Ενώπιον περίπτωσης η οποία ενδεχομένως να έχει οδηγήσει στη φυλακή έναν αθώο και μάλιστα για ένα από τα χειρότερα εγκλήματα βρίσκονται τα αρμόδια όργανα της Πολιτείας. Η υπόθεση έρχεται στην επιφάνεια μετά από απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου που έκρινε ως παράνομη την απόφαση του Συμβουλίου Αποφυλακίσεως με την οποία υπήρξε άρνηση αποφυλάκισης του καταδικασθέντος.
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της απόφασης, το εν λόγω πρόσωπο, το 2010, κρίθηκε ένοχο από το Κακουργιοδικείο για βιασμό της θυγατέρας του και του επιβλήθηκε φυλάκιση 12 ετών. Η θέση την οποία προέβαλλε πάντα ήταν ότι η καταγγελία στην οποία προέβη η κόρη του ήταν προϊόν σκευωρίας. Ειδικότερα, υποστήριζε ότι ο σύντροφος της κόρης του, με τον οποίο απέκτησαν ένα παιδί, ήταν υπάλληλός του και την εξανάγκασε να προβεί σε ψευδή καταγγελία, ούτως ώστε να καταλήξει στη φυλακή και να αναλάβει τον έλεγχο της επιχείρησης.
Τέσσερα χρόνια μετά, στις 30/10/2014, η θυγατέρα, με επιστολή της προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ανακάλεσε τον ισχυρισμό της ότι τη βίασε ο πατέρας της και ότι είπε ψέματα στο δικαστήριο, «λόγω πιέσεων και απειλών από τον τότε σύντροφο της, με τον οποίο σήμερα διέκοψε τον δεσμό τους, παρά το γεγονός ότι έχει γεννηθεί παιδί από τη σχέση τους».
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ένοχοι για βιασμό ανηλίκων πατέρας και γιος
Περαιτέρω, καθιστούσε σαφές ότι ο πατέρας της ουδέποτε την είχε βιάσει ή παρενοχλήσει σεξουαλικά καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Αντίγραφο της εν λόγω επιστολής της θυγατέρας του, η υπογραφή της οποίας πιστοποιείται από πιστοποιούντα υπάλληλο, είχε επισυναφθεί από τον καταδικασθέντα στην προς το Συμβούλιο αίτησή του για αποφυλάκιση.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου, ο καταδικασθείς, «μέσα στη φυλακή βρήκε καταφύγιο στην εκκλησία την οποία είναι πρόθυμος να υπηρετήσει». Εξέφρασε δε τη θέση ότι μετά την αποφυλάκισή του «θα πάει σε μοναστήρι γιατί μόνο εκεί θα βρει γαλήνη μετά που η πολιτεία του φέρθηκε άδικα και τον έκλεισε στη φυλακή ενώ ήταν αθώος». Το Συμβούλιο απέρριψε την αίτηση αποφυλάκισης και η υπόθεση οδηγήθηκε ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Συμβούλιο, κατά την έκδοση της απόφασής του, τελούσε υπό πλάνη. Όπως επί του προκειμένου αναφέρεται στη δικαστική απόφαση, «διαπιστώνεται ότι ο βασικός του ισχυρισμός προς υποστήριξη του αιτήματος για αποφυλάκιση ήταν ότι η θυγατέρα του ανακάλεσε τις εναντίον του κατηγορίες αποστέλλοντας σχετική επιστολή ημερομηνίας 30/10/2014 προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το Συμβούλιο κατέληξε στο εύρημα ότι ο ισχυρισμός αυτός διερευνήθηκε από την Αστυνομία χωρίς να αποδειχθεί η αλήθεια του, λαμβάνοντας υπόψη την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, η οποία είχε κατατεθεί ως τεκμήριο κατά τη συνέντευξη. Η εν λόγω επιστολή, όμως, όπως ορθώς επισημαίνεται από τον αιτητή, είναι προγενέστερης ημερομηνίας (23/05/2014) από την ημερομηνία της προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας επιστολής (30/10/2014). Συνακόλουθα φαίνεται ότι, ως προς το εν λόγω σημείο, το Συμβούλιο τελούσε υπό πλάνη, η οποία κρίνεται ως ουσιώδης, εφόσον έχει επηρεάσει την απόφαση του Συμβουλίου, η οποία καθίσταται, για τον λόγο αυτό, παράνομη».
Η απόφαση του δικαστηρίου υποχρεώνει το Συμβούλιο να προβεί σε επανεξέταση της αίτησης αποφυλάκισης.