Τράπεζες – προβλέψεις: Πώς αναθεωρούνται οι επιχειρησιακοί στόχοι της επόμενης διετίας – Υιοθέτηση πιο επιθετικής στρατηγικής
Μειωμένες εισπράξεις από αποπληρωμές δανείων και εκποιήσεις εξασφαλίσεων περιμένουν οι τράπεζες, όπως προκύπτει από τους αναθεωρημένους επιχειρησιακούς τους στόχους για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων.
Πέρα από τους αριθμούς που δείχνουν ότι οι τράπεζες μειώνουν τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους, η πορεία προς την επίτευξη των στόχων αποκαλύπτει τα «αδύναμα σημεία» που θα αποτελέσουν τις δύο επόμενες χρονιές σημαντικές προκλήσεις.
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά:
- Την ανάκτηση σε μετρητά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (προς το μέσο υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων) που αφορά τις εισπράξεις τόσο από αποπληρωμές όσο και από ρευστοποιήσεις και μεταβιβάσεις δανείων, οι τράπεζες έχουν αναθεωρήσει αρνητικά τις εκτιμήσεις τους για τις εισπράξεις. Ειδικά δε τις εισπράξεις από αποπληρωμές δανείων και εκποιήσεις εξασφαλίσεων, καθώς αναμένουν υψηλότερα ποσά ζημιών και διαγραφών.
- Τις προσπάθειες να προσφέρουν από κοινού λύσεις ρύθμισης σε κοινούς πελάτες μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων. Το μεγαλύτερο ποσοστό του στόχου αυτού θα επιτευχθεί μέσα στο 2018 και το 2019, αφού το 2017 πήγε ουσιαστικά χαμένο λόγω των χρονοβόρων διαδικασιών. Για τον λόγο αυτό και υπό την πίεση του SSM, οι τράπεζες έχουν αναθεωρήσει ανοδικά τις προβλέψεις τους, ευελπιστώντας ότι οι προσπάθειες για κοινές λύσεις ρύθμισης θα εντατικοποιηθούν τους προσεχείς μήνες.
- Τον χειρισμό των μη εξυπηρετούμενων δανείων μεγάλων επιχειρήσεων. Και στο συγκεκριμένο θέμα οι τράπεζες θα πρέπει να «τρέξουν» πολύ περισσότερο μέσα στην επόμενη διετία, προχωρώντας τα σχέδια αναδιάρθρωσης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, οι στόχοι των τραπεζών είναι κάτι παραπάνω από φιλόδοξοι, αφού προβλέπουν διπλασιασμό, μέχρι τα τέλη 2019 σε σχέση με τον Ιούνιο 2017, των δανείων για τα οποία θα έχουν ορίσει εξειδικευμένο στέλεχος που θα εφαρμόσει σχέδιο αναδιάρθρωσης της επιχείρησης.
Πέραν των ανωτέρω δύσκολων σημείων για τα οποία υπάρχει αναπροσαρμογή στόχων, οι τράπεζες θα πρέπει να υλοποιήσουν τα εξής:
- Να αυξήσουν τις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις στα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματά τους. Όλες οι τράπεζες έχουν θέσει τον στόχο αυτό, εκτιμώντας ότι το 2019 οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις πρέπει να κινούνται στο 42% – 50% των λύσεων μείωσης των NPEs από 20% -33% τον Ιούνιο 2017. Σημειώνεται ότι οι μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις προσφέρονται για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών και υποδεικνύουν λύσεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν έναν δανειολήπτη στη βιωσιμότητα και τελικά στην εξυπηρέτηση του δανείου.
- Να αυξήσουν τις καταγγελίες μη εξυπηρετούμενων δανείων και ειδικά των δανείων σε καθυστέρηση άνω των 720 ημερών. Όλες οι τράπεζες στοχεύουν στην ενίσχυση των προσπαθειών τους για καταγγελία των δανείων αυτών και προσφυγή σε ένδικα μέσα, έτσι ώστε το ποσοστό των μη καταγγελμένων δανείων σε καθυστέρηση άνω των 720 ημερών να μειωθεί δραστικά κατά την περίοδο Ιουνίου 2017 – Δεκεμβρίου 2019, από 10% – 21% σε 0% – 6% για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και από 16% – 35% σε 2% – 13% για τις μεγάλες επιχειρήσεις.
- Να αυξήσουν τα ένδικα μέσα σε καταγγελμένα δάνεια. Το ποσοστό της άσκησης ενδίκων μέσων πρέπει να παραμείνει υψηλό μέχρι τα τέλη του 2019 και συγκεκριμένα να αγγίξει το 92% – 99% στα τέλη του 2019.
- Να κινηθούν πιο δυναμικά στην αντιμετώπιση των υπερχρεωμένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προχωρώντας σε αναλύσεις βιωσιμότητας. Οι τράπεζες στοχεύουν στη βελτίωση των επιδόσεών τους μέσω της αύξησης του ποσοστού των επιχειρήσεων για τις οποίες διενεργείται ανάλυση βιωσιμότητας, στο 71% – 97% το 2019, έτσι ώστε να βελτιωθούν αντίστοιχα και οι προσφερόμενες λύσεις ρύθμισης.
Τι δείχνουν τα τελευταία στοιχεία
Σύμφωνα με τα στοιχεία Σεπτεμβρίου 2017, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών μειώθηκε κατά 2,4% και 5,5% συγκριτικά με το τέλος Ιουνίου 2017 και Δεκεμβρίου 2016 αντίστοιχα, αγγίζοντας τα 100,4 δισ. ευρώ ή το 44,6% των συνολικών ανοιγμάτων.
Παράλληλα, σε σχέση με τον Μάρτιο του 2016, οπότε τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα έφτασαν στο υψηλότερο επίπεδο, έχει επέλθει μείωση κατά 7,6% ή 8,2 δισ. ευρώ.