Με την υπόψη τροπολογία, τροποποιούνται – συμπληρώνονται οι διατάξεις του άρθρου 51 του ν. 3691/2008, αναφορικά με την ευθύνη των νομικών προσώπων από αξιόποινες πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.
Οι κυριότερες μεταβολές εστιάζονται στα ακόλουθα σημεία:
– Επανακαθορίζεται το πεδίο εφαρμογής της διάταξης και συγκεκριμένα: καθιερώνεται η ευθύνη και των νομικών οντοτήτων, στοιχειοθετείται η ευθύνη νομικών προσώπων και οντοτήτων για όλες τις περιπτώσεις τέλεσης βασικών αδικημάτων του προαναφερόμενου νόμου, καθώς και για την τέλεση των πράξεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή της οντότητας, θεσπίζεται η ευθύνη του εντολοδόχου νομικών προσώπων και οντοτήτων, επιβάλλονται οι προβλεπόμενες κυρώσεις και σε φυσικό πρόσωπο που είναι ηθικός αυτουργός ή συνεργός στις πράξεις που τελούνται προς όφελος ή για λογαριασμό νομικών προσώπων κ.λπ..
– Αυξάνεται το ανώτατο όριο των επιβαλλόμενων διοικητικών προστίμων στο ποσό των 10 εκατ. ευρώ, καταργούμενης της διακύμανσης αυτού στα 5 ή 2 εκατ. ευρώ, ανάλογα με το αν πρόκειται για υπόχρεο ή μη υπόχρεο πρόσωπο. Επίσης, αυξάνεται το ανώτατο όριο (από το 1 εκατ. στα 5 εκατ. ευρώ), του διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται όταν, από έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου, καθίσταται δυνατή η τέλεση των αξιόποινων πράξεων από κατώτερο στέλεχος ή από εντολοδόχο του νομικού προσώπου ή της οντότητας.
– Ορίζεται ότι, οι κυρώσεις επιβάλλονται από την αρμόδια εποπτική αρχή, όταν πρόκειται για υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή οντότητα και από το Σώμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.), όταν πρόκειται για μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή οντότητα.
– Επανακαθορίζονται διαδικαστικά ζητήματα εφαρμογής της προτεινόμενης ρύθμισης ενώ καταργείται η έκδοση κ.υ.α. για τη ρύθμιση επιμέρους θεμάτων.
– Ορίζεται ρητά ότι διατηρούνται σε ισχύ ειδικές διατάξεις που καθιερώνουν ευθύνη νομικών προσώπων για βασικά αδικήματα.
ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ «Ανανέωση – τροποποίηση – κωδικοποίηση της σύμβασης περί παροχής ειδικής άδειας εκμετάλλευσης του αποκλειστικού δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου στη πρόσβαση και χρήση της ονομαστικής θέσης των 39ο ανατολικώς επί της τροχιάς των τεχνητών γεωστατικών δορυφόρων της Γης και των συσχετισμένων αυτής ραδιοσυχνοτήτων τηλεπικοινωνίας δια της κατασκευής, εκτόξευσης, λειτουργίας και εμπορικής εκμετάλλευσης ενός συστήματος δορυφορικών τηλεπικοινωνιών πανελλήνιας και διασυνοριακής εμβέλειας υπό την επωνυμία: ΕΛΛΑΣ SAT (HELLAS SAT).»
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Α. Γενικά
Με τη θέση σε ισχύ της υποπαραγράφου ΙΕ.17 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α’ 85) τροποποιήθηκε το άρθρο 51 του ν. 3691/2008 (Α’ 166), που αφορά στην ευθύνη νομικών προσώπων για αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες που τελούνται προς όφελος νομικών προσώπων, με βασική αλλαγή την προσθήκη των αδικημάτων δωροδοκίας και δωροληψίας που προβλέπονται στα άρ. 159, 159Α, 235, 236 και 237 του Π Κ στην κυρωτική εμβέλεια της διάταξης.
Οι τροποποιήσεις αυτές κρίνεται ότι χρήζουν επαναξιολόγησης, εν όψει και του ότι η εφαρμογή της διάταξης δεν έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στην πράξη. Περαιτέρω, υπάρχει ανάγκη προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στα διεθνή πρότυπα, όπως αυτά οριοθετούνται από τα διεθνή συμβατικά κείμενα, αλλά και από τη συνεχώς εξελισσόμενη πρακτική των διεθνών μηχανισμών αξιολόγησης της εφαρμογής τους, όπως είναι η GRECO, ο Μηχανισμός παρακολούθησης εφαρμογής της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς και η Ομάδα Εργασίας του ΟΟΣΑ επί της δωροδοκίας στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές. Έμφαση δε θα πρέπει να δοθεί στις συστάσεις που έχουν απευθυνθεί προς τη χώρα μας αναφορικά α) με την εφαρμογή της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της διαφθοράς που έχει κυρωθεί με τον ν. 3666/2008 (Α’ 105), και β) με την εφαρμογή της Σύμβασης για την καταπολέμηση της δωροδοκίας αλλοδαπών δημοσίων λειτουργών στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές, που έχει κυρωθεί με τον ν. 2655/1998 (Α’ 265).
Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται η αναδιάρθρωση του άρ. 51 του νόμου 3691/2008 ως προς το αντικειμενικό και το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής των παρ. 1 και 2, τις προβλεπόμενες κυρώσεις και τις διαδικαστικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή των διατάξεων του συγκεκριμένου άρθρου.
Ειδικότερα:
Β. Επί των επιμέρους μεταβολών
1. Μεταβολές ως προς το πεδίο εφαρμογής των 2 πρώτων παραγράφων του άρ. 51 του ν. 3691/2008.
Οι περισσότερες αλλαγές από αυτές που πραγματοποιούνται με τις προτεινόμενες διατάξεις αφορούν στο πεδίο εφαρμογής του άρ. 51 του ν. 3691/2008, τόσο από αντικειμενικής, όσο και από υποκειμενικής άποψης:
α) Προκειμένου να καλυφθεί το κενό της μη επιβολής κυρώσεων σε νομικά μορφώματα τα οποία δεν έχουν (ή δεν έχουν αποκτήσει) νομική προσωπικότητα, με τις προτεινόμενες διατάξεις καθιερώνεται η επιβολή των κυρώσεων της διάταξης και σε νομικές οντότητες, πέραν των νομικών προσώπων. Η νομοθετική αυτή επιλογή, η οποία αποτυπώνεται ήδη στον προτεινόμενο νέο τίτλο του άρ. 51 του ν. 3691/2008, είναι συμβατή την με Οδηγία (EE) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015 σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (EE) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής.
β) Η σημαντικότερη, ίσως, προτεινόμενη μεταβολή έγκειται στην επέκταση των αδικημάτων για τα οποία μπορεί να γεννηθεί ευθύνη νομικών προσώπων.
Σήμερα, το άρ. 51 του ν. 3691/2008 μπορεί να εφαρμοσθεί όταν τελούνται προς όφελος νομικού προσώπου είτε πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, είτε πράξεις δωροδοκίας ή δωροληψίας υπαλλήλων ή πολιτικών προσώπων ή δικαστικών λειτουργών. Με την προτεινόμενη διάταξη προτείνεται, ακολουθώντας μάλιστα την αρχική διατύπωση του άρ. 51 του ν. 3691/2008 πριν από την τροποποίηση του με το άρθρο ένατο του ν. 3875/2010 (Α’ 158), η επέκταση της δυνατότητας εφαρμογής του σε όλες τις περιπτώσεις τέλεσης βασικών αδικημάτων. Με αυτήν την μεταβολή ικανοποιείται η σύσταση που περιλαμβάνεται στην παρ. 128 της Έκθεσης Επισκόπησης της εφαρμογής από την Ελλάδα των κεφαλαίων III και IV της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (σελ. 56), σύμφωνα με την οποία η χώρα μας πρέπει να εισαγάγει διοικητική ευθύνη των νομικών προσώπων για όλα τα αδικήματα που προβλέπονται στην Σύμβαση. Καλύπτεται επίσης και η υποχρέωση καθιέρωσης ευθύνης νομικών προσώπων σε περιπτώσεις τέλεσης απάτης εις βάρος των συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με τα άρ. 3 και 4 του δεύτερου πρωτόκολλου της Σύμβασης σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το οποίο έχει κυρωθεί με το ν. 2803/2000 (Α’ 48). Προς εφαρμογή της διεθνούς υποχρέωσης της χώρας που πηγάζει από τις παραπάνω διατάξεις είχε θεσπισθεί το άρθρο όγδοο του ν. 2803/2000, το οποίο, όμως, καταργήθηκε δυνάμει της υποπαραγράφου ΙΕ.20 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (βλ. τη σχετική επισήμανση εις: Καϊάφα-Γκμπάντι [επιστ. επιμ.], Οικονομικό έγκλημα και διαφθορά στο δημόσιο τομέα. Ένα συνεκτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση του οικονομικού εγκλήματος και της διαφθοράς στο δημόσιο τομέα, τ. 3 [2015], σελ. 90). Επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη υποχρέωση θα εξακολουθήσει να υπάρχει και μετά τη θέση σε ισχύ της Οδηγίας (EE) 2017/1371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2017 σχετικά με την καταπολέμηση, μέσω του ποινικού δικαίου, της απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης (βλ. σχετικά Καϊάφα-Γκμπάντι, ΠοινΧρ ΞΖ’, 561 επ.).
Πρέπει, πάντως, να τονισθεί ότι, σύμφωνα με την παρ. 8 της προτεινόμενης διατύπωσης «Ειδικές διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται ευθύνη νομικών προσώπων για βασικά αδικήματα, διατηρούνται σε ισχύ». Τέτοιες διατάξεις είναι, πέραν του άρ. 41 του ν. 3251/2004 (Α’ 127), αυτές του άρ. 26 του ν. 4139/2013 (Α’ 74), του άρ. 3 του ν. 4198/2013 (Α’ 215), του άρ. 4 του ν. 927/1979, όπως ισχύει μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 4285/2014(Α’ 191 – ως προς τις επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου) και του άρθρου τετάρτου του ν. 4411/2016 (Α’ 142).
γ) Μία επιπλέον μεταβολή αφορά στον τρόπο σύνδεσης των πράξεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2 με το νομικό πρόσωπο προκειμένου για την κατάφαση ευθύνης σε αυτό. Με τη μέχρι τώρα ισχύουσα διάταξη, απαιτείται η πράξη να έχει τελεσθεί προς τον σκοπό επίτευξης οφέλους του νομικού προσώπου. Με την προτεινόμενη διατύπωση μπορεί να καταφαθεί ευθύνη νομικού προσώπου και σε περιπτώσεις όπου η νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή κάποιο από τα βασικά αδικήματα τελέσθηκε για λογαριασμό του νομικού προσώπου ή της οντότητας. Η προσθήκη αυτή γίνεται για να καλύψει περιπτώσεις εμμέσου οφέλους ή περιπτώσεις όπου ο δράστης αποσκοπεί στο δικό του όφελος και επέρχεται παρεμπιπτόντως όφελος στο νομικό πρόσωπο, με τον τρόπο δε αυτό καλύπτονται επισημάνσεις που αναγράφονται στην έκθεση 3bis της Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ κατά της δωροδοκίας (2015), αρ. περ. 52 (σελ. 19, και 34 στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης). Σημειώνεται ότι η προσθήκη αυτή είναι συμβατή με την πρόσφατη διάταξη του άρθρου τετάρτου του ν. 4411/2016 σχετικά με την ευθύνη νομικών προσώπων για την τέλεση εγκλημάτων που προβλέπονται στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον Κυβερνοχώρο, αλλά και στην Οδηγία 2013/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις επιθέσεις κατά συστημάτων πληροφοριών.
δ) Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημανθεί μία ακόμη, δυνητικά σημαντική, μεταβολή στο γράμμα της παρ. 1 του άρ. 51: Σε περιπτώσεις όπου ο δράστης του θεμελιωτικού της ευθύνης του νομικού προσώπου αδικήματος δεν ενεργεί ατομικά, αλλά ως μέλος νομικού προσώπου, αντί να απαιτείται συμπλεκτικά η κατοχή διευθυντικής θέσης εντός των νομικών προσώπων ή των νομικών οντοτήτων με βάση εξουσία εκπροσώπησής τους, πλέον θα απαιτείται διαζευκτικά ο δράστης του αδικήματος είτε να κατέχει διευθυντική θέση στο νομικό πρόσωπο, είτε να έχει εξουσία εκπροσώπησης στο νομικό πρόσωπο. Η συγκεκριμένη μεταβολή γίνεται και εν όψει της διατύπωσης του άρ. 60 παρ. 5 της προαναφερθείσας οδηγίας (EE) 2015/849. Επίσης, λαμβάνονται υπόψιν: i. το άρ. 18 της Σύμβασης ποινικού δικαίου για τη διαφθορά που καταρτίστηκε υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης και κυρώθηκε με το ν. 3560/2007 (Α’ 103), ii. το άρθρο 10 της Σύμβασης της Βαρσοβίας της 16ης Μαΐου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, η οποία κυρώθηκε πρόσφατα με το ν. 4478/2017 (Α’ 91) και iii. η διατύπωση, αναφορικά με την ευθύνη νομικών προσώπων, του Παραρτήματος I της Σύστασης της ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για τη δωροδοκία στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές, το οποίο υιοθετήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2009.
ε) Μια ακόμη προσθήκη που γίνεται στο γράμμα της παρ. 1 είναι ότι κατά το τελευταίο εδάφιο της προτεινόμενης διάταξης οι κυρώσεις μπορούν να επιβληθούν και όταν φυσικό πρόσωπο, που έχει κάποια από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο της παρ. 1 ιδιότητες είναι ηθικός αυτουργός ή συνεργός στις ίδιες πράξεις, που τελούνται προς όφελος ή για λογαριασμό νομικών προσώπων. Η προσθήκη αυτή γίνεται για ερμηνευτικούς λόγους και προς άρση τυχόν παρερμηνειών, εν όψει και της διατύπωσης του άρθρου 18 της Σύμβασης Ποινικού Δικαίου για τη διαφθορά και το άρ. 10 της Σύμβασης της Βαρσοβίας της 16ης Μαΐου 2005 του Συμβουλίου της Ευρώπης για τη νομιμοποίηση, ανίχνευση, κατάσχεση και δήμευση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Με την αλλαγή αυτή της διατύπωσης δεν θα καταλείπεται αμφιβολία ότι κυρώσεις σε νομικά πρόσωπα μπορούν να επιβληθούν και όταν η εγκληματική συμπεριφορά των επικεφαλής στα νομικά πρόσωπα, όπως αυτοί περιγράφονται στην παρ. 1 δεν τελείται υπό όρους αυτουργίας, αλλά και σε κάθε περίπτωση ηθικής αυτουργίας ή συμμετοχής. Έτσι, τα νομικά πρόσωπα, δεν θα μπορούν σε καμία περίπτωση να επικαλεστούν ότι δεν τέλεσαν οι εκπρόσωποι τους ιδιοχείρως τα κρίσιμα κάθε φορά αδικήματα.
στ) Ως προς το αδίκημα που προβλέπεται στην παρ. 2 του άρ. 51, η βασική διαφοροποίηση που προτείνεται έγκειται στην προσθήκη κατηγοριών αυτουργών του θεμελιωτικού για την ευθύνη του νομικού προσώπου αδικήματος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι σύγχρονες μορφές επιχειρηματικής δράσης δεν περιορίζονται μόνο σε εταιρικούς τύπους που έχουν σαφείς ιεραρχικές δομές, κρίθηκε σκόπιμη η επέκταση της πιθανής ευθύνης του νομικού προσώπου όχι μόνο όταν από έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου κατέστη δυνατή η τέλεση αδικήματος που αναφέρεται στην ίδια παράγραφο από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος, αλλά και όταν η ίδια πράξη τελείται από εντολοδόχο του νομικού προσώπου ή της οντότητας. Με τη νεότερη διατύπωση καταλαμβάνεται κάθε περίπτωση που το βασικό αδίκημα τελείται από ενδιάμεσο πρόσωπο, προς το οποίο είχε δοθεί εντολή προς χειρισμό υποθέσεων του νομικού προσώπου ή της οντότητας και το πρόσωπο αυτό μπόρεσε να τελέσει το αδίκημα για όφελος ή για λογαριασμό του νομικού προσώπου, χάρη στην έλλειψη εποπτείας και ελέγχου. Εάν, βέβαια, το ενδιάμεσο (φυσικό ή νομικό) πρόσωπο τέλεσε το θεμελιωτικό της ευθύνης αδίκημα κατ’ εντολή προσώπου που αναφέρεται στην παρ. 1, τότε έχει τελεστεί το αδίκημα της παρ. 1.
Η αλλαγή αυτή στη διατύπωση βρίσκεται σε αρμονία με την σύσταση C του Παραρτήματος I της Σύστασης της ομάδας εργασίας του ΟΟΣΑ για τη δωροδοκία στις διεθνείς επιχειρηματικές συναλλαγές, το οποίο υιοθετήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2009. Η ισχύουσα διατύπωση της παρ. 2 ήταν επαρκής αναφορικά με την σύσταση Β του ίδιου παραρτήματος, αλλά δεν κάλυπτε τη σύσταση C, σύμφωνα με την οποία ένα νομικό πρόσωπο που τελεί το αδίκημα διεθνούς δωροδοκίας δεν μπορεί να αποφύγει την ευθύνη με την επίκληση δράσης ενδιάμεσων προσώπων.
2. Μεταβολές ως προς τις προβλεπόμενες κυρώσεις
α) Σημαντικές είναι οι μεταβολές που επέρχονται ως προς τις κυρώσεις που προβλέπονται για τα νομικά πρόσωπα. Κατ’ ουσίαν πρόκειται για διπλασιασμό των επαπειλούμενων προστίμων, προκειμένου να ενισχυθεί ο αποτρεπτικός τους χαρακτήρας, πράγμα που αποτελεί ζητούμενο σύμφωνα και με σύσταση που περιλαμβάνεται στην έκθεση 3bis της Ομάδας Εργασίας του ΟΟΣΑ κατά της δωροδοκίας (2015), σελ. 23, [43 στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης].
β) Εξίσου σημαντική τομή επέρχεται με την κατάργηση του διαχωρισμού ως προς την αυστηρότητα των επαπειλούμενων κυρώσεων κατά των νομικών προσώπων ανάλογα με το αν το νομικά πρόσωπα περιλαμβάνονται στα υπόχρεα ή τα μη υπόχρεα πρόσωπα κατά τους ορισμούς του άρ. 5 του ν. 3691/2008. Ο διαχωρισμός αυτός δεν έχει δικαιολογητική βάση και έχει οδηγήσει στην απεύθυνση σύστασης προς τη χώρα μας από την Ομάδα Εργασίας του ΟΟΣΑ κατά της δωροδοκίας, η οποία περιλαμβάνεται στη σχετική έκθεση 3bis (2015), σελ. 23 (43 στο κείμενο της ελληνικής μετάφρασης).
γ) Παρά την μείωση της σημασίας τη διάκρισης μεταξύ υπόχρεων και μη υπόχρεων προσώπων που αναφέρθηκε αμέσως παραπάνω, η διάκριση αυτή δεν χάνει εντελώς την πρακτική της σημασία. Έτσι, ακολουθώντας στο σημείο αυτό το ισχύον δίκαιο, η αρμοδιότητα των αρμόδιων εποπτικών αρχών για την επιβολή κυρώσεων για τα υπόχρεα νομικά πρόσωπα, όπως η αρμοδιότητα αυτή προκύπτει από τον συνδυασμό των άρ. 5 και 6 του ν. 3691/2008 παραμένει. Αντίθετα, ακολουθώντας στο σημείο αυτό σχετική σύσταση που περιλαμβάνεται στην παρ. 127 της Έκθεσης Επισκόπησης της εφαρμογής από την Ελλάδα των κεφαλαίων III και IV της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς (σελ. 55), με την προτεινόμενη διατύπωση της παρ. 3 του άρ. 51 του ν. 3691/2008 προτείνεται η κατάργηση της αρμοδιότητας του Υπουργού Δικαιοσύνης και του εκάστοτε αρμόδιου Υπουργού. Η αλλαγή αυτή γίνεται για να μην υπάρχουν υπόνοιες πολιτικών παρεμβάσεων στην επιβολή κυρώσεων. Επιπλέον, δεν μπορεί να παροραθεί η διοικητική δυσλειτουργία που προκαλεί ο καθορισμός του συναρμόδιου Υπουργού, και μάλιστα με κριτήρια ιδιαιτέρως περίπλοκα, όπως αυτά που περιγράφονται στη σημερινή διατύπωση της περ. β’ της παρ. 1 του άρ. 51 του ν. 3691/2008.
Σημειώνεται ότι η αρμοδιότητα επιβολής κυρώσεων για τα μη υπόχρεα πρόσωπα ανατίθεται στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, που είχε και παλαιότερα σχετική αρμοδιότητα (ως προς αδικήματα δωροδοκίας που τελούνταν προς όφελος νομικών προσώπων, σύμφωνα με τις προβλέψεις του ν. 3560/2007).
δ) Με την παράγραφο 4, μεταβάλλονται οι προβλέψεις αναφορικά με τα κριτήρια που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τις αρχές επιβολής του νόμου για την αιτιολογημένη επιβολή των κυρώσεων. Για την μεταβολή αυτή ελήφθησαν υπόψη τα κριτήρια που αναγράφονται στην παρ. 4 του άρ. 60 της Οδηγίας (EE) 2015/849.
3. Μεταβολές ως προς τη ρύθμιση διαδικαστικών ζητημάτων εφαρμογής του νόμου.
α) Ρητά ορίζεται, προς άρση αμφισβητήσεων, ότι η επιβολή των κυρώσεων θα πρέπει να είναι αιτιολογημένη.
β) Προβλέπεται ρητά ότι για τη διαπίστωση τέλεσης των παραβάσεων και για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες που έχουν σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους (παρ. 4 εδ. γ’ της προτεινόμενης διατύπωσης). Η διάταξη τίθεται προς άρση αμφισβητήσεων, για να διευκολυνθούν οι αρχές επιβολής κυρώσεων ώστε να διαπιστώσουν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την κατάφαση ευθύνης νομικών προσώπων.
γ) Καθιερώνεται υποχρέωση των Αρχών, όταν επιβάλλουν κυρώσεις, να ενημερώνουν το Υπουργείο Οικονομίας και Ανάπτυξης, κοινοποιώντας τη σχετική απόφαση στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου (παρ. 4 εδ. δ’ της προτεινόμενης διατύπωσης). Η πρόβλεψη αυτή γίνεται προκειμένου για την εφαρμογή του νομοθετικού πλαισίου για τις δημόσιες συμβάσεις.
δ) Η σημαντικότερη αλλαγή ως προς τη διαδικασία επιβολής κυρώσεων σε νομικά πρόσωπα κατά το άρ. 51 του ν. 3691/2008 αφορά στην απαλοιφή της υποχρέωσης έκδοσης Κοινής Απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την εξειδίκευση της εφαρμογής του άρθρου. Η εξειδίκευση θεμάτων στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι απαραίτητη, διότι η διαδικασία επιβολής των κυρώσεων, όπως και τα λοιπά σχετικά θέματα, εξειδικεύονται αρκούντως στον νόμο, ενώ οι αρμόδιες υπηρεσίες είσπραξης καθορίζονται από το άρ. 52 του ν. 3691/2008. Δεν μπορεί να παροραθεί ότι άλλες ισχύουσες διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται ευθύνη νομικών προσώπων και αναφέρθηκαν παραπάνω δεν περιλαμβάνουν εξουσιοδοτικές διατάξεις για την έκδοση συναφών υπουργικών αποφάσεων.
ε) Τέλος, με την προτεινόμενη διατύπωση της παρ. 7 του άρθρου 51 αναφέρεται ότι πλην της ενημέρωσης για την ποινική δίωξη οι εισαγγελικές αρχές αποστέλλουν και αντίγραφο της σχετικής δικογραφίας στις αρμόδιες για την επιβολή κυρώσεων αρχές, ενώ προβλέπεται και διαδικασία αποστολής αντιγράφου των σχετικών καταδικαστικών αποφάσεων. Επισημαίνεται, προς αποφυγή παρερμηνειών, ότι η ποινική διαδικασία κατά εμπλεκόμενου φυσικού προσώπου δεν αποτελεί διαδικαστική προϋπόθεση για την εφαρμογή της διάταξης του άρ. 51 του ν. 3691/2008, η οποία μπορεί να εκκινήσει και με πρωτοβουλία των αρμοδίων για την επιβολή των κυρώσεων Αρχών.
Άρθρο […]
Το άρθρο 51 του ν. 3691/2008 αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 51
Ευθύνη νομικών προσώπων και οντοτήτων
1. Αν αξιόποινη πράξη νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή κάποιο από τα βασικά αδικήματα τελείται προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή οντότητας από φυσικό πρόσωπο που ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου ή της οντότητας και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτών ή έχει εξουσία εκπροσώπησής τους ή εξουσιοδότηση για τη λήψη αποφάσεων για λογαριασμό τους ή για την άσκηση ελέγχου εντός αυτών, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο ή την οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:
α) διοικητικό πρόστιμο από πενήντα χιλιάδες (50.000) μέχρι δέκα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ,
β) οριστική ή προσωρινή για χρονικό διάστημα από ένα μήνα έως δύο έτη ανάκληση ή αναστολή της άδειας λειτουργίας ή απαγόρευση άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας,
γ) απαγόρευση άσκησης ορισμένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων ή εγκατάστασης υποκαταστημάτων ή αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου, για το ίδιο χρονικό διάστημα,
δ) οριστικός ή προσωρινός για το ίδιο χρονικό διάστημα αποκλεισμός από δημόσιες παροχές, ενισχύσεις, επιδοτήσεις, αναθέσεις έργων και υπηρεσιών, προμήθειες, διαφημίσεις και διαγωνισμούς του Δημοσίου ή των νομικών προσώπων του δημόσιου τομέα.
Το διοικητικό πρόστιμο της περ. α’ επιβάλλεται πάντοτε, ανεξαρτήτως της επιβολής άλλων κυρώσεων. Οι ίδιες κυρώσεις επιβάλλονται και όταν φυσικό πρόσωπο που έχει κάποια από τις αναφερόμενες στο πρώτο εδάφιο ιδιότητες είναι ηθικός αυτουργός ή συνεργός στις ίδιες πράξεις.
2. Όταν η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου από φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται στην παρ. 1 κατέστησε δυνατή την τέλεση από ιεραρχικά κατώτερο στέλεχος ή από εντολοδόχο του νομικού προσώπου ή της οντότητας της πράξης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή του βασικού αδικήματος προς όφελος ή για λογαριασμό νομικού προσώπου ή οντότητας, επιβάλλονται στο νομικό πρόσωπο ή τη νομική οντότητα, σωρευτικά ή διαζευκτικά, οι ακόλουθες κυρώσεις:
α) διοικητικό πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) έως πέντε εκατομμύρια (5.000.000) ευρώ,
β) οι προβλεπόμενες στις περ. β’, γ’ και δ’ της παρ. 2 κυρώσεις, για χρονικό διάστημα έως ένα έτος.
3. Αν πρόκειται για υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή οντότητα οι ως άνω κυρώσεις επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση της αρμόδιας εποπτικής αρχής. Αν πρόκειται για μη υπόχρεο νομικό πρόσωπο ή οντότητα, επιβάλλονται με αιτιολογημένη απόφαση του Προϊσταμένου της αρμόδιας διεύθυνσης του Σ.Δ.Ο.Ε.
4. Για τη σωρευτική ή διαζευκτική επιβολή των κυρώσεων που προβλέπονται στις προηγούμενες παραγράφους και για την επιμέτρηση των κυρώσεων αυτών λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις και ιδίως:
α) η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης·
β) ο βαθμός ευθύνης του νομικού προσώπου ή της οντότητας·
γ) η οικονομική επιφάνεια του νομικού προσώπου ή της οντότητας·
δ) το ύφος των παρανόμων εσόδων ή του τυχόν προκύψαντος οφέλους·
ε) οι ζημίες τρίτων που προέκυψαν από το αδίκημα·
στ) οι ενέργειες του νομικού προσώπου ή της οντότητας μετά την τέλεση της παράβασης·
ζ) η τυχόν υποτροπή του νομικού προσώπου ή της οντότητας.
5. Καμιά κύρωση δεν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη κλήτευση των νομίμων εκπροσώπων του νομικού προσώπου ή της οντότητας προς παροχή εξηγήσεων. Η κλήση κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο τουλάχιστον δέκα (10) πλήρεις ημέρες πριν από την ημέρα της ακρόασης. Κατά τα λοιπά εφαρμόζονται οι διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (ν. 2690/1999, Α’ 45). Για τη διαπίστωση τέλεσης των παραβάσεων και για την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, οι αρμόδιες αρχές ασκούν τις ελεγκτικές αρμοδιότητες που έχουν σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους. Σε περίπτωση επιβολής κύρωσης, η κατά περίπτωση αρμόδια αρχή κοινοποιεί την σχετική απόφαση στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης.
6. Η εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων είναι ανεξάρτητη από την αστική, πειθαρχική ή ποινική ευθύνη των αναφερόμενων σε αυτές φυσικών προσώπων.
7. Οι εισαγγελικές αρχές ενημερώνουν αμέσως, κατά περίπτωση, την αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων αρχή για την άσκηση ποινικής δίωξης επί υποθέσεων στις οποίες υπάρχει εμπλοκή νομικού προσώπου ή νομικής οντότητας υπό την έννοια των παρ. 1 και 2, και τους αποστέλλουν αντίγραφο της σχετικής δικογραφίας. Αν φυσικό πρόσωπο καταδικαστεί για τις αναφερόμενες στις παρ. 1 και 2 αξιόποινες πράξεις, το δικαστήριο διατάσσει την αποστολή αντιγράφου της καταδικαστικής απόφασης και της σχετικής δικογραφίας στην αρμόδια για την επιβολή των κυρώσεων αρχή.
8. Ειδικές διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται ευθύνη νομικών προσώπων για βασικά αδικήματα, διατηρούνται σε ισχύ.»