωνικά λόγω της δραστηριότητάς του ως καταδότης και βρήκε τραγικό θάνατο στην Αλεξάνδρεια, στα χέρια του μαινόμενου όχλου. Φαίνεται ότι επηρέασε σημαντικά τον Ιουλιανό στις θρησκευτικές του πεποιθήσεις.
«Άλλοι μεν ίππων, άλλοι δε ορνέων, άλλοι δε θηρίων ερώσιν εμοί δε βιβλίων κτήσεως εκ παιδαρίου δεινός εντέτηκε πόθος», έγραφε χαρακτηριστικά ο Ιουλιανός. Το 348, ο Γάλλος διατάχθηκε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη. Τον ακολούθησε ο Ιουλιανός. Δίπλα στο Νικοκλή, επιδόθηκε με πάθος στη μελέτη της ρητορικής και της φιλολογίας. Η δημοφιλία που είχε αρχίσει να αποκτά, οδήγησε τον Κωνστάντιο να τον στείλει στη Νικομήδεια. Εκεί κατόρθωσε, παρά τη ρητή απαγόρευση, να διαβάζει όσα δίδασκε ο φημισμένος σοφιστής Λιβάνιο.
Σε ηλικία 20 ετών, ο Ιουλιανός ήρθε σε επαφή με τον «ελληνισμό», το θρησκευτικό ρεύμα που ξεκινούσε από τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη και περιλάμβανε όλα τα φιλοσοφικά συστήματα, πλην των οπαδών του Επίκουρου και τους σκεπτικιστές και έφτανε στον Πλωτίνο και τον Ιάμβλιχο.
Ο διασημότερος μαθητής του Ιάμβλιχου, ο Καππαδόκης Αιδέσιος, δίδασκε ακόμα στην Πέργαμο και ο Ιουλιανός, αψηφώντας τις απαγορεύσεις έσπευσε εκεί για να ακούσει τις διδασκαλίες του. Κοντά στον γέροντα Αιδέσιο, τους μαθητές του Ευσέβιο Μύνδιο και Χρυσάνθιο Σαρδιανό και τον φιλόσοφο Μάξιμο ολοκληρώθηκε πνευματικά. Επέστρεψε στη Νικομήδεια και έπειτα, ως το 354 έζησε, ίσως τα πιο ευτυχισμένα χρόνια της ζωής του. Σε ένα από τα πατρογονικά του κτήματα, ο Ιουλιανός αφοσιώθηκε στη μελέτη και την περισυλλογή. Παράλληλα, ασχολήθηκε με την κηπουρική και τη γεωργία, παρασκευάζοντας μάλιστα «οίνον ευώδη τε και ηδύν» για τους φίλους του, σε έναν από τους οποίους μάλιστα, χάρισε αργότερα το κτήμα. Το 354 όμως, ο Ιουλιανός έμαθε ότι θανατώθηκε ο αδελφός του Γάλλος και ο ίδιος διατάχθηκε να μεταβεί στην Κων/πόλη για να λογοδοτήσει.
Πέρασε 6 μαρτυρικούς μήνες σε απομόνωση σ’ ένα χωριό κοντά στο Μεδιόλανο (Μιλάνο), περιμένοντας τη θανατική του καταδίκη. Μια μέρα όμως, εντελώς ξαφνικά, έφτασε η εντολή να επιβιβασθεί σ’ ένα πλοίο και να μεταβεί στην Αθήνα.
Αυτό έγινε χάρη στη μεσολάβηση της δεύτερης συζύγου του Κωνστάντιου, της Ευσεβίας, η οποία συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Ιουλιανό (ίσως υπήρχαν και πιο στενές σχέσεις μεταξύ τους…)Ο Ιουλιανός στην Αθήνα (355)
Τον Μάιο του 355, ο Ιουλιανός έφτασε περιχαρής στην πνευματική πρωτεύουσα του αρχαίου κόσμου, την Αθήνα. Ποια ήταν όμως η κατάσταση που επικρατούσε εκεί;
Η Αθήνα είχε χάσει από καιρό την πολιτική και ηθική θέση της, ωστόσο διατηρούσε την αίγλη του παρελθόντος, τα λαμπρά της μνημεία και τον σεβασμό από όλους. Στην πόλη λειτουργούσαν αρκετές φιλοσοφικές σχολές, στις οποίες όμως δεν διδάσκονταν σπουδαία πράγματα.
“Η εκπαίδευση στην Αθήνα είχε καταντήσει πράγματι μια ταπεινή λογομαχία, που τα κυριότερα ελατήριά της ήταν η χρηματική απληστία των δασκάλων και οι κωμικοτραγικές φιλονικίες ανάμεσα στους διδασκομένους”, γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος.
Καθώς ο κάθε δάσκαλος απαιτούσε να έχει μαθητές όλους τους συμπατριώτες του. Οι διενέξεις μεταξύ των μαθητών των σχολών ήταν σύνηθες φαινόμενο. Χρειαζόταν συχνά η μεσολάβηση του ανθύπατου της Αχαΐας, ο οποίος καλούσε στην έδρα του, στην Κόρινθο, τους αντιπάλους δασκάλους και μαθητές και ακολουθούσε, παρουσία του, επίσημος ρητορικός αγώνας μεταξύ των σχολών!
Οι μαθητές περνούσαν τη μέρα τους παίζοντας και τη νύχτα τους ακούγοντας “γλυκόλαλες τραγουδίστριες”.
Κάποιοι μάλιστα, λήστευαν φιλήσυχους πολίτες! Αν και οι περισσότεροι νέοι της πόλης ξόδευαν τον χρόνο τους σε ασωτίες και διασκεδάσεις, υπήρχαν κάποιοι που μυούνταν στα Ελευσίνια Μυστήρια, ενώ πραγματοποιούσαν και εκδρομές στην Ολυμπία και τη Κόρινθο για να παρακολουθήσουν τους αθλητικούς αγώνες που τελούνταν μεν ακόμα, είχαν χάσει όμως την αλλοτινή τους λαμπρότητα και πολυτέλεια. Ο Ιουλιανός, μόλις έφτασε στην Αθήνα, ήρθε σε επαφή με τον ιεροφάντη της Ελευσίνας “και της εκείθεν σοφίας αρυσάμειος χανδόν”, απέκτησε βαθύτερη κατανόηση της πλατωνικής θεωρίας που τότε ήταν στενά συνδεδεμένη με τα Ελευσίνια Μυστήρια.
Ταυτόχρονα, παρακολουθούσε τις διαλέξεις του μεγαλύτερου ρήτορα του 4ου αι, του χριστιανού Προαιρέσιου, τον οποίο εκτίμησε τόσο ώστε τον εξαίρεσε από τα μέτρα που πήρε σαν αυτοκράτορας εναντίον των χριστιανών δασκάλων. Ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πρίσκος και ο σπουδαίος σοφιστής Ιμέριος που βρίσκονταν στην Αθήνα εκείνο το διάστημα, συνδέθηκαν φιλικά με τον Ιουλιανό ως το τέλος της ζωής του.
Στην Αθήνα όμως, συμμαθητές και σύντροφοί του, ήταν δύο νέοι που εξελίχθηκαν αργότερα σε μεγάλες μορφές του χριστιανισμού: ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και ο Μέγας Βασίλειος. Γράφει χαρακτηριστικά για τον Ιουλιανό ο Γρηγόριος στον «Β’ Στηλιτευτικό Λόγο κατά Βασιλέως Ιουλιανού»:
“Από παλιά είχα καταλάβει τις διαθέσεις του Ιουλιανού, όταν βρισκόμουν μαζί του στην Αθήνα… Τότε λοιπόν δεν παρατήρησα καμιά κακή συμπεριφορά του άνδρα παρόλο που δεν υπήρχε ούτε ένας απ’ άσους ασχολούνταν με αυτόν που να συμπεριφέρεται καλά. Αλλά με έκανε να υποψιαστώ η ανωμαλία στο ήθος του και η αλλοπαρμένη όψη του…”
Μόλις είχε μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια ο Ιουλιανός, όταν το φθινόπωρο του 355 ανακλήθηκε και πάλι στο Μεδιόλανο. Η θλίψη του ήταν ανείπωτη. Καθώς το πλοίο απομακρυνόταν από τον Πειραιά, ύψωσε τα χέρια του προς την Ακρόπολη και κλαίγοντας προσευχήθηκε στη θεά της σοφίας να τον κρατήσει κοντά της, γιατί προτιμούσε να πεθάνει στην Αθήνα, παρά να επιστρέψει στο περιβάλλον του Κωνσταντίου.Ο Ιουλιανός γίνεται Καίσαρας
Σύντομα ο Ιουλιανός βρέθηκε πάλι δέσμιος στο Μιλάνο.
Και πάλι όμως η παρέμβαση της Ευσεβίας ήταν καταλυτική. Παρότρυνε τον Κωνστάντιο να του κάνει Καίσαρα και να τον στείλει στη Γαλατία που υπέφερε από τις επιδρομές των γερμανικών φύλων. Ο Κωνσταντίνος δέχτηκε τη συμβουλή της και στις 6 Νοεμβρίου 355, παρουσίασε τον, μόλις 24 ετών Ιουλιανό, στις λεγεώνες που επικύρωσαν την εκλογή του ως Καίσαρα.
Ακολούθησε ο γάμος του Ιουλιανού με την αδελφή του αυτοκράτορα Ελένη και η αναχώρησή του επικεφαλής 360 στρατιωτών “που ήξεραν μόνο να προσεύχονται” για τη Γαλατία. Μετά από μια σειρά εντατικά στρατιωτικά γυμνάσια στη Βίεννα(σημερινή γαλλική πόλη Vienns) τον χειμώνα του 355-356 και τις συνεχείς επαφές του με ειδικούς επί των στρατιωτικών θεμάτων, ο Ιουλιανός αποφάσισε το καλοκαίρι του 356, να ξεκινήσει μια πρώτη εκστρατεία κατά των Φράγκων.
Τις επιτυχίες του Ιουλιανού ως Καίσαρα, περιγράφει ο Ζώσιμος στη “Νέα Ιστορία” του με πλήθος λεπτομερειών.
Ο Ιουλιανός βρήκε τον στρατό της Γαλατίας σχεδόν διαλυμένο και τους βάρβαρους να περνούν ανενόχλητοι του Ρήνο και να φτάνουν ως τις παραθαλάσσιες περιοχές. Φρόντισε να στρατολογήσει όσο περισσότερους άνδρες μπορούσε, ενώ ταυτόχρονα δεχόταν και εθελοντές.
Σε μια πόλη, βρήκε παρατημένα όπλα και αφού διέταξε να επισκευαστούν, τα μοίρασε στους στρατιώτες.
Στο μεταξύ οι ανιχνευτές του, τον ενημέρωσαν ότι κοντά στην πόλη Αργέντορα (το σημερινό Στρασβούργο), αμέτρητα πλήθη βαρβάρων είχαν περάσει τον Ρήνο.
Ο Ιουλιανός κινήθηκε εναντίον του και τους κατατρόπωσε. Ο Ζώσιμος γράφει ότι 60.000 βάρβαροι σκοτώθηκαν, αριθμός μάλλον υπερβολικός.
Ένα γεγονός που αναφέρει ο Ζώσιμος, είναι άκρως εντυπωσιακό. Ο Ιουλιανός στήριζε πολλά σε μια ίλη 600 ιππέων άριστα εκπαιδευμένων και με εμπειρίες από πολεμικές συγκρούσεις. Ωστόσο στη διάρκεια της μάχης, που εξελισσόταν νικηφόρα για τους Ρωμαίους, αυτοί οι άνδρες τράπηκαν σε φυγή, παρά τις εκκλήσεις του ίδιου του Ιουλιανού. Μετά το τέλος της μάχης, ο Ιουλιανός δεν τους τιμώρησε με ποινές που προβλεπόταν από τους στρατιωτικούς κανονισμούς, αλλά τους έντυσε με γυναικεία ρούχα και τους διαπόμπευσε στο στρατόπεδο. Ο εξευτελισμός όσων φυγομάχησαν ήταν μεγάλος. Στις επόμενες μάχες με τους Γερμανούς ξεπέρασαν σε ανδρεία όλους τους άλλους, θέλοντας έτσι να ξεπλύνουν την ντροπή τους.
Ο Ιουλιανός ενίσχυσε τον στρατό και επιτέθηκε ο ίδιος εναντίον των Γερμανών, περνώντας τον Ρήνο και τους συνέτριψε. Τους καταδίωξε μέχρι τον Ερκύνιο δρυμό και συνέλαβε τον γιο του αρχηγού τους Βαδομάριο, τον οποίο έστειλε στον Κωνστάντιο.
Οι βάρβαροι τρομοκρατήθηκαν και έστειλαν πρεσβευτές στον Ιουλιανό για να ζητήσουν την φιλία του και να δηλώσουν ότι ποτέ πια δεν θα στρέφονταν εναντίον των Ρωμαίων. Ο Ιουλιανός τους ζήτησε πρώτα να επιστρέψουν όλους όσους είχαν αιχμαλωτίσει από πόλεις που είχαν εκπορθήσει στο παρελθόν. Πραγματικά, πέτυχε να απελευθερωθούν οι περισσότεροι από αυτούς.
Ο Κωνστάντιος βλέποντας τις επιτυχίες του Ιουλιανού, ένιωσε μεγάλο φθόνο. Πιστεύοντας ότι αυτές οφείλονται στην ευφυΐα και τις ικανότητες του Σαλούστιου, ενός από τους συμβούλους του Ιουλιανού, τον ανακάλεσε με το πρόσχημα ότι θα του ανέθετε υποθέσεις της Ανατολής. Ο Ιουλιανός άφησε τον Σαλούστιο να φύγει χωρίς να προβάλλει καμία αντίρρηση. Στο μεταξύ, ενώ όλοι σχεδόν οι βάρβαροι είχαν σταματήσει κάθε δράση τους, κάποιοι απ’ αυτούς, οι Σάξονες, έστειλαν τους Κουάδους, μία από τις φυλές τους, να εισβάλλουν σε ρωμαϊκά εδάφη.
Αυτοί έδιωξαν από τη Βαταβία τους Σάλιους Φράγκους που κατοικούσαν εκεί και οι οποίοι κατέφυγαν ως ικέτες στον Ιουλιανό. Τελικά, έστω και με δυσκολία, ο Ιουλιανός νίκησε και τους Κουάβους, μέρος από τους οποίους οργάνωσε σε στρατιωτικά τάγματα με τους Σάλιους και τους κατοίκους της Βαταβίας.
Στο μεταξύ, στην Ανατολή, οι Πέρσες με αρχηγό τον Σαπώρ είχαν αρχίσει να λεηλατούν τη Μεσοποταμία. Έφτασαν στα περίχωρα της Νίσιβης τα οποία κατέστρεψαν και πολιόρκησαν την πόλη. Αυτή σώθηκε όμως από τις δυνάμεις του στρατηγού Λουκιλλιανού.
Ο Κωνστάντιος, με το πρόσχημα ότι έχει αυξημένες ανάγκες στον πόλεμο κατά των Περσών, ζήτησε από τον Ιουλιανό να του στείλει μερικές λεγεώνες. Αυτό επαναλήφθηκε και άλλες φορές. Ο Ιουλιανός έστελνε πρόθυμα τους άνδρες που ζητούσε ο αυτοκράτορας, ο οποίος στην ουσία ήθελε να τον απογυμνώσει από εξουσίες και στρατό.
Στα πέντε χρόνια που ήταν Καίσαρας, ο Ιουλιανός κατάφερε να συντρίψει τους βάρβαρους αλλά και να γίνει ιδιαίτερα αγαπητός στους στρατιώτες του, καθώς ζούσε λιτά και πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή, σαν απλός στρατιώτης.
Ήταν φανερό ότι ο Κωνστάντιος έψαχνε τρόπο να εξοντώσει τον Ιουλιανό, ο οποίος βρισκόταν στο Παρίσι (“Γερμανίας δε αύτη πολίχνη”, κατά τον Ζώσιμο, Φεβρούαριος 360). Όταν κάποιοι στρατιωτικοί διοικητές βεβαιώθηκαν για τις προθέσεις του Κωνστάντιου, τις μετέφεραν και στους στρατιώτες, που εξαγριώθηκαν και ανακήρυξαν τον Ιουλιανό αυτοκράτορα “επί τινός ασπίδος μετέωρον άραντες ανείπον τε σεβαστόν αυτοκράτορα, και επέθεσαν συν βία το διάδημα τη κεφαλή”.
Ο Ιουλιανός όμως ήταν επιφυλακτικός και έστειλε απεσταλμένους στον Κωνστάντιο. Του ζητούσε μόνο να τον αναγνωρίσει ως το νεότερο Αύγουστο και να του αφήσει πλήρη κυριαρχία στη Γαλατία. Ο Κωνστάντιος δεν δέχθηκε. Η Ευσεβία και η Ελένη πέθαναν σχεδόν ταυτόχρονα και αυτό επιτάχυνε τις εξελίξεις. Ο Ιουλιανός αποφάσισε να κινηθεί εναντίον του Κωνστάντιου. Αφού νίκησε τους Φράγκους του Κάτω Ρήνου και του Αλαμαννούς που εισέβαλλαν στα ρωμαϊκά εδάφη, ξεκίνησε με τις δυνάμεις της Γαλατίας για την Ανατολή.
Ανέθεσε στους έμπειρους στρατηγούς Νευίτα και Ιοβίνο να καταλάβουν τη Ραιτία (επαρχία στις Άλπεις) και την Ιταλία και ο ίδιος, επικεφαλής 3.000 στρατιωτών θα κατέβαινε τον Δούναβη. Ο Ιουλιανός βρισκόταν στην πλώρη ενός καραβιού και αποθεωνόταν από τους κατοίκους των περιοχών που περνούσε και οι οποίοι είχαν παραταχθεί στις όχθες του ποταμού.
Τον Οκτώβριο του 361 έφτασε στη Ναϊσό. Τη θριαμβευτική πορεία του Ιουλιανού στον Δούναβη, περιγράφει ο Μαμερτίνος. Την ίδια περίοδο, ο Κωνστάντιος βλέποντας ότι οι Πέρσες δεν επρόκειτο να επιτεθούν, ετοιμαζόταν να κινηθεί κατά του Ιουλιανού. Στην Ταρσό της Κιλικίας όμως αρρώστησε και πέθανε στην πολίχνη Μοψουκρήνη, στις 5 Νοεμβρίου 361, αφού πρώτα βαπτίσθηκε από τον αρειανό επίσκοπο Ευζώιο. Λίγο πριν πεθάνει υπέδειξε ως διάδοχό του το τελευταίο επιζών μέλος της δυναστείας του: τον Ιουλιανό.Ο Ιουλιανός αυτοκράτορας
Στις 11 Δεκεμβρίου 361, η Σύγκλητος και ο λαός υποδεχόταν τον Ιουλιανό έξω από την πόλη. Γράφει χαρακτηριστικά ο Αμμιανός: “… ο μικρόσωμος αυτός νέος που τα τόσα ανδραγαθήματα του είχαν παραστήσει θεόρατο στη λαϊκή φαντασία, μετά την καταστροφή βασιλέων και εθνών, πετώντας από πόλη σε πόλη και αυξάνοντας τη δύναμη και την εξουσία του με το απλό του πέρασμα από κάθε μεριά της γης, είχε κατακτήσει κάθε γωνιά απ΄ όπου διάβηκε, γοργόφτερος σαν τη φήμη, ώσπου τελικά, οι ουράνιες δυνάμεις του προσέφεραν την αυτοκρατορική εξουσία χωρίς η πολιτεία να υποστεί την παραμικρή βλάβη”.
Ο Ιουλιανός έσπευσε να προσκυνήσει τη σορό του Κωνστάντιου που είχε μεταφερθεί στην Πόλη και φρόντισε να αποδοθούν οι τιμές της αποθέωσης στον προκάτοχό του. Αμέσως μετά, έβαλε σε εφαρμογή τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Τρεις ήταν οι βασικοί στόχοι του: η ριζική διοικητική αναδιάρθρωση του κράτους, η θρησκευτική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και η εξουδετέρωση περσικού κινδύνου. Ξεκίνησε με την κάθαρση των ανακτόρων καθώς έδωσε διαταγή να απολυθεί η πλειονότητα του αυλικού προσωπικού.
Για την εφαρμογή της θρησκευτικής μεταρρύθμισης, είχε συμβούλους και αρωγούς τον Ορειβάσιο και τον Ευήμερο. Είχε επίσης πάρει κοντά του και τον ιεροφάντη των Ελευσινίων μυστηρίων, τον οποίο μόλις ανέβηκε στον θρόνο έστειλε με πολλά δώρα και με συνοδούς τους παλιούς του δασκάλους να αναλάβει την επιμέλεια των ιερών της Ελλάδας. Για τις προθέσεις του, είχε φροντίσει να ενημερώσει από τη Ναϊσό με επιστολές τη Βουλή και τον Δήμο των Αθηναίων τους Κορίνθιους και τους Λακεδαιμόνιους.
Μάλιστα στην Αθήνα, μετά την ενημέρωση από τον Ιουλιανό και ενώ ζούσε ακόμα ο Κωνστάντιος άνοιξαν οι ναοί των αρχαίων θεών που είχαν κλείσει, ξαναχτίστηκαν οι βωμοί και έγιναν θυσίες και γιορτές με τα αρχαία, πατροπαράδοτα έθιμα.
Ο Ορειβάσιος, γιατρός και φίλος του Ιουλιανού ,όταν αυτός έγινε αυτοκράτορας ,διατάχθηκε να πάει στους Δελφούς για να ανορθώσει το ιερό του Απόλλωνα. Ο χρησμός όμως που δόθηκε από την Πυθία και διασώθηκε από τον Γεώργιο Κεδρηνό, σίγουρα τον απογοήτευσε…
“Είπατε τω βασιλεί, χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά. Ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα δάφνην ου παγάν λαλέουσαν. Απέσβετο και λάλον ύδωρ”. (“Να πείτε στον βασιλιά ότι γκρεμίστηκε η περίτεχνη αυλή. Ο Απόλλωνας δεν έχει πια καλύβα, ούτε προφητική δάφνη ούτε πηγή που να μιλάει. Στέρεψε και το νερό που μιλούσε”).
Παρ’ όλα αυτά, ο Ιουλιανός έδωσε διαταγή να αναστηλωθούν η Νικόπολη και η Ελευσίνα. Έγιναν πάλι οι αγώνες και οι γιορτές στους Δελφούς, το Άργος και την Αντιόχεια, τα γυμναστήρια γέμισαν αθλητές, ενώ ιδιαίτερα προστατεύτηκαν από τον αυτοκράτορα οι φιλοσοφικές σχολές.
Αυτό οδήγησε ορισμένους να αποδώσουν τερατώδεις και συκοφαντικές κατηγορίες στον αυτοκράτορα: “Ο Ιουλιανός χάραξε 10.000 γυναίκες που εγκυμονούσαν και αφαίρεσε το συκώτι των εμβρύων και πολλά παιδιά έσφαζε και τα θυσίαζε στα είδωλα”, γράφει ο Γεώργιος Κεδρηνός, κάτι που δεν έγινε ποτέ.
Εκείνο που έκανε είναι ότι αφαίρεσε από τον χριστιανικό κλήρο τα μεγάλα προνόμιά του, τα οποία άλλωστε δεν επανέφεραν οι επόμενοι αυτοκράτορες. Απέκλεισε τους Χριστιανούς απ’ όλα τα ανώτερα πολιτικά και στρατιωτικά αξιώματα και τους απαγόρευσε να σπουδάζουν γραμματική, ρητορική, ιατρική, ακόμα και καλές τέχνες.
Αυτό προκάλεσε την οργή των Χριστιανών. Ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός έγραψε τον περίφημο “Στηλιτευτικό”, εναντίον του Ιουλιανού που αρχίζει ως εξής: “Πολλών γαρ και δεινών όντων εφ οις εκείνος μισείσθαι δίκαιος, ουκ έστιν ό,τι μάλλον ή τούτο παρανομήσας φάινεται”. (“Απ΄ όσα πολλά και φοβερά έχει πράξει εκείνος και έχουν προκαλέσει δικαιολογημένα την οργή, δεν υπάρχει κάτι περισσότερο παράνομο απ’ αυτό”).
Όταν πυρπολήθηκε ο ναός του Απόλλωνα στη Δάφνη καταδιώχτηκαν οι Χριστιανοί. Επεισόδια που ξέσπασαν στην Έδεσσα της Συρίας, με πρωταγωνιστές αρειανούς, έκαναν τον Ιουλιανό να τους δημεύσει όλη την εκκλησιαστική περιουσία, τα κτήματά τους να τα κάνει δημόσια και τα χρήματα να τα μοιράσει στους στρατιώτες. Η κατάσταση ήταν τεταμένη και ελλόχευε ο κίνδυνος να ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος στην αυτοκρατορία.
Ωστόσο, ο Ιουλιανός δεν αμέλησε καθόλου τις πολεμικές επιχειρήσεις. Έχοντας εξασφαλίσει τα δυτικά σύνορα της αυτοκρατορίας αποφάσισε να κινηθεί εναντίον των Περσών και να τους χτυπήσει στο ίδιο τους το κράτος.
Aρχιστράτηγους της εκστρατείας όρισε τον Ορμίσδα και τον Βίκτωρα και ξεκίνησε για την Αντιόχεια (Ιούνιος 362). Τον Μάρτιο του 363, αναχώρησε από την πόλη με 65.000 άνδρες για να χτυπήσει τους Πέρσες. Θα αναφερθούμε επιγραμματικά στα γεγονότα της εκστρατείας αυτής. Ο Ζώσιμος στη “Νέα Ιστορία”, που έχουμε στη διάθεσή μας, τα περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια.
Ο Ιουλιανός κατασκεύασε πολυάριθμο στόλο πάνω στον Ευφράτη και όρμησε εναντίον της Μεσοποταμίας . Κυρίευσε όσες πόλεις της επιχείρησαν να του αντισταθούν, πέρασε τον Τίγρη και πολιόρκησε την Κτησιφώντα. Δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει αυτή την οχυρή πόλη και συνέχισε την πορεία του προς το εσωτερικό της Περσίας, αναζητώντας τον βασιλιά Σαπώρ. Εκεί κάπου έχασε τον προσανατολισμό του και υποχώρησε . Τότε έκανε την εμφάνισή του ο περσικός στρατός. Ο Ιουλιανός δεν δίστασε και δεν δείλιασε. Προετοιμάστηκε για τη μεγάλη σύγκρουση με τις δυνάμεις του Σαπώρ. Όμως μια μέρα, έμαθε ότι οι Πέρσες είχαν χτυπήσει την οπισθοφυλακή του και πήγε στο πεδίο της μάχης χωρίς θώρακα. Χτυπήθηκε από λόγχη που του τρύπησε το συκώτι. Τα επόμενα χρόνια ,ηταν διάχυτη η πίστη ότι η λόγχη ρίχτηκε από το φάντασμα του Αγίου Μερκουρίου, ο οποίος μαρτύρησε για την πίστη του επί Ιουλιανού. Ανάμεσα σε αυτούς που το πίστευαν, ήταν και ο ιστορικός Σωζομένης. Ο Ιουλιανός πέθανε τη νύχτα της 25ης Ιουνίου 363, σε ηλικία 32 ετών. Λέγεται ότι καθώς ξεψυχούσε πήρε στα χέρια του αίμα από την πληγή του και το σκόρπισε στον αέρα, φωνάζοντας : “Νευίκηκας Χριστέ, κορέσθητι Ναζωραίε”.
Επίλογος – Αποτίμηση της προσωπικότητας του Ιουλιανού
Ο Ιουλιανός ήταν χαρισματική προσωπικότητα. Ο Ζώσιμος τον ονόμασε ‘’μέγα’’. Βέβαια κάποιες συγκρίσεις του Ιουλιανού με τον Μέγα Αλέξανδρο, είναι τουλάχιστον άστοχες… Οι πολεμικές επιτυχίες του στη Δύση, ήταν σημαντικές. Το ίδιο και ορισμένες αλλαγές στην αυτοκρατορία. Έκανε ένα ξεκαθάρισμα στα ανάκτορα όπου κατά τον Λιβάνιο βρήκε “χίλιους μαγείρους, όχι λιγότερους κουρείς, περισσότερους οινοχόους, σμήνη τραπεζοκόμων και ευνούχους περισσότερους από τις μύγες που βρίσκονται κοντά στους βοσκούς την άνοιξη’’. Ο ίδιος ο Ιουλιανός, που άφησε και αξιόλογο συγγραφικό έργο, δεν θεωρεί ότι έβλαψε τους Χριστιανούς (τους οποίους ονομάζει Γαλιλαίους) : “Θεώρησα τον εαυτό μου προστάτη των Γαλιλαίων και μου χρωστάνε μεγαλύτερη χάρη απ’ ότι στον προκάτοχό μου” (εννοεί τον Κωνστάντιο).
Ποτέ όμως ο Ιουλιανός δεν κατάλαβε τον χαρακτήρα και τις ανάγκες της εποχής του. Όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος : «… ο Ιουλιανός θα γινόταν άριστος ηγεμόνας αν, ή γεννιόταν σε εποχή πιο συγγενική του, ή πολιτευόταν καταλληλότερα σχετικά με τις γύρω του περιστάσεις».
Ο Ιουλιανός έμεινε στην ιστορία ως “Παραβάτης” ή “Αποστάτης” και κανένας άλλος αυτοκράτορας του Βυζαντίου στο μέλλον δεν πήρε το όνομά του…