Στο συμπέρασμα ότι το θεμέλιο της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία γυναίκα κρίθηκε ένοχη για οδήγηση υπό την επήρεια αλκοόλ, ήταν σαθρό, κατέληξε το Εφετείο ανατρέποντας την καταδικαστική απόφαση. Παράλληλα, ακύρωσε και το πρόστιμο των €2.000 καθώς και το διάταγμα στέρησης της άδειας οδήγησης για περίοδο 4 μηνών. Σημειώνεται ότι η θέση της Αστυνομίας ήταν ότι κατά τον έλεγχο στον οποίο υποβλήθηκε η κατηγορούμενη η ένδειξη αλκοτέστ ήταν 103 mg, ενώ το μέγιστο επιτρεπόμενο όριο είναι μόλις 22 gm.
Το Εφετείο διαπίστωσε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας υπέπεσε σε σοβαρά σφάλματα, κυρίως επί του ότι δέχθηκε δύο αντίθετες εκδοχές και παρόλα αυτά εξέδωσε καταδικαστική απόφαση.
Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ως αξιόπιστη τόσο τη μαρτυρία του αστυνομικού που διενήργησε το αλκοτέστ, όσο και τη μαρτυρία της κατηγορούμενης, η οποία υποστήριζε πως σε καμία περίπτωση δεν οδηγούσε μεθυσμένη.
Όπως επί του προκειμένου αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου, «έχοντας μελετήσει την πρωτόδικη απόφαση διαπιστώνουμε ότι το θεμέλιο της καταδίκης είναι σαθρό ως εκ του ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ υπήρχαν δύο αντίθετες εκδοχές –αυτή της κατηγορούσας Αρχής διά του ΜΚ1 (σ.σ. του αστυνομικού) και αυτή της εφεσείουσας– αποδεχόμενο και τις δύο ως αξιόπιστες, έσφαλε ως θέμα αρχής, με την κατάληξη ότι οι δύο αυτές εκδοχές μπορούσαν να συμβαδίσουν και να οδηγήσουν σε καταδίκη».
Μετά την κατάληξη αυτή, το Εφετείο εξέτασε το κατά πόσο θα μπορούσε, υπό τις περιστάσεις, να διατάξει επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστήριο. Κρίθηκε πως στην προκειμένη περίπτωση δεν ενδεικνυόταν κάτι τέτοιο.
Για το συγκεκριμένο θέμα το Εφετείο σημείωσε ότι «έχοντας υπόψη τη φύση του αδικήματος αλλά και το χρόνο που έχει περάσει από τις 11/1/2014 μέχρι σήμερα και ότι επίσης η εφεσείουσα έχει υποστεί ήδη την ποινή της στέρησης αδείας, θεωρούμε ότι δεν θα ήταν προς το ορθώς νοούμενο συμφέρον της δικαιοσύνης να επαναληφθεί η διαδικασία με τη διαταγή επανεκδίκασης».